Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστοφή Χριστίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστοφή Χριστίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Χριστίνα Χριστοφή: Μικροί αποχωρισμοί

 




Υπομονή

 

Οι Αλκυονίδες πιστές στον μύθος τους.

Μα ο Γεννάρης ένας άλλος γόης Άδωνης, μεσ'την ανεκπλήρωση της υποσχόμενής του ομορφιάς, φλερτάρει, θαρρώ, μ'όλες της εποχές.

Μα είμαστε κι εμείς, με την έλξη μιας ανέκαθεν ρετρώ εποχής, που επιμένουμε να ποθούμε τον χειμώνα με τα σωστά του ρούχα.

Είμαστε κι εμείς, που για να εισπνεύσουμε εώς και της καρδιάς το μεδούλι τη γύρη της νέας άνοιξης, βιώνουμε πρώτα τις αγριάδες της βαρυχειμωνιάς στης ψυχής τα έγκατα...

Είμαστε κι εμείς που για να μαδήσουμε έστω και ένα πέταλλο κίτρινου στους αιθέρες της νέας εποχής, καρτερούμε το γκρι πρώτα να βάψει ό τι ξέβαψε με της οπώρας τις αποχρωματισμένες ανταύγειες...

Ας θυμίζει μπανάλ ημέρες η καρτερικότητα... είν'η υπομονή μια αγέραστη κυρία που όποτε κείνη επιθυμεί ανοιγοκλείνει τα ματόκλαδά της...

 

*

Οίνος

 

Μια έστω γουλιά κρασί, αρκούσε και περίσευε να τη ζαλίσει και πάλι

Τόσο της είχε λείψει το πορφυρό του έρωτά του

Τα αρώματα που ανέβλυζαν στο κάθε του φιλί

Η βελούδινη υφή που άφηνε το άγγιγμά του

Μα πιότερο ποθούσε να ακούσει ξανά το χρώμα της φωνής του

Κείνο που σαν πρόποση σηκωνόταν ατόφιο στον αέρα, τσακίζοντας κάθε προηγούμενη ευχή.

Ποθούσε την κάθε του λέξη

Μα, ίσως, πιότερο να ποθούσε την απουσία της

Κείνη την αδάμαστη σιωπή που'ταν ικανή να ραγίσει το όποιο ωστικό κύμα, ανίκανο να σωπάσει με τον αντίλαλο του τελευταίου του φιλιού...

 

*

Αποχωρισμοί

 

Ο ουρανός, θαρρώ, μοιάζει να φλέγεται το δείλι ετούτο που ο χρόνος γερασμένος και ολίγον τι κατάκοπος μας αποχαιρετά. Οι ημέρες που διάβησαν έχουν κρύψει βαθιά στις καρδιές τους τις ανυπεράσπιστες πληγές και αδέξια κοψίματα... Συμβάντα απρόσμενα και σκηνές πρωτοθώρετες στα μάτια των ανθρώπων, των άστρων και των κυμμάτων των κάθε εποχής θαλασσών... κι όμως ο χρόνος μόλις διάβηκε... η σελίδα γύρισε, μα το παράξενο κεφάλαιο ακόμη γράφεται... κάπου θαρρώ κι ετούτο θα κλείσει...

Σα ρθει η πάροδος του χρόνου και δεν θα'χουμε παραδώσει αμαχητί τα πολυτιμότερά μας όπλα... οι δοκιμασίες έχουν πια ντυθεί με περίεργα υφάσματα...

Υφάσματα που η υφή τους πότε τσούζει, πότε γραντσουνά, πότε τρυπά κατευθείαν στα πιο ευάλωτα σημεία...

Ας κρατά τουλάχιστον η ψυχή κείνο το ωραιότερό της ντύσιμο...

Τ'αέρινο, το διαφανές, το πεντακάθαρο...

Κείνο π'αφήνει την πίστη να φανεί και ό τι αμφίβολο πάει να φυτρώσει, να ξηρανθεί σα ζιζάνιο π'αδυνατεί να βρει τη στράτα του...

 

*


Χειμωνιά

 

Το κουφάρι μιας ξηρής αράχνης παιδοχορεύει, λυπημένο ταίρι του παγωμένου αέρα.

Στο στόμα η στυφή γεύση της αμφιβολίας.

Το ψιλόβροχο να επιμένει μήπως, ακόμη και την υστάτη, καταφέρει να πείσει το βλαστό να σύρει ύψος.

Μα πού να χουν κρυφθεί οι ανά γης ονειροπόλοι αφήνοντας το φεγγάρι να γεμίζει ολομόναχο εκεί πάνω.

Μια γλυκιά θλίψη τη φέρει ο χειμώνας ετούτος, δίχως να'ναι απαραίτητα βαρύς...

Βαρύναν ίσως οι καρδιές μας, απ' τα λαθεμένα ζυγίσματα των ανθρώπων και του κάθε τιμήματος.

Να βάζαμε τη ψυχή αντίβαρο...

Θα ισορροπούσε η ζυγαριά εν τέλη.

Του χειμώνα το μένος θα' μοιαζε και πάλι με ρετρώ καρτ ποστάλ παρμένη από  αθώα εποχή...

 

*

Σ'αγαπώ

 

Σ'αγαπώ γιατί κάθε ξημέρωμα ανάβεις τον ήλιο μου και δεν τον σβήνεις παρά μόνον σα φανεί το πρωταστέρι στον ουρανό της εσπέρας 

Σ'αγαπώ γιατί ετούτο το γιασεμί που χεις φυτέψει στον κήπο μου τείνει να βάφει με λευκό ό τι σκοτεινιάζει τη σκέψη μου

Σ'αγαπώ γιατί σα ψιθυρίζεις τ'όνομά μου, θαρρώ γεννιέται η ψυχή μου ξανά

Σ'αγαπώ γιατί δεν υπάρχει γιατί

Το χεις πάρει εσύ απ'το χέρι

Το κρατάς έκτοτε και το κακομαθαίνεις

Δε μεγαλώνει

Παραμένει ένα αιώνιο μικρό... και το γιατί του μια σταλιά

Μια τόση δα σταλίτσα

Ίσα που τη θωρώ

Μα όσο υπάρχει τίποτα, θαρρώ, δε θα ρωτώ

 

*

Τάσεις χειμερινές

 

Έχει μια τάση ο ήλιος ο χειμερινός να ενισχύει τη ψυχή μου

Θαρρείς οι πολύτιμες αχτίνες του εισροούν άπλετα μα αθόρυβα εις τα υγραμμένα ενδόμυχά μου, ξηραίνοντας ό τι εισέβαλε προτού σαν ύπουλη μούχλα καταφάγει τα έγκατά μου

Έχει μια τάση ετούτος ο γενναιόδωρος ήλιος να φωτίζει ό τι ωραίο έχει απλωθεί γύρω μου, μα ώρα ώρα τα γήινα σκοτάδεια το κρύβουν απ'τη θωριά μου

Μια τάση την έχει ο ευλογημένος ήλιος, καθώς υγραίνουν τα μάτια της καρδιάς να τα στεγνώνει πριν καν εισπνεύσουν τον πόνο της γης

Μια τάση τείνει να γεννιέται παντού

Αρκεί κι εσύ να εγκυμονείς μόνο το καλό που σπάρθηκε μέσα σου!

 

Ιανουάριος / Χριστοφή Χριστίνα



Ένας χρόνος που υπνοβάτησε μα κανείς δε θέλησε να  ξυπνήσει...
Μη τρομάξει και φύγει άξαφνα προτού εκπληρώσει το έργο του.
Κι ίσα που αχνοφαίνεται να γεννιέται ο καινούργιος, νάσου πάλι τα αργοκίνητα βήματα του περσινού φαντάσματος να χαράσσουν τ'αχνάρια τους στις καθάριες και νέες μας ευχές...
Μα χουν ήδη οι ευχές τραβήξει τη μοίρα τους.
Και μεις κωπηλάτες σε άγριες θάλασσες δεν έχουμε παρά να αρπάξουμε και πάλιν κουπί.
Εξάλλου το φεγγάρι θα γεμίσει και πάλι πάνω απ'τις ολόλπιδες μας καρδιές, θα χαρίσει και πάλι τη χαρά μιας παλλίροιας, κι η όποια άμπωτη π' αφήσαμε να μας πάρει τη χαρά, δε θα'ναι παρά ύδωρ που πέρασε...
Στάχτη ανασηκωμένη ανάμεσα σε στροβίλια και ψευτανέμους του μεσημεριάτικου θέρους...
Σκόνη που πρωτού ακουμπήσει τη γη, χάθηκε ανάμεσα στ'αστέρια...

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Χριστίνα Χριστοφή :Μην αφήσεις κανενός τα ζιζάνια να παρασιτέψουν στην αυλή σου.



Αργές πληγές

 

Τις ημέρες εκείνες που διακόπτετε η συνήθεια, εξορύσσονται οι κρυμμένες πληγές. Οι ανεπούλωτες όλες κατά σειράν, σα κυπαρίσσια που γέρνουν νωχελικά με το πρώτο δυνατό απάνεμο.

Καίνε τα σωθηκά σου, περονίζουν της καρδιάς τα τοιχώματα, σιγομουρμουρίζουν στα βάθη της ψυχής.

Δικές σου οι ανοιχτές πληγές.

Κατάδικές σου.

Κι ετούτες οι αδικημένες, οι κακόμορφες, εξακολουθούν να'ναι μισοζώντανες...

Ενώσο τις ταϊζεις, ενώσο τις ποτίζεις, ενώσο τους παρέχεις ζωοδόχο οξυγόνο απ'της φαιάς σου ουσίας τα έγκατα, σε ακολουθούν...

Σε σκιάζουν και σε στοιχώνουν...

Κλείσε τις επιτέλους...

Κλείσε τις προτού σε ασφαλίσουν εκείνες...

Προτού σε πνίξουν αιώνια...

Προτού σε κλείσουν και κείνες οι άτιμες ν'ανθίσουν, να ζωντανέψουν πιότερο, να γίνουν εσύ κι εσύ κείνες...

Μονάχα κείνες...

 

 

**

Τόπος

 

Ετούτη η γη δέχθηκε κάποτε μια βροχή.

Θα ταν χρυσοβρόχι, ευλογημένο, πρώτο ράντισμα.

Η υγρασία ακόμα θάμπει τα περβόλια, τους καλαμιώνες, ώσπου γίνεται ένα με τη θάλασσα.

Κείνη τη θάλασσα που πνίγει και καημούς και τέρτια, και τα πιό θαυμαστά λιογέρματα.

Πύρρινος ο ουρανός σμίγει την ώρα κείνη με τη κυρά θάλασσα και το χωριό βρίσκει την ωραιότερη κορνίζα του.

Τα περβόλια της προσμονής και της αστείρευτης ευφορίας, θαρρείς έχουν καλλιεργηθεί με των ανθρώπων τον ιδρώτα, τον κόπο και τον μόχθο...

Το ξέρουν τα περβόλια κι αποδίδουν, όπως το ξέρουν και οι χρυσοί καλαμιώνες και σφυρίζουν κάθε δείλι, να ευχαριστήσουν κείν'το γεροψαρά, με τη ξεβαμμένη άγκυρα στον αγκώνα, και τη φρεσκοβαμμένη θάλασσα στην καρδιά...

Είναι ο τόπος μου μια υδατογραφία, πολλή νερό και εύφορο χώμα...

Άμα σμίξουν με την απύθμενη των ανθρώπων τη πίστη, κείνο το λαξευμένο ξωκλήσι, κείνο το σφυρηλατιμένο με τις προσευχές και τις ευχές, το σμιλεμένο με τα τάματα και των αιώνων τη βαριά ιστορία, κείνο το ξωκλήσι, θαρρείς γίνεται ένα με του τόπου το πόνο, μια γέφυρα παρηγοριάς...

Να διαβαίνουν να αναθυμούνται οι άνθρωποι.

 


 

**

Σχεδόν

 

Θροίζει το δειλινό σα σφύριγμα οχιάς εν τω μέσω του Ιούλη, ασημίζουν τα λιόδεντρα υπό τα αληθινά φιλιά του λιογέρματος, κι οι εραστές αναθυμούνται τέτοιες στιγμές τη γοητεία της θάλασσας την ώρα ετούτη που αφήνεται να δοθεί στις λυγισμένες οφθαλμαπάτες των οριζόντων...

Δειλινά αστείρευτα γοητευτικά... Σχεδόν μαγευτικά, σχεδόν ονειρεμένα, σχεδόν απατηλά...

Μα'ναι ανέκαθεν τούτο ακριβώς το σχεδόν που ραγίζει τις μνήμες μας και καλπάζει στις κρύπτες της καρδιάς μας.

Τούτο το σχεδόν που μας ντύνει αιωνίως στο αβάσταχτο χρώμα της προσμονής και στο χρυσοποίητο ξεφλούδισμα των άστρων.

Για τούτο το σχεδόν είναι που αφήνουμε, δήθεν πως ξεχνάμε, τις πήλινες γλάστρες με τις μαβιές λεβάντες στα υγραμμένα περβάζια των αυλών μας, υγραμμένα από νοσταλγία και πολλές χαρακιές, τις αφήνουμε τις γλάστρες να νοτιάζονται στο ύστερο του δειλινού...

Του δειλινού που ανέκαθεν ακολουθεί η νύχτα η θερινή.

Να την αρπάξουμε κι αυτήν...

Ολοκληρωτικά...

Χωρίς κανένα σχεδόν.

Γιατί πάντα είναι η πολυτιμότερη κρύπτη του κάθε όνειρού μας...

 

**

Άνεμος Οπωρινός

 

Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,

σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.

Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.

Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια πανωφόρια...

Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της νύχτας της οπωρινής...

Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.

Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.

Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.

 

 

**

 

Κήπος

 

Κρύβει ο όποιος κήπος το δειλινό, υπέροχα μυστικά.

Νοτιασμένες οι φυλλωσιές θαρρείς κατοπτρίζουν τα πρώτα άστρα, σάμπως και γνωρίζουν πως είναι, παραταύτα, και τα τελευταία που σβήνουν απορροφημένα απ'το πρώτο ηλιάναμμα.

Μα ναι ο όποιος κήπος, απρόσμενα ρομαντικός...

Κι ας το αναμασητό μιας καμουφλαρισμένης ακρίδας να ξυπνά μνήμες... φτιάξε νέες,  σκαρφαλώνοντας στις σθεναρές αραχνοσκάλες, δρασκέλισε ιστό, ιστό τα όνειρα... 

Τώρα πια είσαι στο δικό σου κήπο.

Μην αφήσεις κανενός τα ζιζάνια να παρασιτέψουν στην αυλή σου.

Χρόνια ξηρά τον πότιζες, καιρός να αισθανθείς τα ολοζώντανα άνθη του...

 

**


Οκτώβριος

 

Ο ιός ελεύθερος να περιπλανιέται.

Εμείς πλανεμένοι σε πλάνη οικτράν.

Ο κόσμος πια να ανασαίνεται εντός του ασφυκτικού μιας μάσκας.

Το πρωτοβρόχι πώς μας λησμονεί... αβάσταχτα σκληρή η έλλειψίς του.

Οι φλεγμονές απαιτούν σχήμα και προνόμια. Θαρρείς δε τους αρκεί που χουν παρασιτέψει στης ζωής το ύδωρ.

Εν τω μέσω του αγαπητού Οκτωβρίου, εντούτοις, μπορούμε ακόμη να σκαλίσουμε για ελπίδα...

Είναι βράδυ η νύχτα όψιμη καλλονή χωρίς φτιασίδια, έχει τάξει άλλη μια πανσέληνο...

Το φεγγάρι δικαίως κτίζει υπερβολές...

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Χριστίνα Χριστοφή: Είν'η ζωή μια άμπωτη κι οι στιγμές βυθισμένες στης καρδιάς … το κόκκινο...

 


Ο φτωχός συγγενής

 

Απομερίστηκε πια κι απ'τις ενημερωμένες λίστες αναμονής.

Αποβλήθηκε απ'την ανέκαθεν πιστοποιημένη του γωνία της ντροπής.

Διαγράφηκε σιγανά και σταθερά από όπου κλεινόταν να παρευρεθεί, από υποχρέωση κι όχι εν τέλει από ανιδιοτελή αγάπη.

Είναι ο φτωχός ο συγγενής.

Που με τη πρώτη σύγχρονη πανδημία, έγινε στα διακριτά τους μάτια, ακόμα πιο φτωχός, ακόμα λιγότερο απαραίτητος, ακόμα περισσότερο παρείσακτος...

Κι ο συγγενής ετούτος να διαγράφεται απ' τις λίστες των αδέσποτων κρίσεών τους.

Να ναι το πρώτο ανεπιθύμητο βάρος που ανισορροπεί την κίβδηλη ζυγαριά των βαρεμένων καρδίων τους...

Μα ίσως ο φτωχός συγγενής, να παραμένει κατά βάθος ο πλουσιότερος...

Διότι σα συγχωρεί ξέρει καλά να ανοίγει όλες τις λίστες μνήμης και να διαβάζει μονάχα λευκό...

 

**

Λαχανόκηπος

 

Η γυναίκα παρά το μεσόκοπο των χρόνων και της τσακισμένης της καρδιάς, ποτίζει το λαχανόκηπο.

Συνήθως κατά τη διάρκεια του λιογέρματος.

Συνήθως με τα χέρια λυγισμένα, τα γόνατα χρονοφαγωμένα, το λάστιχο μπαλωμένο από παντού και το νερό το τρεχάμενο, ανέκαθεν χλιαρό, ώρα που είναι.

Ίσως για όλα ετούτα και άλλα που δε βλέπω με τα μάτια, πολλά, ετούτος ο λαχανόκηπος, όποια ώρα και να τον κοιτάζω, μοιάζει απότιστος. Άκαρπος. Ατημέλητος, κι όχι επιμελώς.

Ετούτος ο λαχανόκηπος μοιάζει να'χει αφεθεί σε μοίρα ανθρώπινη...

Κι όσο ποτίζεται, τόσο ξηραίνεται...

 

**

 

Ναι

 

Έχεις ποτέ σου δει λιόδεντρο να ποτίζεται το δειλινό αντίκρυ μιας θάλασσας;

Έχεις ποτέ σου ακούσει το βυθό με το φιλί στ'αυτί μιας γιγάντιας πουρούς και το χέρι με χάδι το παφλασμό ενός οπωρινού κύμματος;

Έχεις ποτέ ανάψει κερί ταμένο σε ξωκκλήσι πευκόκρυφτο την ώρα κείνη που η πάχνη σαστίζει τη σκέψη σου...

Έχεις ποτέ βουτήξει τη ψυχή σε ολόθαμπη λίμνη και να εξορυχθεί έπειτα από μια εξομολόγηση, σε χρυσαφιά θάλασσα...

Έχεις ποτέ χαρίσει τα χείλια σου ξηρά και ανήλια, σε χείλια απροσάρμοστα, ποθητά κι αγαπημένα... και να τα παραλάβεις έπειτα δύο ξέχειλες κρήμνες, με περίσσιο μέλι να σταλάζει ο έρωτας...

Αν έστω ένα ναι, γύρε απόψε στον ύπνο ελαφρά τη καρδία σου.

Είν'η ζωή μια άμπωτη κι οι στιγμές βυθισμένες στης καρδιάς σου το κόκκινο...

 

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Χριστίνα Χριστοφή: Μα δεν είμαι Αριάδνη, παρά μια εγκλωβισμένη αράχνη που ψάχνει την άκρη της...

 



 

 

Αριάδνη

 

Κι έγινε το φιλί σου ο λαβύρινθος.

Στα φτερά των θαλασσοπουλιών μάδησα το μίτο μου, πιθαμή τη πιθαμή μα δεν έχω ξεμπλέξει καμία άκρη.

Σάμπως να πετάω κι εγώ φτερό φτερό, κάθε μαδημένο φιλοπούπουλο, μα πιότερο να μπλέκομαι στο προσχεδιασμένο λαβύρινθό σου...

Μα δεν είμαι Αριάδνη, παρά μια εγκλωβισμένη αράχνη που ψάχνει την άκρη της...

 

*

Νέα Εποχή

 

Αργή και νωχελική ημέρα.

Σα μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη μοίρα.

Η πρωϊνή πάχνα μια άλλη στρώση ευκαιρίας, ενώ το πρώτο κοπάδι που μόλις τράφηκε απ'το ξερό χωράφι, σκονισμένο απομεινάρι του θέρους, δροσίζει με τη ζήση του τη νέα εποχή που μόλις προέβαλε...

Έχει ήδη φανερωθεί, αν και διστάζεις να το πιστέψεις, ίσως λίγο λόγω της παρατραβηγμένης ζέστης ή λίγο λόγω του φόβου που επέτρεψες να φωλιάσει εντός σου...

Πάντως έχει φανερωθεί...

Την είδα στο πρώτο άστρο της νέας ημέρας καθώς τρεμόπαιζε πίσω απ'τη μάταιη υγρασία  και στην αόρατη θερμότητα του κίτρινου...

Στα μάτια των αγαπημένων που έκλειναν απ'τη θέρμη του έρωτά...

Στο νοτιασμένο φύλλο του αμπελιού καθώς γέρνει από σεβασμό κι όχι απ' τη ξηρότητα της παρατεταμένης υποταγής...

 

*

Σεπτέμβρης

 

Οι σκιές των λουλουδιών μοιάζουν πια πιο ζωντανές κι απ'την μαγευτική αίσθηση που αφήνουν οι δροσάτες ανάσες τους...

Οι κάκτοι στα λαξευμένα ακριανά της στράτας μοιάζουν όλο και πιο πολύ με χέρια καλλιτέχνη που όλο φτιάχνουν δίχα να υποκύπτουν στη μοίρα των αγκαθιών που ανέκαθεν κουβαλούν στο είναι τους...

Η χροιά της σελήνης έχει ήδη σαλπάρει, θαρρείς και πρώτη διαισθάνθηκε τα μαλαματένια προικιά της νέας ευλογημένης εποχής...

Είναι Σεπτέμβριος κι όσοι πίστεψαν πως μ'ένα οπωρινό λιόγερμα κι ένα αμπελοφύλλι έναντι από μια θάλασσα κράτησαν απ'τις ασημένιες φλέβες τη σελήνη, την κράτησαν.

Διότι εκεί που η καρδιά σου ζει το μήνα που κρυβόταν ένα ολόκληρο θέρος και μετά από μια πύρρινη θάλασσα, θα πάλθηκε σαν κύμα έπειτα από σμίξιμο νύχτα σεπτεμβριανή...

Δε ξεχνάει ό τι τη ξύπνησε...

 

*

 

Άνεμος Οπωρινός

 

Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,

σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.

Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.

Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια πανωφόρια...

Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της νύχτας της οπωρινής...

Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.

Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.

Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.

 

*

Σχολείο

 

Κι όλο μου θύμωνε ο δάσκαλος, γιατί κρατούσα σα βαριεστημένη με τη παλάμη μου, το μάγουλο...

Πού να φανταστεί πως κείνες τις υπέροχες στιγμές ονειρευόμουνα...

Πού να φανταστεί, ο δόλιος ο δάσκαλός μου, πού ταξίδευα ενώ κείνος μάχημος του πτυχίου του αγωνιζόταν να μεταφέρει κάποιο έστω μάθημα...

Είχα ήδη πετάξει απ'τα θωρακισμένα τετραγωνικά της αίθουσας, μα κείνος ουδέποτε μου φόρεσε φτερά...

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Καθρέφτης / Χριστοφή Χριστίνα



Κοίταξε το κάτοπτρο με το είδωλο της κρυμμένο σα γερασμένο νούφαρο σε ακίνητη λίμνη
Καμία έκφραση
Κανένα έστω μειδίαμα να ταράξει τη γυάλινη σιωπή
Μια γερασμένη ομορφιά ανίκανη πλέον να πείσει κάποιον
Ακόμη κι ο ίδιος ο καθρέφτης φάνταζε υπερόπτης και δύσπιστος
Πανέτοιμος να την εκτινάξει με ένα και μόνο ράγισμα

Πανσέληνος του λουλουδιού / Χριστοφή Χριστίνα



Η πανσέληνος του λουλουδιού εισβάλλει θρασέως στη μοίρα μας.
Έρχεται να λάμψει, φωσφορίζοντας τα μαγιάτικά της θέλγη, στεφανολούλουδο φωτoς στις τρεμάμενες νύχτες μας.
Μα' ναι του μαγιού τα δόρυτα ανέκαθεν νοσταλγικά, μια τα αρώματα τα φρέσκα, μια η γυκάδα της εποχής, παραμερίζεις ομαλά την όποια αμφιβολία.
Ντύνεις με άστρα τα βλέμματα, φυλάγοντας τσίλιες θεληματικά στα κορταρίσματα του φέγγους με τη μαγεία της εαρινής θάλασσας. Συμμετέχοντας στης πλάσης το κάλεσμα, δε είσαι απλά ο κομπάρσος ή ο υποβολέας των ξεχασμένων λογιών, μα επιτέλους ο πρωταγωνιστής στο έργο που χει γραφτεί αιώνες πριν για σένα...

Στη μόνη εν ζωή γιαγιά μου / Χριστοφή Χριστίνα



Ό τι έχω από σένα, γιαγιά, λίγα ρόδα στον κήπο μου.
Με παρηγορεί πως διόλου δεν είναι συνηθισμένα ετούτα τα ρόδα: γεννήματα κείνων που μύρισες μικρή, παντρεμένα με τ'άκαρδο λιοπύρι και την χωρίς φραγμούς αλμύρα κατευθείαν απ'τη θάλασσα...
Με ετούτα ακριβώς τα ρόδα αντάμα μεγάλωσαν και σκλήρυναν πιότερο οι άκαμπτες ημέρες σου.
Ημέρες σαν χρόνο χαραγμένο από ατόφιο ατσάλι.
Κάθε που τα αισθάνομαι, για τα ρόδα σου μιλώ, διερωτιούμαι βαθιά και ειλικρινά πώς και δεν κατάφεραν να δροσίσουν έστω για λίγο το πύρρινο ύφος της ζήσης σου...
Εκείνο ακριβώς που συναντούσα κάθε φορά που η κάθε λογής λαιμαργία μου δίπλωνε και τη ψυχή μου.
Κάθε που σου ζητούσε κάτι...
Κάτι σα πίττα τηγανιτή με ζεστό το μέλι να ρέει  ζωντανό, θαρρείς αν το γευόσουνα θα σου ψιθύριζε στη ψυχή λόγια αγάπης, ή αφρόψαρα αλμυροθρεμμένα που σπαρταρούσαν θάλασσα και μοσχομύριζαν ακρογυαλιά... Πατάτες τηγανιτές που ξεπρόβαλλαν τους χειμώνες και λουκάνικα μπαχαροθρεμμένα που βασάνιζαν τη παιδιοσύνη μου...
Όλα ετούτα, γιαγιά, τη στοίχειωσαν την άβγαλτή μου όσφρηση, μα πιότερο τη χάραξαν την καρδιά μου...
Και κάθε που κοιτάω τα ρόδα σου τα θαυμάζω τα αγκάθια τους...
Πόσο κατάφεραν και αγγίξαν τη ψυχή σου, χωρίς να της χαράξουν ουδεμία γραντσουνιά...

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ανάσταση / Χριστίνα Χρστοφή

 Στιγμές τέτοιες, θα'θελα να μουν διαδρομή, σε δρόμους αγροτικούς, φιδογυριστούς, κιτρινοσπαρμένους, ανεξίτηλα πρασινωπούς... Στιγμές τέτοιες θα'θελα να μουν χελιδόνι, με την κοιλιά μια να φιλά την εύφορη γη, μια να φλερτάρει το μπλε τ'ουρανού... Στιγμές τέτοιες θα'θελα να μουν λιόγερμα, να σμίγω με τη θάλασσα, να πλανεύω τους αγαπημένους, να ζω το χρώμα, το φως, τη μαγεία, τα θαύματα... Μα είμαι απλά ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που και πάλι θα αγωνιστεί, θα ντυθεί μαχητής, θα πιστέψει! Ώσπου να γίνω βέλος να αγγίξω το στόχο. Ώσπου να ρθει κείνη στιγμή που η κατάλυσις πάντων θα σημάνει Ανάσταση κι η μέρα η ιερή, η αμόλυντη, θα εξπνεύσει οξυγόνο να ανασάνουν αλήθεια οι άνθρωποι...

Ένας κούκος, μια Άνοιξη / Χριστοφή Χριστίνα

Μισοκρύβεται η επόμενη ημέρα πίσω απ'τις ζοφερές ηλιάχνες. Προς το παρών, το ιερό, το υπαρκτό, παραμένουν ζοφερές...σα να κρύβονται της κυρά Άνοιξης... Μα πού θα πάει... Θα τον αρπάξει η ελπιδοφόρα εποχή απ'τις πυρόξανθες αιώνιες πλεξούδες να περιλούσει την όποια παγερή αμφιβολία μας, να εξατμιστεί κάθε εναπομείναν μικρόβιο... Αδύνατον, εξάλλου, να χωρέσει οποιαδήποτε αγάπη στο σχήμα της καραντίνας. Μήδε να περιοριστεί του ήλιου η φωτεινή έκρηξη, είναι πιθανόν... Ας πάρουμε δέσμες κίτρινου να εξατμίσουμε της κάθε μόλυνσης την πλάνα εστία, ας επιτρέψουμε στην αγάπη, επιτέλους, να καραδοκεί σε κάθε επόμενη γωνία, ας πιστέψουμε στου Δημιουργού τα δώρα, και ετούτη τη φορά ένας ήλιος θα φέρει την Άνοιξη..

Προπόσεις / Χριστοφή Χριστίνα

 Καθώς συγκρούονταν ανεπαίσθητα τα κρασοπότηρα, συγκρούονταν και τα λαξευμένα προφίλ. Μαγεία απ'τη διαύγεια των κρυστάλλων, μαγεία απ'την αστρόσκονη των αγαπημένων. Οι ευχές οι πρώτες, φρεσκογεννημένα αστρολούλουδα στα αυτιά της πρώιμης νιότης. Και πώς γερνάμε αθόρυβα με τις ευχές μας υπo μάλης. Σαν κάτι να καρτερούμε, ενώ η πρόποση είναι ήδη μια μεθυσμένη αλήθεια. Άρπαξε την ευχή και σμίξε τα σμιλεμένα από ανέμους προφίλ, η στιγμή έχει ήδη εξατμιστεί, αλκοόλ στη μαγεία της ατμόσφαιρας... Τα φιλιά, κατευθείαν απ'την καρδιά είναι εκείνα που πραγματοποιούν, τις μαγευτικότερες ευχές. Κράτα την ωραιότερη πρόποση για το τέλος... Ο αντίλαλος ακόμα ζει στις νύχτες του Γεννάρη... 

Μάης / Χριστίνα Χριστοφή

 Έλεγα ολοβραδύς να μπλέξω ένα στεφάνι. Να τ'αφήσω να φιληθεί απ'της νοτιάς τα υγρά χείλια, να φιλοξενήσει ζωή απ'των μελισσών τα θεία δώρα... Να ευφράνει τη ψυχή της γειτόνισσας, που'χει χρόνους ασπόνδυλους να νοιώσει του Μαγιού τα δόρυτα. Μα νύχτωσε εψές νωρίς. Σκούρηναν οι κάμποι υπό τις σκιές των βλεφάρων μου. Κι όταν εφάνην το ξημέρωμα, μια ενταφιασμένη σκονοσυρροή έπνιξε των λουλουδιών τα αθώα κι άδολα χρώματα. Μια σκόνη σαν ύπουλος εισβολέας, έθαψε του Μαγιού τ'αρώματα... Αντί στεφάνι κρέμμασα ένα χαμόγελο, στου ξωπορτιού το εμπα. Να ανταγωνιστώ ισότημα τη σκόνη, ώσπου να ανθίσουν και πάλι τα χρώματα... 

Έρωτας / Χριστίνα Χριστοφή

 Εκεί που το φεγγάρι θα σε κοιτάξει κατάματα, εκεί που τ'άστρα θα σ'ανοιγοκλείσουν τα χρυσανταυγή βλέφαρα, μειδίαινε... Τον κέρδισες τον έρωτα... Αποχώρησες ετσιθεληκά και περήφανα, απ'εκείνες τις σκουριασμένες και χρονοφαγωμένες αλυσίδες της στυγνής πραγματικότητας... Γιατί δεν είναι αλήθεια ο έρωτας... Είναι μαγεία... Κι η μαγεία κρατάει όσο η λάμψη εκείνη η πορτοκαλιά και μυστήρια που καλύπτει κάθε δείλι τις περίφημες γραμμές των οριζόντων... Όσο κείνα τα δυό καστανά μάτια, φθάνουν στα δικά σου σα δυό ιλιγγιώδη ερεθίσματα του έρωτα... Όσο τα χέρια σου, σμίγουν με τα δικά του και γεννιέται τ'άπειρον... Ένα οκτάρι πεσμένο... Μα' ναι ολόκληρος ο έρωτας... 

Ποιητές / Χριστίνα Χριστοφή

Είναι τα μάτια των ποιητών δυό ετοιμοπόλεμοι καταρράκτες. Δυό υδάτινα όπλα καρτερικά και προσδόκιμα να νοτιάσουν όποια ξηρή ψυχή λάχει στο λόγιο πέρασμά τους. Αν τύχει και τους συναντήσεις στο διάβα σου, μη τους προσπερνάς για σένα συνθέτουν της ψυχής τους τις ψηφίδες. Για σένα ξεχειλούν τα μάτια τους κάθε που συγγράφουν της καρδιάς τους τα πέταλα, όπως και για σένα παρατηρούν τα στερνοφύλλια της οπώρας καθώς τα κορτάρει ο άνεμος. Για σένα εγκλωβίζουν τα λιογέρματα ανάμεσα στις ακτίνες των λυπημένων τους ματιών...γύρε και συ τις πολυάσχολες κόρες σου... Αξίζει να εισπνεύσεις χρώμα να αλλάξει της καρδιάς σου η ξέρα. Αξίζει κάθε απόχρωση, κάθε δρασκελιά ποίησης, βούτα τη ψυχή σου κατευθείαν στα δάκρυα τους ανάμεσα...μια εξιλέωση το ελάχιστον της οφείλεις... 

Στην Κική / Χριστίνα Χριστοφή

 Είπαν πως έφυγες... Μα δε διάβασαν έστω ένα ποιήμα σου; Δε ψηλάφισαν στους διαδρόμους ανάμεσα των άστρων τα απομεινάρια της αστρόσκονής σου; Δε μύρισαν στο φύσημα του νοτιά τις ιριδίζουσες δροσοστάλες των επιφωνημάτων που τόσο μαστορικά έκρυβες στις καρδιές των γραφτών σου; Δεν ακούμπησαν τα φτερά των πεταλούδων, πόσο όμορφα λυγίζουν, κουβαλώντας τις μνήμες σου; Πώς μπόρεσαν τα χείλια τους να πουν πως έφυγες; Μή ξέροντας οι αδαείς ότι κρύβεσαι ολοζώντανη και περιχαρής, στο χρυσαφένιο σου τάλαντο βουτηγμένη... Χαμογελάς, ζυγίζοντας τα καράτια ενός επόμενου ποιήματος που ετοιμάζεις...

ΒΕΝΤΑΛΙΑ / Χριστίνα Χριστοφή

 Είναι και οι νύχτες που δεν χωράν στα σεντόνια τους κι άλλο ύπνο. Είναι κείνες που σε ξυπνάνε για τα καλά. Σαν κοκόρια που σε κουκουφάνε εώς και της ψυχής τα στεγανά. Να ξυπνήσεις επιτέλους. Όπως το χρωστάς και στη ζωή την ίδια. Να ταρακουνήσεις το λήθαργο που ξαποσταίνει σαν πασάς στου εαυτού σου τα ρημαγμένα κρεββάτια. Αρκετά σάπιζε η σκέψη σου για κείνον. Αρκετά καρβούνιασε η καρδιά σου στο διάβα του. Αρκετά τα βράδια τα αναγάπητα σου κατασπάραξαν τη νιότη. Σύρε την καρδια σου χωρίς αποσκευές. Μόνο με μιά βεντάλια εντός της. Να κάνεις σινιάλο με κείνην στον έρωτα, μήπως καταλάβει ο φτεροπόδαρος, πως είσαι επιτελους, έτοιμη.

Χριστίνα Χριστοφή (μικρή αναφορά)

Η Χριστίνα Χριστοφή γεννήθηκε στη Πάφο της Κύπρου το 1979. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ζει στη Πάφο όπου και διατηρεί μία στήλη ποίησης σε τοπική εφημερίδα