Στο Σπίτι μας που ο πόνος τώρα ερήμαξε
κι άγριος βορινός κτύπησε αγέρας
σα φάντασμα παλιό πλανάται η σκέψη μου
όταν σκορπάει το γκρίζο φως της μέρας.
Κι ανάμεσα απ’
τα κίτρινα εκατόφυλλα
κι από το ευωδιασμένο μπουγαρίνι
περνώ σα μια σκιά βουβή κι ανάλαφρη
μα ωχρή και λυγισμένη απ’ την οδύνη.
Και στο παλιό πεζούλι το κισσόπλεχτο
που τα λευκά
ολολύζαν περιστέρια
στέκομαι μια στιγμή κι αναστοχάζομαι
νοσταλγικά, χαμένα, καλοκαίρια...
Κι υστέρα αργοδιαβαίνω στα δωμάτια
που τώρα είναι κλειστά και ρημαγμένα∙
τα πάντα είναι τριγύρω καθώς τ’ άφηκα
από καιρό μισεύοντας στα ξένα.
Και ξεγλιστρώ σκιά βουβή κι ανάλαφρη
μα ωχρή και λυγισμένη απ’ την οδύνη
ανάμεσα απ’ τα κίτρινα τριαντάφυλλα
κι από το ευωδιασμένο μπουγαρίνι.