Τώρα μένει μόνο η μοναξιά,
στην πολιτεία παντοκρατόρισσα∙
και τα πολύφωτα κι οι πολυέλαιοι
κι οι παιδικές φωνές λιγοθυμούν
κι η σάλα της ψυχής μας μόνη – μένει –
κι άφωτη – σαν κάμαρα νεκροτομείου
τη νύχτα... σαν σκελετός που τον
παράτησαν οι σάρκες,
– το χώμα τού πήρε ακόμα και τη στίλβη
και φαντάζει λασπωμένος και φριχτός.
Πικρή πολιτεία – ξένη με τους ξένους
ζωσμένη τείχη, συρματοπλέγματα και
machine guns
μα στιβαρή,
ακατάλυτη – γενναία.
Δώσε μου τη δύναμη – πόλη που με γέννησες∙
να τραγουδήσω το έπος σου.
Είμαι ελεύθερος – ένα περήφανο πουλί –
μακριά από βέβηλες – βάρβαρες – παγίδες.
Κοίτα με! Τα βήματά μου κροταλίζουν
σταθερά στην άσφαλτό σου...
Μουσικές νότες ηχούν στον υγρό σου αέρα
λειψές – σβηστές...
μα εμένα με ραίνουν
Λευκωσία
με μνήμες θαμβωτικές,
από κίτρινα ρόδα...
από λευκές φτερούγες αγγέλων...
από τη φλόγα των βιολετιών
ματιών της Άννας μου
να μου καρφώνει τα μάτια...
σαν σμαραγδιά θάλασσα
σπαρμένη χρυσαστέρια και πάθος
Μα πάλι και πάντα
εσύ Λευκωσία δεσπόζεις!
Έρχεσαι – χάνεσαι – γυρίζεις –
στροβιλίζεσαι – χορεύεις τον ηρωικό χορό σου
πίνεις – μεθάς από τον ίλιγγο του πάθους σου –
μας χαϊδεύεις το μέτωπο...
Εσύ – πριγκιπέσσα μου εξαίσια –
εσύ – Λευκωσία – δυνατή – ακατάλυτη
αλύγιστη.
machine guns:
οπλοπολυβόλα