Το μάτι μας έπιανε τον άγνωστο εκείνο άνθρωπο άλλοτε να κρύβεται πίσω από μεγάλους κάδους ανακύκλωσης και άλλοτε να εισβάλλει μέσα στις αυλές των σπιτιών μας. Και, αφού στην αρχή τον πήραμε για κλέφτη, σκεφτήκαμε όλοι μαζί να τον διώξουμε μακριά από τη γειτονιά μας. Κάθε φορά που τον βλέπαμε, μια δύναμη, που ξεκινούσε από τα βάθη της ψυχής μας και κατέληγε σαν κόμπος στο λαιμό, μας έσπρωχνε να κλείνουμε ερμητικά τις πόρτες των σπιτιών μας για να μην τον αντικρίσουμε κατάματα.
Εκεί που νομίσαμε πως τον ξεφορτωθήκαμε για πάντα, τον είδαμε μια έναστρη βραδιά πρώτα να σμίγει με τη σκιά του και μετά να ανάβει ένα τσιγάρο. Είδαμε κιόλας παιδιά που μόλις τον είδαν σταμάτησαν το παιχνίδι τους και έτρεξαν αμέσως κοντά του. «Νύχτωσε! Ελάτε γρήγορα στο σπίτι!» φώναξαν τότε αλαφιασμένοι με μια φωνή οι γονείς τους.
Ο άγνωστος, όμως, πρόλαβε τη φορά αυτή και μας κοίταξε στα μάτια την ώρα που κλείναμε ερμητικά τις πόρτες μας. Για πρώτη φορά τον πλησιάσαμε. «Και τα παιδιά τους;» τον ρωτήσαμε αφού καταφέραμε και σταθήκαμε απέναντι του. «Τι να έγιναν άραγε εκείνα τα παιδιά;» « Εσείς ξέρετε...» μας απάντησε εκείνος με νόημα. «Κάπως έτσι έγινε και με σας...» συνέχισε, παρατηρώντας το τσιγάρο του που σιγά σιγά έσβηνε. «Μια μέρα σαν κι αυτή ήταν που...». «Πού...;» τον ρωτήσαμε ξανά, κι αυτός συννέφιασε.
«Πότε επιτέλους θα πείτε την αλήθεια;» μας έστησε στον τοίχο, και εμείς σκύψαμε το κεφάλι, καταλαβαίνοντας πως κανείς δε βολεύεται να κρύβεται για πάντα πίσω από τη σκιά του. «Για πόσο καιρό ακόμα θα κρύβεστε πίσω από τους άλλους;» μας έστησε και πάλι στον τοίχο κι εμείς σκύψαμε ακόμα πιο κάτω το κεφάλι. «Για πόσο καιρό ακόμα θα κρύβεστε από μένα;».
Είδαμε τότε ένα θεόρατο κτήριο να παίρνει τη θέση της αλάνας και να μας κρύβει για πάντα τον ήλιο, είδαμε τα παιδιά μας να γυρνούν απελπισμένα τριγύρω το κεφάλι μήπως βρουν ένα άλλο μέρος για να παίξουν, τα παιδιά μας ν’ απομακρύνονται από το καταφύγιο που για χρόνια τους προσφέραμε. «Ποιος άραγε να θέλει κάποιον που του έκλεψε τη χαρά;» μας ρώτησαν στα ίσα, κι εμείς επιμέναμε πως ό,τι κάναμε ήταν για το καλό τους και πως κανείς από μας δεν έφταιγε.
"Εμείς φταίμε..» λέμε τώρα όλοι, κι εκείνος ανοίγει την αγκαλιά του. «Επιτέλους συναντηθήκαμε...» μας λέει. «Επιτέλους συναντηθήκαμε...» λέμε κι εμείς ο ένας στον άλλο, λες και συναντιόμαστε για πρώτη φορά. «Νύχτωσε...» ψελλίζουμε εμείς,
«Νύχτωσε...» ψελλίζει κι εκείνος, μέχρι που γίνεται ένα μαζί μας, και δε μας είναι πια άγνωστος, μέχρι που το τσιγάρο του πέφτει άψυχο κάτω όπως ακριβώς τα παιχνίδια των παιδιών μας που τέλειωσαν για πάντα.
Κυριάκος Στυλιανού, Συλλογή Διηγημάτων " Μεταμορφώσεις", 2017