Ανδρέας Πολυκάρπου
Γοργό το βήμα του Πελία τον οδηγεί στο θρόνο.
«Φυλάξου από το μονοσάνδαλο» διεμήνυσε ο χρησμός.
Τον γαλούχησε βλέπεις ο ζωόμορφος Χείρωνας με τα ζωώδη
ένστικτα.
Το βασίλειο του θα παραλάβει του Αίολου ο απόγονος.
Γοργό το βήμα μου ακολουθεί τον ίσκιο της σημαίας.
Το ήξερα. Ήμουνα σίγουρος ότι κάτω από τον ίσκιο της θα
αναπαυόσασταν.
Άλλο χώμα πέρα από το ελληνικό
δεν μπορούσαν να βαστάξουν τα διάτρητα σώματα σας,
τα ξασπρισμένα οστά σας με τη ρετσινιά του Πελία.
Το θρόνο, πρόσκαιρα, σφετεριστήκατε του μονοσάνδαλου.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός». Τον έστησαν στο απόσπασμα του
γαλάζιου ορμητηρίου.
Εφονεύθην την 15η Ιουλίου ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Άγνωστος. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα. Σαν ένα σύμβολο
που παρήκμασε.
Η δημοκρατία χωλαίνει στην ιδέα της Ένωσης.
Όπως τότε που η ιδέα αυτή μάτωσε κάτω από το βάρος της
αγχόνης
και πυρπολήθηκε στα καρβουνιασμένα κρησφύγετα.
Τότε που ανέβαινε με πόδια γυμνά σε κακοτράχαλα βουνά
φωνάζοντας τον καημό των γερμένων κεφαλιών, της αλλοτινής
νιότης.
«Ελληνικέ λαέ η φωνή που ακούς είναι γνώριμη».
Ο μονοσάνδαλος επέστρεψε φέροντας, όμως, την κατάρα του
Αιήτη.
Το χρυσόμαλλο δεν τον σκέπαζε δέρας.
Μόνο τον Πενταδάκτυλο σκέπασαν για πάντα οι βόστρυχοι της
Μήδειας.
Φέροντες όλο το αίμα και τον ιδρώτα των πυρωμένων
ιδεολόγων
που δεν λησμόνησαν, που δεν θέλησαν να ξεχάσουν την αιτία
της αγχόνης.
Τόσοι άνθρωποι, μια χούφτα ιερά οστά, για μια ιδέα.
Τόσα κρησφύγετα στοιχειωμένα από την ανακολουθία της
συνείδησης που ακολούθησε.
Τόσα νεόκοπα κορμιά ρημαγμένα στα οδοστρώματα της
κραταιάς αυτοκρατορίας.
Απέναντι σας μια σειρά από κυπαρίσσια.
Χωρίζουν τις συνειδήσεις σας με των άλλων νεκρών τα
όνειρα.
Ακολούθησα και πάλι τη σημαία.
Όχι τη γαλανόλευκη. Όχι.
Αυτή μόνο τη λευκή που μας την επέβαλαν.
Αυτήν που αποδέχτηκαν οι επιζώντες ιδεολόγοι.
Εις μάτην. Αυτή θα ήταν και η αίτια του μετέπειτα χαμού,
της αδελφοκτονίας.
Εμείς τη γαλανόλευκη μάθαμε να προσκυνάμε.
Αυτήν αναμασούσαμε στο στόμα και με την ιστορία της
τρεφόμασταν.
Την άλλη δεν την ξέραμε. Δεν θελήσαμε ποτέ να τη μάθουμε.
Γύρω της περιφράξαμε τις συνειδήσεις μας και υψώσαμε
τείχη.
Κι εδώ ο Μακάριος εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Φονευμένοι κι εσείς την 15η Ιουλίου από τα χέρια των
ομοαίματων σας.
Ανάμεσα στις ταφικές κλίνες κι ένας άγνωστος.
«Άγνωστος στρατιώτης». Εφονεύθην την 15η Ιουλίου από
κάποιον αδελφό.
Ποιος να ξέρει; Φονευμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Τουλάχιστον εσύ είχες ένα τάφο να ξαποστάσεις. Ένα σταυρό
για προσκεφάλι.
Μια μάνα να σε κλάψει με μια ασπρόμαυρη στα χέρια
φωτογραφία.
Άγνωστος, αταυτοποίητος και άπατρις.
Σαν ένα σύμβολο που δεν θα παρακμάσει ποτέ.
Σαν ένα στοιχειό που θα πλανιέται στην άταφη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου