Τα νιάτα δεν τα χόρτασα, τα γεραδκιά με φτάσαν
τζι έχω τζιεγκιές πά’ στο κορμίν, καταπαντού με σκάσαν.
Σαν τα λουλούδκια μοιάζουμεν όπως την ανεμώνα
π’ ανθίζει μες στην άνοιξη, μα δεν φτάννει σιειμώναν.
Ετσά προχτές γεννήθηκα, σήμερα είμαι γέρος.
Σαν το σιτάριν μέστωσα όταν κοντέψει θέρος.
Έτσι είναι ο άδρωπος, έν’ ’λλίη η ζωή του.
Προτού τα νιάτα του χαρεί ξεβαίννει η ψυσιή του.