Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασιλείου Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασιλείου Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΠΕΙΔΗ ... του Κώστα Βασιλείου

Επειδή κάψατε τα δάση μου
Για να κόψετε τα οικόπεδά σας
Και μιλάτε για Δασούπολη
Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο
Επειδή ανασκάψατε τους κήπους μου
Για ν’ απλώσετε τα γήπεδά σας
Και μιλάτε για Ανθούπολη
Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα άνθος
Επειδή μωρανθήκατε
Επειδή σκοτώνετε τον ήλιο μου
Για να πλουτίσετε τα σκότη σας
Και μιλάτε για Λάμπουσα
Εκεί που δεν υπάρχει λάμψη
Και μιλάτε για Αλάμπρα
Εκεί που δεν υπάρχει φως
Όμως υπάρχει ο Κεραυνός
Και θα σας κάψει

Κώστας Βασιλείου (βιογραφία)

Ο Κώστας Βασιλείου γεννήθηκε στη Πάνω Δευτερά, το 1939. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1958-1963). Ακολούθως, υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση, ως φιλόλογος από το 1963 ως το 1999 που αφυπηρέτησε
Εμφανίστηκε το 1969 με την ποιητική συλλογή Σκαμάνδριος Εκτορίδης Αστιάναξ,


Ποιητικές Συλλογές:
  •  Σκαμάνδριος Εκτορίδης Αστιάναξ 1969
  •  Κλωνάρι 1971, 
  • Ο μεγάλος Σαμάν 1977, 
  • Ο Πόρφυρας , 1978 , 
  • Pieta , 1983 
  • Ο ευαγγελισμός της Λυγερής , 1988
  • Η Λάμπουσα (1996)
  •  Ο Κανόλλος, 1997 (στην κυπριακή διάλεκτο) 
  • Το ίλαντρον / 2000
  • Rita / 2015
Με δική του επιμέλεια, εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Αιγαίον» (2003) δυο σατιρικά έργα του Βασίλη Μιχαηλίδη: «Ο Ρωμιός» («Ρωμιός και Τζιον Πουλλής, Τζιονής και Κακουλλής») και «Ο Διάβολος».

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ο μεγάλος Σαμάν / Ποιητική Συλλογή του Κώστα Βασιλείου εκδοθείσα το 1977


Ο Αισχύλος και ο Γιάννης / Βασιλείου Κώστας



Δεν είναι αρκετό να ’μαστε άριστοι
Ποιητές της καρδιάς και του ύφους
Έλεγε πικραινόμενος εν εαυτώ
Κοιτάζοντας τη μάχη από ένα βράχο
Ο Ριμαχό – κι ο Ριμάχο
Κοιτάζοντας τη μάχη από ένα μύλο
Δεν είναι αρκετό να ’μαστε άριστοι
Ποιητές της φωτιάς και του πλήθους
Πρέπει να γίνουμε και άριστοι
Πολεμιστές, σαν τον Αισχύλο
Που πολέμησε στον Μαραθώνα.
Δεν γίνεται, τους φώναξε
Μέσ’ από την καρδιά της μάχης
Η Ριμαχόνα – πρέπει να διαλέξετε
Γιά ποιητές γιά στρατιώτες, αν αμφιβάλλετε
Ρωτάτε τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ρήγα Φεραίο
Ρωτάτε τον Δώρο Λοΐζου και τον Παύλο Τελώνη
Που κάτι ξέρουν για το μέγα δίλημμα.
Μ’ αν θέτε σώνει και καλά να είστε και τα δύο
Πρέπει πρώτα να γίνετε γενναίοι πολεμιστές
Με στήθος
Κι ύστερα, αν επιβιώσετε
Γενναίοι ποιητές
Με ήθος
Σαν τον Αισχύλο και τον Γιάννη
Τον Μακρυγιάννη.

Μικροί Εσπερινοί του Κώστα Βασιλείου

1

Κάθε φορά που κατεβάζω στην αυλή 
Μ΄  ένα μονόχειρο σιτάρι 
Τα περιστέρια

                                 Ο Βασιλάκης 

Τρέχοντας χαρούμενος ανάμεσά τους 
Τα ανεβάζει πάλι στην άκρη της στέγης 
Και στέκεται και τα θωρεί 
Περίλυπος 

2

Κι όταν ακούστηκε η καμπάνα του εσπερινού 
Σταμάτησε να κυνηγά τα περιστέρια 
Κι άρχισε να χορεύει 

                                  Εκείνος 

Δώδεκα μηνών Και η καρδιά του 
Δώδεκα μηνών

Ο μικρός πρίγκηπας του Κώστα Βασιλείου


Τρια μερονυχτα τον εψαχνε μεσα στο πληθος
Στην αγορα, στα καταγωγια και στα γυμνασια
Η μανα του η ανυμφευτη η Αγγελικα
κι εκεινος
Ποιος να το φανταζοταν για εναν μπασταρδο
Για εναν αξεστο δεκαεφταχρονο νησιωτη
Κατω απ’ τους ιστορημενους θολους του Ναου
Ν’ ακούει με κατανυξη τους σεβασμιους γεροντες
Το Santo Rossi, τον εξοριστο της liberta
Τον Alessandro Manzoni, το δασκαλο της αρετης
Τον Bernardo Bellini, το μαστορα της γλωσσας
Κι αλλους πολλους και πανω απ’ ολους
Το Monti, το Vincenzo Monti
Τον ιεροφαντη της ποιησης.
Και αιφνης να στηνει το κορμακι του αναμεσο τους
Να ψελνει μια τερτσινα απο το Βιβλιο των Cantos
Και να ρωτα και να ξαναρωτα για το αποκρυφο της νοημα
Για το χυμενο αρωμα που υπαρχει περα απο το νοημα
Κι εκεινοι να του αποκρενονται κι αυτος να επιμενει
Και να τολμα να συζητει μαζι τους για τις αποχρωσεις
του νοηματος, το φως
Που υπαρχει εξω απο το ποιημα
Κι ολοι να τον θαυμαζουν για τη φρονιμαδα του
Κι ο Santo Rossi χτυπωντας τα χερια
— O Greco
Tu farai dimenticare il nostro Monti — κι ο Monti
Ο Vincenzo Monti αλλαζοντας χρωματα
— Υακυνθηνε
Δε φαινεται να σε λειπουν ολοτελα οι γιακυνθοι
Κι αν θες τη συμβουλη ενος πατερα γενου κριτικος
Θα ’σαι ο ιδανικοτερος ερμηνευτης του εργου μου
Μ’ αν θελεις σωνει και καλα να γινεις ποιητης
Αξιος να διαβεις την Ωραια Πυλη
Δεν πρεπει να συλλογιζεσαι τοσο
Να αισθανεσαι πρεπει να αισθανεσαι
Κι ειπε τη λεξη αισθανεσαι με μια βαθεια ανασα
Κι οπως αγγιζει ενας ιερεας το ευαγγελιο
Ακουμπησε το χερι στο σημειο της καρδιας
Με την Καρδια.
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
γραφει ο ποιητης τους στιχους του
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
σωζει ο αντρας την τιμη του
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
σμιγει ο πιστος με το θεο του
Μην πεις ποτε σου στην καρδια σταματα ως εδω
Εδω το επιτρεπτο, εκει το ανεπιτρεπτο — ποτε
Δε θα σου πει ποτε η καρδια μην προχωρησεις ως εκει
Εκει το ανεφικτο, εδω το εφικτο
Κι ο νους
Είναι θανασιμο αμαρτημα στην ποιηση
Εναντια στη φυση της ποιησης
Με το νου
Μπορει ν’ απομονωνεις εξοχες στιγμες
Δε θα μπορεσεις ομως να συνθεσεις το Χρονο
Μπορει να φτιαχνεις αψογες κολονες
Δε θα μπορεσεις ομως να οικοδομησεις το Ναο
Με το νου
Δε θ’ αναστησεις απ’ τα κοκκαλα
Τη λευθερια
Με την ΚΑΡΔΙΑ — Και με το ΝΟΥ
Απαντησε ευθυς ο Νεος Ποιητης
Με σεβασμο αλλα και σιγουρια που τη βεβαιωναν
Οι χτυποι της καρδιας του — με το νου
Πρεπει πρωτα με δυναμη να συλλαβει ο νους
Κι επειτα η καρδια θερμα να αισθανθει
Ο,τι ο νους εσυνελαβε — κι ο Λογος
Κι οπως μιλουσε, το κορμακι του
Μετακινηθηκε προς την Ωραια Πυλη
Και, εν αρχη ην ο Λογος, ειπε
Και ο Λογος ην προς τον Θεον
Και Θεος ην ο Λογος.


Γενάρης 1978

Από την Ποιητική Συλλογή: Κώστας Βασιλείου, Ο Πόρφυρας. Ποιήματα, Λευκωσία 1978, σ. 58-60

Τα επίθετα / Βασιλείου Κώστας



Δεν πρόφτασε καλά καλά να γίνει δήμαρχος
Ο κύριος Ριμαχό, κι όπως το είχε υποσχεθεί
Κήρυξε εκστρατεία ενάντια στα επίθετα.
Δεν είναι κατάσταση αυτή, έλεγε και ξανάλεγε
Κάθε φορά που σηκώνεται ένας άνεμος 
Να γεμίζει η πόλη, κι ούτε ένα παράθυρο
Ούτε την πόρτα σου να μην μπορείς ν’ ανοίξεις.
Κι έδωσε εντολή στην καθαρίστρια
Να πάρει σβάρνα δρόμους και πλατείες
Να τα σκουπίσει.
Να τα σκουπίσω κύριε δήμαρχε
Του είπε η Ριμαχόνα, αλλά να με συμπαθάτε
Δεν μπορώ να καταλάβω τι σας έπιασε με τα επίθετα, καλά
Να προσπαθήσουμε να περιοριστούμε στα ουσιαστικά
Μα γίνονται ουσιαστικά χωρίς επίθετα; δεν γίνονται
Όπως δεν γίνονται ουσιαστικά χωρίς τα ρήματα.
Αφήστε τώρα που είναι βαρυχειμωνιά και πέφτουν
Με τη βροχή και τον άνεμο –την άνοιξη
Μα και το καλοκαίρι ίσαμε τον Αύγουστο
Αν τύχει να περάσετε καμιά φορά απ’ το χωριό 
Έχω μια ροδιά στην αυλή μου, μια ροδιά
Με κάτι κόκκινα ρήματα, με κάτι κόκκινα ουσιαστικά
Να τα κοιτάζεις και να σε πονούν τα μάτια
Να τα ξανακοιτάζεις και να σου έρχονται δάκρυα στα μάτια
Έτσι καθώς τα βλέπεις να υπάρχουν και να αναπνέουν
μέσα σε μια θάλασσα


Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΠΟΙΗΣΗ / Βασιλείου Κώστας


Εύκολο είναι, είπε η Χελιδόνα
Να ζωγραφίζετε στους τοίχους κόκκινα πουλιά.
Το δύσκολο είναι να τα ζωγραφίζετε με αίμα
Και να ’ναι το αίμα ζωντανό
Και να ’ναι το αίμα φονικό
Και να ’ναι κόκκινο και μαύρο
Κόκκινο και φαρμακερό.
Τότε μονάχα θα μπορούσαν τα πουλιά
Να ζωντανέψουν, να πετάξουν και να τραγουδήσουν
Την άνοιξη, τον ήλιο και τον έρωτα
Τη θάλασσα, τον ουρανό και πάλι τον έρωτα
Η ποίηση είναι ο έρωτας κι ο έρωτας
Η λευτεριά η αγάπη

Η ΠΟΙΗΣΗ / Βασιλείου Κώστας


Η ποίηση είναι ένα πουλί
Είπε η Χελιδόνα – ένα κόκκινο πουλί
Π’ άλλοτε μεγαλώνει κι άλλοτε μικραίνει
Κι άλλοτε ανασταίνεται και άλλοτε πεθαίνει
Και πότε αλλάζει αποχρώσεις, απ’ το ρόδινο
Μέχρι το βαθυκόκκινο του φονικού
Και τραγουδάει την άνοιξη, τον ήλιο και τον έρωτα
Τη θάλασσα, τον ουρανό και πάλι τον έρωτα
Η ποίηση είναι ο έρωτας κι ο έρωτας
Η λευτεριά η αγάπη

Το Ίλαντρον (απόσπασμα) / Βασιλείου Κώστας

Θέλω να πω θκειέ μου Βασίλη,

Βασίλη βασιλέα μου 

φέγγος των αμμαθκιών μου·

κανένας εν σε θκιαβάζει

κανένας εν σε σκαμπάζει·

κανένας εν σε σαϊτίζει

κανένας εν σε πεϊντίζει

κανένας - ποιός τους καταρκάζεται

κανεί που έγραψες τ'αθάνατα ποιήματά σου 

τα βαρβάτα,

στα ζωντανά σου τα Ρωμαίϊκα τ'αμολόητα
τ'αρτσιάτα.