Περιφερόταν ώρες πολλές επί ματαίω
στους δρόμους της αγοράς και στη θάλασσα του Φαλήρου
με το πρόσωπό του σκυφτό
και το σώμα του γυρτό σχεδόν να αγγίζει τη γη.
Είχε δυο μάτια ξεπλυμένα από τα πρωτοβρόχια της ποίησης
μα στείρα τώρα πια ποτίζονταν από τις περασμένες ελπίδες.
Νέος -υπήρξε κάποτε φέρελπις- μα με τη φλόγα τώρα στα μάτια να σβήνει
και τα δάχτυλά του κυρτωμένα πια από το βάρος των στίχων.
Χέρια και δάχτυλα που τη γραφίδα μόνο γνώρισαν
και μια ψυχή που αποτύπωνε σε ξεθωριασμένους παπύρους
αυτά που οι άλλοι πετούσαν στα απορριμματοφόρα της συνείδησης.
Έψαχνε από τα σκοτάδια του Άδη να σύρει στο φως τη δική του Ευρυδίκη
μα πάντοτε οι Μαινάδες θα τον τεμάχιζαν
και η λύρα του θα επέπλεε σε βρωμερά, λιμνάζοντα νερά.
Ποτέ δεν άκουσε τον έπαινο στις συναθροίσεις όπου αγόρευαν οι ρήτορες
και ουδέποτε οι στίχοι του χαράχτηκαν σε χρυσόδετα κιτάπια.
Στις αμφικτυονίες δεν γνώριζαν τους λόγους του για τα ιερά και τα θεία.
Τι κι αν πολλές ήσαν οι φορές που εξύμνησε της φυλής του το μεγαλείο
και με την τέχνη της ποίησής του πανηγυρικούς έγραψε λόγους
κανείς δεν ενέσκηψε στα γραπτά του.
Αυτοί μόνο τον Πίνδαρο γνώριζαν, τον Όμηρο και τη Σαπφώ
και στεφάνωναν με τους κλάδους της υστεροφημίας
αυτούς που ούρλιαζαν στις αγορές
κι ας μην είχαν κάτι να πουν
παρά μόνο κάτι ακαλαίσθητους και τετριμμένους στίχους
γεμάτους ναρκισσισμό και φωνήεντα.
Αυτός ζούσε αθόρυβα.
Τη φωνή του ελάχιστοι την είχαν ακούσει.
Σε Δελφικούς δεν τον κάλεσαν της ποίησης αγώνες
και σε λαμπρές δεν συμπεριλήφθηκε το όνομά του ανθολογίες.
Πάντα περνούσε απρόσωπος και αταυτοποίητος.
Στα γυμνάσια καθόταν απόμακρα σε σκιερές γωνιές
για να θαυμάσει αθόρυβα το κάλλος των σωμάτων.
Εραστής δεν υπήρξε καμιάς εταίρας και κανενός γραμματιζούμενου κίναιδου.
Συνήθιζε να ζει άηχα κλεισμένος στην κάμαρά του.
Σε ένα μικρό δωμάτιο που, όμως, περίσσευε το φως
και η θάλασσα έφτανε στο μονό κρεβάτι του
φέρνοντας όστρακα σπάνια, καβούρια και ψάρια που μιλούσαν.
Εκεί άφηνε το σώμα του να δοθεί στους ερωτικούς αναστεναγμούς των Μουσών.
Τι κι αν στην πόλη δεν θα τον στεφανώσουν ποτέ
αυτός είναι των Μουσών ο εραστής
και στον ίσκιο των στίχων του αφήνονται να του δοθούν ερωτικά.
στους δρόμους της αγοράς και στη θάλασσα του Φαλήρου
με το πρόσωπό του σκυφτό
και το σώμα του γυρτό σχεδόν να αγγίζει τη γη.
Είχε δυο μάτια ξεπλυμένα από τα πρωτοβρόχια της ποίησης
μα στείρα τώρα πια ποτίζονταν από τις περασμένες ελπίδες.
Νέος -υπήρξε κάποτε φέρελπις- μα με τη φλόγα τώρα στα μάτια να σβήνει
και τα δάχτυλά του κυρτωμένα πια από το βάρος των στίχων.
Χέρια και δάχτυλα που τη γραφίδα μόνο γνώρισαν
και μια ψυχή που αποτύπωνε σε ξεθωριασμένους παπύρους
αυτά που οι άλλοι πετούσαν στα απορριμματοφόρα της συνείδησης.
Έψαχνε από τα σκοτάδια του Άδη να σύρει στο φως τη δική του Ευρυδίκη
μα πάντοτε οι Μαινάδες θα τον τεμάχιζαν
και η λύρα του θα επέπλεε σε βρωμερά, λιμνάζοντα νερά.
Ποτέ δεν άκουσε τον έπαινο στις συναθροίσεις όπου αγόρευαν οι ρήτορες
και ουδέποτε οι στίχοι του χαράχτηκαν σε χρυσόδετα κιτάπια.
Στις αμφικτυονίες δεν γνώριζαν τους λόγους του για τα ιερά και τα θεία.
Τι κι αν πολλές ήσαν οι φορές που εξύμνησε της φυλής του το μεγαλείο
και με την τέχνη της ποίησής του πανηγυρικούς έγραψε λόγους
κανείς δεν ενέσκηψε στα γραπτά του.
Αυτοί μόνο τον Πίνδαρο γνώριζαν, τον Όμηρο και τη Σαπφώ
και στεφάνωναν με τους κλάδους της υστεροφημίας
αυτούς που ούρλιαζαν στις αγορές
κι ας μην είχαν κάτι να πουν
παρά μόνο κάτι ακαλαίσθητους και τετριμμένους στίχους
γεμάτους ναρκισσισμό και φωνήεντα.
Αυτός ζούσε αθόρυβα.
Τη φωνή του ελάχιστοι την είχαν ακούσει.
Σε Δελφικούς δεν τον κάλεσαν της ποίησης αγώνες
και σε λαμπρές δεν συμπεριλήφθηκε το όνομά του ανθολογίες.
Πάντα περνούσε απρόσωπος και αταυτοποίητος.
Στα γυμνάσια καθόταν απόμακρα σε σκιερές γωνιές
για να θαυμάσει αθόρυβα το κάλλος των σωμάτων.
Εραστής δεν υπήρξε καμιάς εταίρας και κανενός γραμματιζούμενου κίναιδου.
Συνήθιζε να ζει άηχα κλεισμένος στην κάμαρά του.
Σε ένα μικρό δωμάτιο που, όμως, περίσσευε το φως
και η θάλασσα έφτανε στο μονό κρεβάτι του
φέρνοντας όστρακα σπάνια, καβούρια και ψάρια που μιλούσαν.
Εκεί άφηνε το σώμα του να δοθεί στους ερωτικούς αναστεναγμούς των Μουσών.
Τι κι αν στην πόλη δεν θα τον στεφανώσουν ποτέ
αυτός είναι των Μουσών ο εραστής
και στον ίσκιο των στίχων του αφήνονται να του δοθούν ερωτικά.