Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΑΤΡΙΔΑ / Διανέλλος Μάριος


.
Φορητά τηλέφωνα
και Ασιάτες δούλους,
Ιαπωνέζικα αυτοκίνητα
και Ρώσσους τουρίστες,
Ιταλικά – Μεξικάνικα – Κινέζικα,
Ινδικά εστιατόρια
και αλλοδαπούς επενδυτές,
φώτα εκτυφλωτικά,
φώτα πάνω στ’ αυτοκίνητα,
φώτα κάτω απ’ τα αυτοκίνητα,
φώτα μέσα στα μυαλά τους,
κάρτες πιστωτικές,
κάρτες προσωπικές,
κάρτες χριστουγεννιάτικες,
τηλεοπτικά κανάλια,
τουρκικές σειρές,
διεθνείς παραγωγές,
Kentucky, Pizza Hut, McDonalds.
.
Ρε πατρίδα,
πως σε καταντήσαμε,
πώς σε ξεφτηλίσαμε,
πώς σε χαραμίσαμε,
πώς σε ξεπουλήσαμε.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ, ΜΕΤΑΪΣΤΟΡΙΚΟ / Θεοχαρίδου Ιάνθη



Ποιητή με την εφτάχρονη
συνένοχη σιωπή
με τις καψαλισμένες τες κεραίες
ως πότε θε ν’ αναμασάς
τες πικροδάφνες;
Χρόνια περίμενα να δεις
να στείλεις ένα σήμα
σωστικό, στο διχασμό.
Τώρα με την καρδιά μισή
σου δίνω μια αμμόχωστη λωρίδα
δυο χελώνες αγνοούμενες
να φτιάξεις άρμα ποίημα
να ενώσεις τον παλμό
να οργώσουμε τα κατεχόμενα.

ΓΥΝΑΙΚΑ / Τέμβριου Αθηνά



Η γυναίκα απλώνει την ψυχή της στη γη
σαν ρίζα που τρέφεται μες στους αιώνες.
Σέρνει τους δόλιους και τους τρελούς
μέχρι τα τρίσβαθα της αγάπης.
Το δίκαιο κάτω απ’ τον ήλιο
το ζυμώνει με χέρια γυμνά, με
συμπόνια κι ένα γέλιο που ξεμένει
κουρασμένο πίσω απ’ τον πόνο.
Το ψήνει στην πρώτη φωτιά που
της δόθηκε πριν τον μύθο.
Ταΐζει τις κόρες της γης,
να προλάβουν να φτάσουν,
ανατέλλοντας μέχρι τη δύση.

ΔΙΨΑ / Χατζήπαπα Βασίλκα



Τυχαίνει
στην ερημιά
πλανόδιος οδοιπόρος
διψασμένος
κρυστάλλινη πηγή
να προσπεράσει
παίρνοντάς την
για οφθαλμαπάτη.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΒΡΟΧΗΣ/ Χατζήπαπα Βασίλκα


.
Νοστάλγησα τη βροχή
Και την υγρή σκιά της.
Τον αέρα που φωτίζει.
Της βαλανιδιάς την ευωδιά
και των κουκουναριών.
Το φως που
από τα φύλλα
της λεύκης κυλά.
Τις σταγόνες στο μέτωπο
που κουβαλούν της λήθης δροσιά.
Την πάχνη του φθινοπώρου νοσταλγώ
την ανάσα του παγωμένου λιβαδιού.
Τη νοσταλγώ και την προσμένω.
Εκείνη τη βροχή.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Γ. Έντεκα [11] ποιήματα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και από την ενότητα : Υγιή Προιόντα! ...του Δημητρίου Γκόγκα / (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 


 


ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Όταν κοιμάσαι,

βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα

και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου.

 

Να ξέρεις εγώ

(ναι εκείνο το εγώ μου)

Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα

και να ψάχνω την Αφροδίτη.

Είμαι ερωτευμένος

γιατί ξεχνώ στο μέτρημα.

Κι ύστερα πάλι απ΄ την αρχή

(τελετουργίες της νύχτας)

 

Να ξέρεις εγώ,

Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις.

Μιλώ όλο και λιγότερο.

Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής

και σηκώνω το χέρι για βοήθεια.

Αγκίστρι της αγάπης.

Πως η σιωπή είναι το δόλωμα

και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα

στους γαλαξίες της.

(τελετουργίες της ποίησης)

 

 

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αφθονία του άρτου ήταν εμφανής,

ακόμα και σε περιόδους πολέμων.

Οι στρατιώτες δεν έσκαβαν χαρακώματα.

Έχτιζαν τοίχους με προζύμι.

 

Την μέρα ο ήλιος φούσκωνε το ζυμάρι.

Κάθε που έπεφταν βόμβες

χώριζε η κόρα από την ψίχα.

 

Ήτανε εκείνη η στιγμή

που έτρεχαν οι άνθρωποι κι άρπαζαν

άλλοι την κόρα και άλλοι την ψίχα.

Γέμιζαν οι αποθήκες ψωμί.

Πόσο ψωμί μπορεί να χωρέσει στις αποθήκες!

 

Οι καθ΄ όλα επιστάμενοι κατανόησαν και τούτο πρόβλημα.

Στην συνεδρίαση της ογδόης υπέγραψαν

-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-

να μην γίνει άλλο ψωμί.

 

Οι στρατιώτες τώρα δεν χτίζουν τοίχους με προζύμι.

Χτίζουν τοίχους με τα σώματα τους.

Κάθε που πέφτουν βόμβες, γεμίζουν τα χαρακώματα.

 

Οι άνθρωποι τώρα τρέχουνε να σκεπάσουν τα χαρακώματα.

-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-

 

Το λιγοστό ζυμάρι που απόμεινε

συνηθίζεται να το σταυρώνουν.


ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ

 

Στα σώματα των νεκρών ηρώων,

που στέκονται ακίνητα από φτυαριές χωμάτων και άσπρα μάρμαρα.

Στα σώματα αυτά που κάποτε γερνούσαν, μα τώρα για δείτε

δείτε νεκροί μου άνθρωποι, δεν γερνούν μαζί μας,

θ΄ απλώσω τις ισοτιμίες της ζωής, νεκροσέντονα.

Ίση δικαιοσύνη, ίση εξουσία, ίσοι μπροστά σε όλα

Μα τούτες οι ισοτιμίες της ζωής ξεπεράστηκαν,

και μοιάζουν τόσο μακρινές ηδονές.

Τώρα οι άρχοντες εκπληρώνουν την εκπόρνευση

και ανασκάπτουν τους τάφους μας

και πετούνε τα άσπρα μάρμαρα

με μια  μαύρη απλή γραφή

και το πρόθεμα που μας πληγώνει : αν

 

αν- ιση δικαιοσύνη,

αν- ιση εξουσία,

αν- ισοι μπροστά σε όλα

 

 

 

ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ

 

Ας φυλλομετρήσουμε

τους νεκρούς μας

και σήμερα

ταΐζοντας

τα πρόβατα

με παχιές

ειδήσεις

λίγο πριν

νηστέψουμε

και κοινωνήσουμε

με το αίμα

και το σώμα

του Κυρίου

Ημών και

Υμών.

Στο ένα χέρι

 κρατώ τον καφέ

στο άλλο

το μικρό παιδί.

Φύγαμε

για την παραλία.

 

Το μικρό παιδί

τραγουδούσε:

 

"Μια και είμαι εγώ παιδί

ξέρω πάντα να γελώ

 χαρωπά τα δυο μου

χέρια τα χτυπώ."

 

Μέχρι τώρα είχα μετρήσει είκοσι.

 

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ

 

 

Χιόνι

 

Σπογγισμένο αίμα

που στράγγιξε

κι έγινε λάβα που καίει

στα σπλάχνα της.

Κάποτε,

μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 

γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 

Καίει ότι την πόνεσε.

Κι ύστερα

στάχτη

και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.


 

Βροχή

 

Κάθε χρόνο

την ίδια μέρα,

μικρή ώρα δειλινού,

βρέχει.

Επέτειος θλίψης,

απώλειας

και χωρισμού.

 

Ρίγη στα μάρμαρα.

Μια ξαφνική μπόρα,

τον ύπνο των νεκρών ταράζει.

 

Ιδρώτας

 

Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.

Είπες : Με το παραπάνω

και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση

με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.

Τώρα ήρθε η σειρά της.

Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,

οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα

-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-

Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.

Και πάλι χρέος.

Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.

 


Γάλα

 

Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.

Εγώ στους δρόμους.

Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο

με άλλους συντρόφους και δεν

ανταλλάσαμε κουβέντα.

Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.

Απορούσα βέβαια ,

καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.

 


Αίμα

 

Είναι στη μοίρα μας.

Έτσι να πεθάνουμε.

Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.

Όταν τα δένδρα θα διψούν,

θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,

το αίμα  μας να πιούνε.

 


ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΠΟ ΘΛΙΨΗ

 

 

Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη. 

Η απαλή μυρωδιά της

απλώνεται  σαν διάφανο  ρούχο γυναίκας

σ΄ ένα ατσάλινο  σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια

μα δεν στεγνώνει.

Κάθεται ανέμελη

πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών  του  κήπου μας

και άμοιρα εκείνα,  την αγκαλιάζουν 

έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν, 

για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος.

Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,

με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά, 

ρυθμικά, 

σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,

φεύγει και χάνεται

γίνεται,

φύλλο

ένα αστέρι,

σύννεφο

γίνεται χρόνος

χάνεται.

 

Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου,

μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες

άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε.

Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,

παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες

απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους

πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.


Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς. 

Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.

 

Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,

στις αδειανές κάμαρες,

στους απελπισμένους δρόμους μας ,

στους τάφους των δωματίων μας.

 

Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,

κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,

να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας

και να μου ανοίξει ένα χθες.

Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.

 

Μα είναι η θλίψη!

Πως πάλι με πρόλαβε;

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Θρυμματισμένο το χαμόγελό σου.

Έρχεται χειμώνας μου είπες στα χείλη σου

και το φιλί σου θα ναι παγωμένο.

 

Θυμάμαι πως φοβόσουν πάντα τον χιονιά

κι έτρεμες σαν έβλεπες πουλιά καρφιτσωμένα, 

στους πάγους της λίμνης μας.

Όπου έπινε σιωπηλά νερό

το λαβωμένο ελάφι της Άρτεμης.

 

Βέβαια θνητή μου λυπημένη αγάπη,

σου εξήγησα όταν έβρισκα καιρό

και δραπέτευα από στίχους

και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου,

ότι ο χειμώνας περνά πάντα με υπομονή.

 

Κι ας μ΄ αγαπούσες επιτέλους λιώνοντας τους πάγους, 

στα χείλη σου, 

με ότι απόμεινε από το κορμί που πύρωσε,

από τον θάνατο του χρόνου.

 

 


ΕΛΠΙΔΑ

 

Επισκεπτήριο συνήθης ώρα χαράς θεού.

Μέρα Μεσημέρι!

Ένα σύννεφο λιπόσαρκο κοιμάται στη μέση τ΄ ουρανού,

έτοιμο να γίνει πούπουλο και στάχτη

κι όχι βροχή, όπως θα περίμενε ο κόσμος.

 

Ο αγέρας μουχλιασμένος μπαινόβγαινε στα σωληνάκια.

Αλίμονο μας κρύωνε και κλείναμε τα βλέφαρά μας.

Οι ασθενείς ξεψυχούσαν απ΄ την ανία της ζωής.

 

Το άσπρο σεντόνι πάντα αδιάβροχο.

 

Και κείνη η καυτή ανάσα

σαν σφύριγμα ζωής μέσα σε χαραμάδα.

 

Εσύ λες ελπίδα. Εγώ μια μέρα που έφυγε. Παγίδα του χρόνου.

Πέτρες οι ώμοι μου ουρανέ! Βουνά που κουβαλώ,

στον πόνο και την μοναξιά μας.

 

Τελειώνει η σκηνή. Πέφτει η αυλαία. Όλοι στον πρύμνη.

Μπαλώνουμε το δέρμα μας σήμερα.

 


ΦΟΒΟΣ

 

 

Λέω πως ζω

κι όταν με ρωτούν πως τα πάω

απαντώ

"σπίτι - δουλειά

δουλειά-σπίτι"

Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια

με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες

Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα

αποφεύγω τον σκύλο που μισώ

δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο

κατοικούν μέσα του Κέρβεροι

κι ένας Προκρούστης

που θέλει δουλειά.

Αν του την δώσω τι θα λέω

όταν με ρωτούν αν ζω;

Ζω σπίτι;

 

 

 

 

ΠΟΣΟ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ

 

Δεν ξεχώριζαν οι εποχές,

σαν μου έλεγες: θα πεθάνω.

Εγώ περίμενα υπομονετικά,

πίσω από την κρυφή συμπόνια μου

τον θάνατό σου.

Πόσο με βόλευε ο θάνατός σου!

 

 Η αγάπη μου ήταν τυλιγμένη

μέσα στο σάβανό σου,

πριν ακόμα πεθάνεις.

Και μ΄ αυτό σε έντυσα.

Με την αγάπη μου.

 

Θυμάσαι αγάπη μου, το σάβανό σου;

Άσπρο κεντημένο με εικόνες αγίων

από το παζάρι της Τρίτης. Κάθε Τρίτη

 στην Κεντρική πλατεία.

 

Πέμπτη μου έλεγες σταυρώθηκε

και εγώ σου ψιθύριζα:

 ναι αλλά και Πέμπτη πέθανε.

 

Δεν περίμενα ποτέ το Σάββατο

να σε αναστήσω.

 

Το χέρι μου, αχρεία προέκταση τι σου πρόσφερε;

 Μια φτυαριά χώμα και ένα χτύπημα πίκρας στον τάφο.

 

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

 

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει

βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα

μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει

Μερικές φορές κοιτά

με την άκρη του ματιού του την γυναίκα

που κοιμάται δίπλα του

και πιάνει την καρδιά του

Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος

Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα

 

Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων

μπορεί να δει πιο καθαρά

τους δικούς του που έφυγαν,

τους άλλους που κοιμούνται

και κείνους που έρχονται

για να γεράσουν μαζί του.

Όταν τον παίρνει ο ύπνος

είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό

αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του

πεταρίζει ένα μικρό πουλί

έτοιμο να του κλείσει τα χείλη

να του αρπάξει με το ράμφος

την άκρη του σκεπάσματος.

 

Φοβάται πολύ

τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου: Μέχρι τώρα τα πήγαμε καλά καλύτερα και απ’ ότι περιμέναμε...

 


Εις  Μνήμη Γαρουφαλιάς (της μικρής Ελληνίδας σκλάβας από τα Ψαρά )

 

Πέταξες απ’ την Παλιά στη Νέα Γη κυνηγημένο και έντρομο πουλί

κι’ ήλθες και κρύφτηκες στην αγκαλιά  μας·

΄Ανθισες σαν λουλούδι στην καρδιά μας

για να ξαναχαθείς από μπροστά μας

όπως ουράνια μουσική

 που  μας ακούμπησε για μια στιγμή

και  ύστερα κρύα του τάφου σιωπή .

 

ΥΓ.  Η Γαρουφαλιά πουλήθηκε σκλάβα μετά την καταστροφή των Ψαρών το 1824 . Αγοράστηκε από ένα Αμερικανό , μεταφέρθηκε στην Αμερική , όπου και πέθανε στα 12 της χρόνια .


**


                              Ο  ΧΡΟΝΟΣ

Ήταν ο μόνος που τον φοβόσουν

γιατί  τόξερες καλά

όπου και να  κρυβόσουν

την καίρια στιγμή

θα σε πετούσε στη σκηνή

να αντιπαρατεθείτε γυμνοί

Αυτός και Εσύ

Εσύ και Αυτός

ο άλλος σου Εαυτός !

***


                                                 ΤΟ ΜΕΤΑ

Μέχρι τώρα τα πήγαμε καλά

καλύτερα και απ’ ότι περιμέναμε.

Τα καταφέραμε να είμαστε διαρκώς στα πράγματα

και να φιγουράρουμε στα πρώτα ονόματα

μια εκείνοι ,μια εμείς βρισκόμαστε διαρκώς στη σκηνή

και δεν διαμαρτύρεται κανείς μιας και όλοι από κάτι παίρνουμε.

Προς το παρόν αισθανόμαστε διασφαλισμένοι

η θέση μας  είναι πολλαπλώς κατοχυρωμένη

Ίσως τα καταφέρουμε και για το μετά.

Όσον και να φαίνεται πολύ μακριά

ολίγον τι απρόβλεπτον θα βρούμε τρόπο

να το παρακάμψουμε και αυτό.

Στο κάτω κάτω πήραμε τον λουφέ

χαρήκαμε για λίγο τον αέρα στις κορφές

δεν θα σκάσουμε και για το μετά

αν κάποια στιγμή ανακαλυφθεί

πως δεν είμαστε για τα πολλά,

φτάνει που τώρα τα πήραμε

έστω και δια της πλαγίας

στην κορφή ανεβήκαμε!

 


Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη : Δοκίμιο της Αναστασίας Βάρελη

 


 


Εισαγωγή:

     Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην ανάλυση συγκεκριμένων αποσπασμάτων του ποιητικού έργου ‘’Το Μονόγραμμα’’ του Οδυσσέα Ελύτη.  Σε αυτά τα αποσπάσματα υπάρχουν λέξεις-σύμβολα, που ο ποιητής απογυμνώνει την παραδοσιακή τους έννοια, προσδίδοντας τους μια αναζωογονημένη διάσταση, μέσω των δικών του αντιλήψεων για την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπινου όντος και της ζωής. Εν συνεχεία, θα γίνει καταγραφή κάποιων νέων ηθικών νορμών που εισάγει ο ποιητής μέσω του συγκεκριμένου ποιήματος, συγκριτικά με ορισμένες παραδοσιακές-συντηρητικές κοινωνικές νόρμες που αφορούν το ερωτικό συναίσθημα, το οποίο είναι διάχυτο σε όλο το ποίημα.

Εισαγωγικά στοιχεία του ποιήματος:

Η λέξη ‘’μονόγραμμα’’ αποτελεί το σύμπλεγμα δύο ή περισσότερων γραμμάτων για την δημιουργία μιας σφραγίδας. Έτσι, ο τίτλος παραπέμπει στο αρχικά γράμματα των ονομάτων του ποιητή και της κοπέλας για να σφραγισθεί ο έρωτας τους για πάντα.

Είναι ένα ερωτικό ποίημα, γεμάτο πάθος, αποπνέοντας ταυτόχρονα νεανικότητα. Αποτελεί ουσιαστικά, την ερωτική εξομολόγηση  του ποιητή προς μια κοπέλα, η οποία είναι υπαρκτό πρόσωπο χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα της. Η κοπέλα αυτή έχει πεθάνει αλλά ο ποιητής δεν γράφει τις αιτίες θανάτου της.

Eπίσης, το ποίημα αυτό διαφοροποιείται από προηγούμενα ποιητικά έργα του Ελύτη, καθώς σε αυτό δεν υπάρχει το στοιχείο της έντονης σεξουαλικής ορμής, αλλά η αναζήτηση της αμοιβαίας αφοσίωσης (MarioVitti 1984:315).

Σε όλο το ποίημα υπάρχει αριθμητική πειθαρχία με την διάρθρωση του σε επτά ενότητες με αυξομειούμενο αριθμό στίχων, πάντοτε πολλαπλάσιο του επτά με συμμετρική διάταξη: επτά στίχοι η πρώτη ενότητα, είκοσι ένας η δεύτερη, τριάντα πέντε η τρίτη, σαράντα εννέα η τέταρτη, τριάντα πέντε η πέμπτη, είκοσι ένας η έκτη και επτά η έβδομη. Αυτή η αυστηρή αριθμητική πειθαρχία αποβλέπει στο να ελεγχθεί και να υποταχθεί ότιαπό την φύση του τείνει να είναι διάχυτο , ατίθασο και απειθάρχητο, το ερωτικό συναίσθημα (ΜarioVitti 1984:316).

 

Ανάλυση στίχων: 

 

                                    ‘’Θα πενθώ πάντα-μ’ακούς;- για σένα,

                                    μόνος, στον Παράδεισο’’

Ο ποιητής αρχίζει το ποίημα, με αυτές τις δύο στροφές. Η χρήση του ρήματος ‘’θα πενθώ’’, δηλώνει μέλλοντα χρόνο, δηλαδή, μια κατάσταση που υπάρχει στο παρόν, αλλά θα υπάρχει και στο μέλλον. Σε συνδυασμό με την χρήση του επιρρηματικού προσδιορισμού ‘’πάντα’’, υποδηλώνει ένα διαρκές και αδιάκοπο στην ροή του χρόνου συναίσθημα, που είναι το πένθος.

Το ρήμα ‘’μ’ακούς;’’ δείχνει αβεβαιότητα και ένα αναπάντητο ερωτηματικό για το αν η κοπέλα μπορεί να τον ακούσει. Παράλληλα, δηλώνει και την πίστη του ποιητή ότι η φωνή του βρίσκει ανταπόκριση στα αυτιά της κοπέλας, καθώς συνεχίζει να της μιλά. Μετέπειτα, όπως θα δούμε και παρακάτω, αυτή η πίστη μεγαλώνει, με το ρήμα ‘’μ’ακούς’’-στην μέση του ποιήματος-, να επαναλαμβάνεται σχεδόν στο τέλος κάθε στίχου, με φορτισμένες συναισθηματικά λέξεις, όπου όλες μαζί αποτελούν την ερωτική εξομολόγηση του ποιητή προς την κοπέλα.

‘’Για σένα μόνος στον Παράδεισο’’. Ο παράδεισος κοινά είναι συνυφασμένος με την θρησκευτική και εκκλησιαστική παράδοση, ο οποίος υπάρχει στα ουράνια. Είναι ένας ιδεατός τόπος, όπου μπορεί κάποιος να τον γνωρίσει μετά θάνατον, με προϋπόθεση να έχει προβεί σε καλές πράξεις όσο βρισκόταν εν ζωή, αλλά και να τον διακατείχαν αθώα συναισθήματα. Στην ελυτική ποίηση ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Ο Παράδεισος είναι επίγειος και κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος να τον πλάσει όπως επιθυμεί, καθώς αποτελεί προσωπικό χώρο του καθενός και ονομάζεται Ζωή. Έτσι με βάση τους πιο πάνω στίχους, ο ποιητής φαίνεται να έχει δημιουργήσει τον δικό του επίγειο παράδεισο, όπου θέση είχαν και οι δύο. Μετά τον θάνατο της κοπέλας ο Παράδεισος συνεχίζει να υπάρχει αλλά αυτή την φορά με μόνο κάτοικο τον ποιητή.

 

‘’Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρείς φορές το μωβ, τρείς μέρες πάνω από

τους καταρράχτες’’

Ο ποιητής καταγράφει τις αναμνήσεις ενός καλοκαιριού που πέρασε μαζί με την κοπέλα. Η ανεμώνα αποτελεί στοιχείο του φυσικού πλούτου. Είναι ένα λεπτοκαμωμένο μωβ λουλούδι, που εύκολα ο άνεμος παίρνει τον ανθό και για λίγα δευτερόλεπτα τον κάνει να αιωρείται. Η ανεμώνα του ποιήματος, προσγειώνεται στο χέρι της κοπέλας και έτρεμε τρείς φορές το μωβ, τρείς μέρες πάνω από τους καταρράχτες. Ο αριθμός τρία λειτουργεί ως σύμβολο και με βάση την ανάλυση του  MarioVittiσυμβολίζει τον ουρανό ( MarioVitti 1984:50). Στην ελληνική παράδοση ο αριθμός τρία συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ στην καθημερινή ζωή λειτουργεί ως το έναυσμα για να αρχίσει μια διαδικασία.

 

                                              ‘’ Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

                                                  Το λευκό νυφικό της Οφηλίας’’

Η Οφηλία ήταν η αγαπημένη του Άμλετ στο έργο τουWilliamShakespeare ‘’Άμλετ’’, η οποία είχεένα τραγικό τέλος, αφού αποφάσισε η ίδια να κόψει το νήμα της ζωής της. Βασιζόμενοι, σε αυτό τον παραλληλισμό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοπέλα του ποιήματος, αυτοκτόνησε. Ο ποιητής, με την χρήση των ρημάτων ‘’κρατώ’’, ‘’πάω’’, ‘’φορώ’’ στον ενεστώτα, φαίνεται να μην έχει αποδεχτεί ακόμα το ότι η κοπέλα έχει πεθάνει. 

 

 

Εισαγωγή νέων ηθικών μέσω του ποιήματος ‘’Το Μονόγραμμα’’:

1) ‘’Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος’’(σελ.14) :

Ο Ελύτης σε αυτό το ποίημα, γνωρίζει τον κόσμο ξανά από την αρχή, μέσα από ένα κομμάτι ύφασμα το οποίο προφανώς φορούσε η κοπέλα. Ξεφεύγει από τους συνηθισμένους τρόπους αντίληψης και κατανόησης του κόσμου ( π.χ. βιβλία, σχολείο κ.α.), εστιάζοντας σε δικά του βιώματα, χρησιμοποιώντας τον χώρο τον αισθήσεων, κάτι που φαίνεται με την χρήση του ρήματος ‘’άγγιξα’’. Συνήθως, τα νεογνά είναι αυτά που τείνουν να γνωρίζουν τον κόσμο μέσω της παρατήρησης, πειραματισμού και κατ’ επέκταση των αισθήσεων. Δεν έχουν Λόγο και έτσι τα πιο πάνω τρία στοιχεία είναι τα μοναδικά τους εργαλεία για μια πρώτη εξερεύνηση του περιβάλλοντος τους. Δεν έχουν το αίσθημα της ενοχής και ότι κάνουν είναι δικαιολογημένο με την απουσία της λογικής σκέψης. Ο ποιητής μέσα από μια αναπαρθενεμένη ματιά επαναπροσδιορίζει τον κόσμο, με τον ίδιο τρόποόπως και τα βρέφη. Βρίσκεται, δηλαδή, στην πιο αθώα και αγνή στιγμή η ζωή του ποιητή.

2) ‘’...στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος...’’ (σελ.15) :

Ο Ελύτης εντάσσει στον Έρωτα, μια φυσική λειτουργία του ουρανού. Η Πανσέληνος είναι ουσιαστικά η πιο φωτεινή στιγμή, όπου το ολόγιομο φεγγάρι έρχεται πιο χαμηλά και πλέον η φωτεινότητα του γίνεται ορατή, από όλα τα σημεία που μπορεί να βρίσκεται κάποιος. Κατά την διάρκεια της Πανσέληνου το σκοτάδι φωτίζεται περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της νύχτας. Με τον ίδιο τρόπο και η αγάπη του ποιητή συνεχίζει να εκφράζεται στον παρόντα χρόνο(‘’μπαίνω’’), προς την κοπέλα. Θεωρεί ότι αυτός ο έρωτας έχει την ίδια φωτεινότητα και καθαρότητα με την Πανσέληνο και βρίσκεται στην πιο ολοκληρωμένη του στιγμή.

3) ‘’ Ακουστά σ’εχουν τα κύματα

        Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς

        Πως λες ψιθυριστά το ‘’τι και το ‘’ε’’ :

Ο ποιητής, υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια του ερωτικού συναισθήματος, καθώς το ταυτίζει με το στοιχείο της θάλασσας. Ακόμα, και τα κύματα αφουγκράζονται τον τρόπο που η κοπέλα χαϊδεύει, φιλά και ψιθυρίζει. Προσδίδει στην θάλασσα μια επιπρόσθετη αξία, πέραν της συνηθισμένης, αυτής της αίσθησης της ακοής που στην πραγματικότητα μόνο οι άνθρωποι την έχουν. Φαίνεται ότι η θάλασσα ήταν μάρτυρας στις ερωτικές στιγμές του ποιητή και της 6) ‘’ Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο

        Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς

       Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

      Να μιλώ για σένα και για μένα.

     Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ακούς; ‘’ (σελ.16) :

Ο ποιητής, ασκεί κριτική στην τότε συντηρητική κοινωνία και τα μέλη της, που δεν μπορούν να δεχτούν το οτιδήποτε πέραν του συνηθισμένου. Έτσι, ο ποιητής ενώ θέλει να εκφράσει την αγάπη του για αυτή την κοπέλα και να εξωτερικεύσει το όλο συναίσθημα που νοιώθει. Εντούτοις, δεν μπορεί να το κάνει διότι η σχέση τους έχει κάτι διαφορετικό, το μη οικείο το οποίο οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχτούν, χωρίς όμως ο ποιητής να διευκρινίζει τι είναι αυτό το αλλιώτικο της σχέσης τους.

7) ‘’Θα’ρθει μέρα, μ’ακούς

Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι

 Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ακούς

Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα-ένα, μ’ακούς ‘’ (σελ. 17) :

Ο Ελύτης για ακόμα μια φορά ξεφεύγει από την παραδοσιακή εκκλησιαστική αντίληψη ότι οι άνθρωποι όταν πεθάνουν πηγαίνουν στο Παράδεισο ή την Κόλαση, αναλόγως των πράξεων τους. Οι δύο πρωταγωνιστές θα πάρουν την μορφή λαμπερών πετρωμάτων όπου θα καθρεφτιστεί η απονιά των ανθρώπων, τους οποίους όπως ανέφερα και πιο πάνω κρίνει για την συντηρητικότητα τους. Αργότερα, θα διασπασθούν σε μικρά κομμάτια και θα πέσουν στο νερό που τόσο πολύ αγαπούσε ο ποιητής και που ήταν μάρτυρας του έρωτα τους.

8) ‘’ Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ακούς

        Της αγάπης

        Μια για πάντα το κόψαμε

        Και δε γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς

        Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

        Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς ‘’ (σελ. 18) :Aν και ο Έρωτας είναι ένα καθολικό συναίσθημα, εντούτοις στον έρωτα που έζησε με την κοπέλα προσδίδει μια μοναδικότητα και δεν θα υπάρξει ξανά μια τέτοια αγάπη. Όλα όσα άγγιξαν, είδαν, έζησαν ήταν μοναδικά, και δημιουργήματα που χωρίς τους δύο πρωταγωνιστές του ποιήματος δεν θα είναι τα ίδια, με την έννοια ότι το ζευγάρι άφησε το δικό τους στίγμα σε αυτά μέσω του έρωτά τους.

 

9) ‘’ Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ακούς

        Όπου κάποτε οι φιγούρες

        Των Αγίων

        Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ακούς

        Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ακούς

        Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

        Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

        Πουθενά δεν πάω, μ’ακούς

        Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ακούς ‘’ (σελ.18) :

Με τον πόνο και την θλίψη που βιώνει ο ποιητής για τον χαμό της κοπέλας, έχει ήδη κερδίσει μια θέση στον Παράδεισο. Η κοπέλα όμως δεν μπορεί να τον ακολουθήσει, διότι αν λάβουμε υπόψη την πιθανότητα να αυτοκτόνησε (παραλληλισμός με την Οφηλία), έχει διαπράξει αμαρτία. Έτσι, ο ποιητής αρνείται για αυτό του τον έρωτα ακόμα και τον ίδιο τον Παράδεισο και αυτό φαίνεται από την φράση ‘’ Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί...’’. Στοιχεία του Παραδείσου που επικαλείται ο ποιητής είναι: οι άγγελοι, οι Άγιοι που μαρτύρησαν επίγεια για την πίστη τους στον Χριστό, αλλά και οι νεκρώσιμοι ψαλμοί.

10) ‘’ Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι ‘’ (σελ.21) :

Το χέρι του ποιητή παρακινείται από τον Θεό, χαϊδεύοντας τρυφερά, απαλά, αθώα αλλά και με ευλαβικότητα θα λέγαμε, το πρόσωπο της κοπέλας, προσέχοντας να μην την τρομάξει και ζητήσει την ελευθερία της. Σε αυτό τον στίχο, ο ποιητής και πάλι ξεφεύγει από την λογική σκέψη, καθώς αναγνωρίζει τον Θεό όχι ως Δημιουργό του ανθρώπινου γένους, αλλά ως προσωπικό του οδηγό στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την κοπέλα.

11) ‘’ Έτσι σ’εχω κοιτάξει που μου αρκεί

Να’χει ο χρόνος όλος αθωωθείΜες το αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει

          Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

          Και να παίζει με τ’άσπρο και το κυανό η ψυχή μου ‘’ (σελ. 23) :

Ο ποιητής επιζητεί την αθωότητα του χρόνου, που θα του απαλύνει τον πόνο και την θλίψη που νοιώθει. Με αυτό τον τρόπο η ψυχή  του ποιητή θα βρει την πρωταρχική της γαλήνη, και αυτό φαίνεται με την αναφορά στα χρώματα άσπρο και κυανό, τα οποία είναι τα κατεξοχήν χρώματα της αγνότητας και εκφράζουν μια ισσοροποιημένη ηρεμία, κάτι το ονειρικό και παραμυθένιο.

12) ‘’ Έχω ρίξει μες στ’άπαταμιαν ηχώ

          Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

         Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

        Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο ‘’ (σελ. 25) :

Αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος, όπου φαίνεται ότι πλέον ο ποιητής έχει αποδεχτεί τον θάνατο της κοπέλας. Μιλά για τον επίγειο Παράδεισο όπως έκανε και στους αρχικούς στίχους του ποιήματος, στον οποίο βρίσκεται πλέον μόνος του και επιβεβαιώνει τα πρώτα του λόγια ‘’θα πενθώ πάντα -μ’ακούς- για σένα μόνος στον Παράδεισο’’. Πλέον θα βλέπει την νεφέλη της κοπέλας να περνά στο νερό, χωρίς να μπορεί να την αγγίξει ή να της μιλήσει και αυτό πληγώνει ακόμα περισσότερο τον ποιητή που συνεχίζει να πενθεί την αγάπη του.

 

Επίλογος:

Ο ποιητής δίνει την μορφή του Έρωτα μέσα από την γυναίκα. Υπήρχε και θα υπάρχει πάντα ο Έρωτας γιατί η δύναμη του είναι οικουμενική και διαχρονική. Οι νέες ηθικές που εισάγει, πολλές φορές ξεπερνούν τα λογικά ανθρώπινα όρια και με αυτό τον τρόπο προτρέπει τον αναγνώστη να μην κλείσει τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο σε τείχη ηθικής και λογικής τα οποία θέτουν οι κοινωνίες ως νόρμες συμπεριφοράς. Κατά την άποψη μου, αξιοσημείωτο σε όλο το ποίημα είναι το γεγονός ότι, ενώ ο ποιητής πενθεί, δεν ξεπέφτει σε μοιρολατρίες, παράπονα και πένθιμους σπαραγμούς. Αντίθετα, συνεχίζει να εκφράζει τον έρωτα του για την κοπέλα, σαν να βλέπει την μορφή της, ενώ είναι σίγουρος ότι η φωνή του βρίσκει ανταπόκριση σε αυτήν. Τέλος, ο ποιητής εσκεμμένα αφήνει κάποια κενά και ασάφειες στο ποίημα( δεν αναφέρει το όνομα της κοπέλας και τα αίτια θανάτου της), για να μπορέσει ο αναγνώστης να ταυτιστεί με αυτή την ιστορία αγάπης όπου ακόμα και ο θάνατος δεν κατάφερε να την αποδυναμώσει.

 

κοπέλας. Παράλληλα, αυτή η ποιητική εικόνα είναι διάχυτη από αισθήσεις, όπως είναι η ακοή και η αφή την οποία ενσαρκώνουν το φιλί και το χάδι.

4) ‘’ Πάντα εσύ τ’αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά

             που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ 

Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ’’ (σελ.15-16) :

Σε αυτούς τους στίχους παρατηρείται μια αλληλουχία παράλογων συνειρμών, πέραν της ανθρώπινης λογικής. Ο ποιητής όπου κι αν κοιτάξει, ακόμα και σε εξωτερικά αντικείμεναπου για χρόνια ήταν στην ίδια θέση(φανάρι, πλεούμενο, άγαλμα, παντζούρι) και τα έβλεπε ως είχαν, πλέον στην θέση τους αντικρίζει την μορφή της κοπέλας, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Η ιδέα στη σκέψη της κοπέλας που έχει αποβιώσει, αλλά και η πίστη ότι με κάποιον τρόπο τον ακούει, έχει γίνει για τον ποιητή εμμονή. Παράλληλα, η όλη αυτή παραλογία περιλαμβάνει και λειτουργίες του ουρανού που τις βλέπουμε ή τις νιώθουμε, αλλά δεν μπορούμε να τις αγγίξουμε (π.χ. αστεράκι, αέρας). Ο ποιητής στην θέση του άστρου βάζει την κοπέλα, ενώ στην θέση του αέρα βάζει τον εαυτό του.

5) ‘’ Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

        Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή’’ (σελ.16) :

Ο ποιητής συνδέει την διάρκεια φυσικών λειτουργιών του Σύμπαντος, με την ελάχιστη αναπνοή της κοπέλας. Προσδίδει, στο ερωτικό συναίσθημα μια καθολικότητα και οικουμενικότητα, όπως είναι, δηλαδή, και τα πιο πάνω φυσικά στοιχεία που αναφέρονται στο απόσπασμα. Μπορεί να συμβαίνουν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα σε κάθε ημισφαίριο, όμως δεν παύει να συμβαίνουν αιώνια.


Βιβλιογραφία:

1)MarioVitti . 1984. Οδυσσέας Ελύτης, κριτική μελέτη

  Εκδόσεις: ΕΡΜΗΣ

2)Γιάννης Η. Ιωάννου . 2000. Χωροχρονικά στην ποίηση

    Εκδόσεις: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

3)Οδυσσέας Ελύτης. 2013. Το Μονόγραμμα

   Εκδόσεις: ΙΚΑΡΟΣ 18η  εκδοση