ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ
.
Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
τριάντα τρία τώρα χρόνια,
η πόλη μου.
Πώς ν’ ανασαίνει μέσ’ στον πνιγερό αγέρα;
Και πού ν’ απλώσει τα μαλλιά της να στεγνώσουν;
Τα βλέφαρά της δεν αντέχουν
τόσο φως.
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα επιμένουν
ν’ ανθίζουν στο Ακταίο.
Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα.
τα χέρια της ματώνουν
και ποιος να της γιατρέψει
τις πληγές;
Ποιος να στεγνώσει τις ροές
των δακρύων;
Ποιος άραγε θα σταματήσει το κακό;
Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
κανείς δεν αφουγκράζεται
την αγωνία της,
ούτε δικοί και μήτε ξένοι.
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα ανθίζουν στο Ακταίο,
όπως και τότε,
που αλλόφρονη μια πόλη,
π πόλη μου,
έτρεχε μέσα στα σοκάκια
και τα μαλλιά της ανέμιζαν
μέσ’ στο χαλασμό
κι ακούγονταν
οπλές αλόγων και καμπάνες
κι οι στέγες έπαιρναν φωτιά
και τσουρούφλιζαν την καρδιά της.
Ολούθε παραμόνευε
ο Φόβος και η Απόγνωση
στα καλντερίμια.
Δεν πρέπει να θυμάται
η πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
τις γοερές κραυγές του Αίαντα,
μήτε το θρήνο
των παιδιών της.
Τριάντα τρία χρόνια μέσ’ στο συρματόπλεγμα
η Αμμόχωστος
ονειρεύεται ριπές ανέμων.
Όλο γυρεύει λυτρωμό.
Θέλει αλήθεια να ξεχάσει
τον ξεριζωμό.
.
ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
.
Φύλαξε το κλειδί. Είναι του σπιτιού.
Όταν θα πας, ν’ ανοίξεις.
Σε τόπο φύλαξέ το σίγουρο
και κάπου- κάπου να το καθαρίζεις.
Δεν πρέπει να σκουριάσει.
Να’ ναι έτοιμο, μόλις σας πούνε
να γυρίσετε...
Έχω κλειδώσει δυο φορές την ξώπορτα.
Πρέπει να την τραβήξεις προς τα έξω,
μην ξεχάσεις...
Εγώ δε θα γυρίσω, όπως το λογάριαζα.
Εσύ θα πας.
Θα ξαναδείς το περιβόλι και την καρυδιά
που φύτεψα...
Πρόσεχε το κλειδί.
Η αυλή μας θα μοσκομυρίζει
γιασεμιά.
Το κλήμα θα’ χει σίγουρα καρπό...
Μόνο που χρόνια τώρα έμεινε ακλάδευτο.
Όταν θα πας, να φέρεις το Μηνά να το κλαδέψει.
Και μην ξεχάσεις τα βασιλικά στη γλάστρα.
Θα’ ναι όμορφα, Χαρά Θεού, μες στην αυλή μας.
Μην κλαις.
Μονάχα το κλειδί να το φυλάξεις καλά.
Ξέρεις τι δυσκολία θα’ χεις, αν το χάσεις;
Πού να’ βρεις μάστορη να σου αλλάξει κλειδαριά,
όταν στην Πόλη θα γυρίσεις».
.
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ
.
Ποιητή,
δεν ήρθε ακόμα ο μαντατοφόρος
σε τούτο το αφρογέννητο
νησί.
Ακόμα οι Πύλες τ’ουρανού
κλειστές
και το σκοτάδι της σκλαβιάς
πυκνώνει.
Το σπίτι που “πάει να γίνει φυτό”
χορτάριασε.
Ο Λουίζος κοιμάται στο Φικάρδου
μακρυά
απ’την αμμοχωσμένη πόλη του
την πόλη που κι εσύ αγάπησες.
Ο Τεύκρος κλαίει τον σπαθοκομμένο
Αίαντα
στο θέατρο της Σαλαμίνας
Νύχτα και μέρα…
Όμως εμείς περιμένουμε
“Νήσος τις έστι”.
.
(αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη για το “Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν)
.
ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΓΙΑΤΙ
.
Ποιο αέτωμα σε κράτησε
μετέωρο
παιδί με τα ξανθά μαλλιά
μέσα στο χαλασμό;
Ποιο χέρι ανίερο
σκόρπισε τη φωτιά
όπου λαμπάδιασε
το νεανικό κορμί σου;
Ποια φλόγα πύρινη
πήρε το σφρίγος
την ανεμελιά
το κάλλος;
Κι έμεινες να αιωρείσαι
στο κενό
ανάμεσα ουρανού και γης
μ’ ένα σωρό γιατί…, γιατί…
.
(αφιερωμένο στον άγνωστο νεκρό του βομβαρδισμού στην Αμμόχωστο, το 1974)
.
Tα ποιήματα ‘’ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ’’, και ‘’ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΓΙΑΤΙ’’ ανήκουν στη συλλογή της Κλαίρης Αγγελίδου με τίτλο “Μαρμαρυγή”, Εκδόσεις Εν Τύποις, 2017