Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δρουσιώτης Πυθαγόρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δρουσιώτης Πυθαγόρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Νόστος / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Στο Σπίτι μας που ο πόνος τώρα ερήμαξε
κι άγριος βορινός κτύπησε αγέρας
σα φάντασμα παλιό πλανάται η σκέψη μου
όταν σκορπάει το γκρίζο φως της μέρας.

Κι ανάμεσα απ’ τα κίτρινα εκατόφυλλα
κι από το ευωδιασμένο μπουγαρίνι
περνώ σα μια σκιά βουβή κι ανάλαφρη
μα ωχρή και λυγισμένη απ’ την οδύνη.

Και στο παλιό πεζούλι το κισσόπλεχτο
που τα λευκά ολολύζαν  περιστέρια
στέκομαι μια στιγμή κι αναστοχάζομαι
νοσταλγικά, χαμένα, καλοκαίρια...

Κι υστέρα αργοδιαβαίνω στα δωμάτια
που τώρα είναι κλειστά και ρημαγμένα∙
 τα πάντα είναι τριγύρω καθώς τ’ άφηκα
από καιρό μισεύοντας στα ξένα.

Και ξεγλιστρώ σκιά βουβή κι ανάλαφρη
μα ωχρή και λυγισμένη απ’ την οδύνη
ανάμεσα απ’ τα κίτρινα τριαντάφυλλα
κι από το ευωδιασμένο μπουγαρίνι.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟΠΑΖΙΑ ΚΑΙ ΒΙΡΥΛΛΙΑ: Ποιητική Συλλογή του Πυθαγόρα Δρουσιώτη εκδοθείσα το 1982 από τον Κύπρο Χρυσάνθη

Δρουσιώτης Πυθαγόρας (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Δρουσιώτης Πυθαγόρας γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1908 και απεβίωσε το 1986.   Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λονδίνου και άσκησε κυρίως το δικηγορικό επάγγελμα. Εργάστηκε περίπου πέντε χρόνια στο ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών (1934-1939), προτού επιστρέψει οριστικά στη Κύπρο, για να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και στη συνέχεια του καθηγητή μέσης εκπαίδευσης.

Εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές:

"Εκλογή" (1963· περιλαμβάνονται κυρίως παλιότερα ποιήματα του, δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα από το 1930 κ.ε.) και
 "Τοπάζια και βηρύλλια" (1982).

ΚΕΡΥΝΕΙΑ / Δρουσιώτης Πυθαγόρας



Δαντέλες τ’ αφροστέφανο του πέλαου πανηγύρι
κεντά στα βράχια κι όλο ανθούς μαδά στην αμμουδιά
κι η τρυφερή σου ανάμνηση γλιστράει απ’ την καρδιά
ξενιτεμένη μέλισσα που αναζητάει τη γύρη.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Βamboo Village* / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village
κι οι χείμαρροι θα σέρνουν δίχως οίκτο
συντρίμματα καρδιών λησμονημένων
από το περασμένο καλοκαίρι...

Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village
κι ο βορινός αγέρας θα ριπίζει
τα φύλλα που χορεύουν μεθυσμένα
σε αγκάλες χειμωνιάτικων θανάτων.

Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village...
Και κείνες οι ξανθόμαλλες Ελβίρες
με τα κερένια πρόσωπα πού να ’ναι;
Πλάι σε ωχρούς εφήβους που θυμίζαν
ξεθωριασμένους πίνακες του Γκρέκο
σε ποιες ευδίες άραγε λικνίζουν
τα πλανεμένα, μάταια βήματά τους;

Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village
Όμως εγώ γιατί τα αναθυμάμαι
στην τραγική τη μόνωσή μου, απόψε;


* Βamboo Village: «Τουριστικό ξενοδοχείο ανάμεσα
στα πεύκα της Βουλιαγμένης» στην Αττική,

όπου ο ποιητής συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του

H μπαλάντα του φθινοπώρου / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Θέλω ν’ ακούω τη βροχή να κλαίει αργά στη σέρα,
καθώς θα σβήνεται ήρεμη, χλωμή του Νιόβρη η μέρα,

όταν στου σκοτεινού κισσού τα βελουδένια κλώνια
θ’ αναζητούν καταφυγή τ’ ανήσυχα τριζόνια·

κι απ’ την ανάσα του βοριά μια κρύα ανατριχίλα
θα στρώνει πέρα των ξανθών των πλατανιών τα φύλλα·

και τα πουλάκια απ’ τις σκεπές θα φεύγουν ολοένα
από άνεμο κι από βροχή μαζί κυνηγημένα.

Θέλω ν’ ακούω τη βροχή να κλαίει αργά στη σέρα
και να μουσκεύει των κλαδιών την ξέθωρη παντιέρα.

Κι εγώ που κράτησα βαθιά μια ανείπωτη χαρά μου,
μια μυστικότατη χαρά, θα τη σκορπίσω χάμου.

Κι όσα μου δέσαν φυλαχτό τα πράα τα καλοκαίρια
σε φέγγη βραδινά αττικά, σε ονειροχαραμέρια,

για χάρη σου, φθινόπωρο, θα τ’ απολησμονήσω·
έλα να πάρεις την καρδιά, δεν θα σου αντιμιλήσω.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΣΕΡΕΝΑΤΑ / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Ήρθες μες στη ζωή μου μια βραδιά
σαν άρωμα υακίνθου ευωδιασμένου∙
ήρθες ν' αναταράξεις την καρδιά,
μελτέμι τη σμαράγδινη αμμουδιά
ενός ακρογιαλιού λησμονημένου.

Εσύ με τον Απρίλη στα μαλλιά,
με τους χρυσούς βοστρύχους στους κροτάφους,
κι εγώ σκιά σκιάς απ' τα παλιά,
που ανήσυχη πλανιέται — τρισαλιά! —
απάνω απ' των ονείρων της τους τάφους.

Τα χείλη μου, τ' αφίλητα καιρούς,
να 'ξερες πώς πρόσμεναν το φιλί σου!
Κι ο ήχος της παράξενης φωνής σου,
Που 'μοιαζε σαν αντίλαλος αβύσσου,
ανάστησε τους μέσα μου νεκρούς.

Μα έφυγες όπως ήρθες μια βραδιά,
σαν άρωμα υακίνθου ευωδιασμένου
και τώρα μες στα στήθια τα βαριά
χιμά ο λυγμός να πνίξει την καρδιά,
σαν κύμα ακρογιαλιού λησμονημένου.