Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φάνος Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φάνος Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Ωδή πενιχρή στη Λευκωσία



Τώρα μένει μόνο η μοναξιά,
στην πολιτεία παντοκρατόρισσα∙
και τα πολύφωτα κι οι πολυέλαιοι
κι οι παιδικές φωνές λιγοθυμούν
κι η σάλα της ψυχής μας μόνη – μένει –
κι άφωτη – σαν κάμαρα νεκροτομείου
τη νύχτα... σαν σκελετός που τον
παράτησαν οι σάρκες,
– το χώμα τού πήρε ακόμα και τη στίλβη
και φαντάζει λασπωμένος και φριχτός.
Πικρή πολιτεία – ξένη με τους ξένους
ζωσμένη τείχη, συρματοπλέγματα και
machine guns
μα στιβαρή,
ακατάλυτη – γενναία.
Δώσε μου τη δύναμη – πόλη που με γέννησες∙
να τραγουδήσω το έπος σου.
Είμαι ελεύθερος – ένα περήφανο πουλί –
μακριά από βέβηλες – βάρβαρες – παγίδες.
Κοίτα με! Τα βήματά μου κροταλίζουν
σταθερά στην άσφαλτό σου...
Μουσικές νότες ηχούν στον υγρό σου αέρα
λειψές – σβηστές...
μα εμένα με ραίνουν
Λευκωσία
με μνήμες θαμβωτικές,
από κίτρινα ρόδα...
από λευκές φτερούγες αγγέλων...
από τη φλόγα των βιολετιών
ματιών της Άννας μου
να μου καρφώνει τα μάτια...
σαν σμαραγδιά θάλασσα
σπαρμένη χρυσαστέρια και πάθος

Μα πάλι και πάντα
εσύ Λευκωσία δεσπόζεις!
Έρχεσαι – χάνεσαι – γυρίζεις –
στροβιλίζεσαι – χορεύεις τον ηρωικό χορό σου
πίνεις – μεθάς από τον ίλιγγο του πάθους σου –
μας χαϊδεύεις το μέτωπο...
Εσύ – πριγκιπέσσα μου εξαίσια –
εσύ – Λευκωσία – δυνατή – ακατάλυτη
αλύγιστη.

machine guns:
οπλοπολυβόλα

Γιώργος Φάνος (βιογραφία)

(Λευκωσία, 1918 - Πάφος, 1994) σπούδασε ιατρική στην Αθήνα (1935) και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στην Αμμόχωστο (1942-1974) και ακολούθως στην Πάφο. Δημοσίευσε πεζογραφήματα με το ψευδώνυμο: Σύλβιος Μιράντης

Ποιητικές Συλλογές: 


  •  Στον Μακάριο Γ ́, 1959 
  • Βορά στη Μπόρα , 1965

συνεργασίες του φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σε ελλαδικά και
κυπριακά έντυπα

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΑΓΧΟΝΗ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

Κίτρινες νύχτες του Νοεμβρίου. 
Ατμοί από θειάφι κι΄ ανήμερους ίμερου.
Ωχρό λείψανο,το κερί των ιερέων,
η σβηστή ψαλμωδική φωνή τους
δάκρυα,λυγμοί,μάταιοι θρήνοι. 

Τρυπάς τη γη με τα σπασμένα, 
κατάλευκα δοξάρια των οστών σου.
Απ'  τις λιωμένες σάρκες σου
μια γιασεμιά γεννήθηκε 
λευκοντυμένη νύφη, 
στολίδι και πληγή για το κορμί σου .

Ξερή πολιτεία, εγκαταλελειμμένη,
λευκοί σταυροί.
-σιωπηλά κυπαρίσσια- 
άδειοι ομιχλώδεις ουρανοί. 

Όταν έφυγες έζησα πολύ κοντά στην τρέλλα
οδοιπόρησα σκληρά,
πλήγωσα τα πόδια
μέσα σε λίμνες αιχμηρές. 
Όταν έφυγες, 
έμεινα μόνος 
δίχως νερό,δίχως έρωτα, δίχως πίστη. 

Όταν σου διάβασαν τις τελευταίες ευχές 
έσπασε- σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους
η ζωή μου.
Λυδία, δεν μπορείς να δεις 
τις χαρακιές στο δέρμα,
-αφού οι γαλαζοχάντρες των ματιών σου
έγιναν χώμα. 
Τ΄ ατσαλένια μου φτερά τσακίστηκαν.