Σαν ετζιοιμούμουν τζια μπροού, στο όρομά μου εία
τούτα που μας λαλούν τωρά, τούτα που αγροικούμεν
τζιαι πως μας αρωτήσασιν μάνα μ’ αν σ’αγαπούμεν.
Τζιαι μ’ έναν στόμαν είπαμε, όσ’ είμαστεν αντάμα
με έναν ενθουσιασμό τζι’ έτοιμοι για το κλάμα,
γιατί να μεν σε θέλουμεν, να μεν σε σεβαστούμεν,
ως μάναν μας χωρίς εσέν, πού να εισακουστούμεν;
Δίχα τη μανα ποιος ιζιεί τζι εν’ ευχαριστημένος;
Αμάν εν’με τη μητριάν εν’ πικραναγιωμένος.
Ακούει λόγια φατσιητά πάντοτε που την θκειάν του
τζί έσιει έναν πόνον μέσα του τζιαι κλαι’ με την καρκιάν του
τζιαι κάθε ώραν μάνα μου, αχ μάνα μου φωνάζει
τζι άμα ΄ννα κόψει μόνος του, κλαίει τζι αναστενάζει.
Εν έσιει μάναν το παίδι τζι εν’ η καρκιά του μαύρη
τζιαι πατωμένη πείσματα τζιαι ζυμωμένη κάγρι.
Τζιαι τούτον εν το ίδιον, ούλοι να το σκεφτούμε,
την μάνα μας να θέλουμε τζιαι να την απαιτούμε.
Εν το λαλούμε φανερά, ‘μπόδίζει μας ο νόμος
αλλά εγιώ ελάλουν το στο όρομάν μου όμως.
Τες τελευταίες μου στιγμές πού ‘ννα ψυχομασιήσω
αγαπημένη μου πατρίς αθθύμιον ενν’ αφήσω.
Είπα που ‘ννα ψυχομαχώ, που ‘ννα ‘ρτω σ’ έτσι χάλι
ζήτω Ελλάς αθάνατη εννά φωνάξω πάλι.