Τρια μερονυχτα τον εψαχνε μεσα στο πληθος
Στην αγορα, στα καταγωγια και στα γυμνασια
Η μανα του η ανυμφευτη η Αγγελικα
κι εκεινος
Ποιος να το φανταζοταν για εναν μπασταρδο
Για εναν αξεστο δεκαεφταχρονο νησιωτη
Κατω απ’ τους ιστορημενους θολους του Ναου
Ν’ ακούει με κατανυξη τους σεβασμιους γεροντες
Το Santo Rossi, τον εξοριστο της liberta
Τον Alessandro Manzoni, το δασκαλο της αρετης
Τον Bernardo Bellini, το μαστορα της γλωσσας
Κι αλλους πολλους και πανω απ’ ολους
Το Monti, το Vincenzo Monti
Τον ιεροφαντη της ποιησης.
Στην αγορα, στα καταγωγια και στα γυμνασια
Η μανα του η ανυμφευτη η Αγγελικα
κι εκεινος
Ποιος να το φανταζοταν για εναν μπασταρδο
Για εναν αξεστο δεκαεφταχρονο νησιωτη
Κατω απ’ τους ιστορημενους θολους του Ναου
Ν’ ακούει με κατανυξη τους σεβασμιους γεροντες
Το Santo Rossi, τον εξοριστο της liberta
Τον Alessandro Manzoni, το δασκαλο της αρετης
Τον Bernardo Bellini, το μαστορα της γλωσσας
Κι αλλους πολλους και πανω απ’ ολους
Το Monti, το Vincenzo Monti
Τον ιεροφαντη της ποιησης.
Και αιφνης να στηνει το κορμακι του αναμεσο τους
Να ψελνει μια τερτσινα απο το Βιβλιο των Cantos
Και να ρωτα και να ξαναρωτα για το αποκρυφο της νοημα
Για το χυμενο αρωμα που υπαρχει περα απο το νοημα
Κι εκεινοι να του αποκρενονται κι αυτος να επιμενει
Και να τολμα να συζητει μαζι τους για τις αποχρωσεις
του νοηματος, το φως
Που υπαρχει εξω απο το ποιημα
Κι ολοι να τον θαυμαζουν για τη φρονιμαδα του
Κι ο Santo Rossi χτυπωντας τα χερια
— O Greco
Tu farai dimenticare il nostro Monti — κι ο Monti
Ο Vincenzo Monti αλλαζοντας χρωματα
— Υακυνθηνε
Δε φαινεται να σε λειπουν ολοτελα οι γιακυνθοι
Κι αν θες τη συμβουλη ενος πατερα γενου κριτικος
Θα ’σαι ο ιδανικοτερος ερμηνευτης του εργου μου
Μ’ αν θελεις σωνει και καλα να γινεις ποιητης
Αξιος να διαβεις την Ωραια Πυλη
Δεν πρεπει να συλλογιζεσαι τοσο
Να αισθανεσαι πρεπει να αισθανεσαι
Να ψελνει μια τερτσινα απο το Βιβλιο των Cantos
Και να ρωτα και να ξαναρωτα για το αποκρυφο της νοημα
Για το χυμενο αρωμα που υπαρχει περα απο το νοημα
Κι εκεινοι να του αποκρενονται κι αυτος να επιμενει
Και να τολμα να συζητει μαζι τους για τις αποχρωσεις
του νοηματος, το φως
Που υπαρχει εξω απο το ποιημα
Κι ολοι να τον θαυμαζουν για τη φρονιμαδα του
Κι ο Santo Rossi χτυπωντας τα χερια
— O Greco
Tu farai dimenticare il nostro Monti — κι ο Monti
Ο Vincenzo Monti αλλαζοντας χρωματα
— Υακυνθηνε
Δε φαινεται να σε λειπουν ολοτελα οι γιακυνθοι
Κι αν θες τη συμβουλη ενος πατερα γενου κριτικος
Θα ’σαι ο ιδανικοτερος ερμηνευτης του εργου μου
Μ’ αν θελεις σωνει και καλα να γινεις ποιητης
Αξιος να διαβεις την Ωραια Πυλη
Δεν πρεπει να συλλογιζεσαι τοσο
Να αισθανεσαι πρεπει να αισθανεσαι
Κι ειπε τη λεξη αισθανεσαι με μια βαθεια ανασα
Κι οπως αγγιζει ενας ιερεας το ευαγγελιο
Ακουμπησε το χερι στο σημειο της καρδιας
Κι οπως αγγιζει ενας ιερεας το ευαγγελιο
Ακουμπησε το χερι στο σημειο της καρδιας
Με την Καρδια.
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
γραφει ο ποιητης τους στιχους του
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
σωζει ο αντρας την τιμη του
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
σμιγει ο πιστος με το θεο του
Μην πεις ποτε σου στην καρδια σταματα ως εδω
Εδω το επιτρεπτο, εκει το ανεπιτρεπτο — ποτε
Δε θα σου πει ποτε η καρδια μην προχωρησεις ως εκει
Εκει το ανεφικτο, εδω το εφικτο
Κι ο νους
Είναι θανασιμο αμαρτημα στην ποιηση
Εναντια στη φυση της ποιησης
Με το νου
Μπορει ν’ απομονωνεις εξοχες στιγμες
Δε θα μπορεσεις ομως να συνθεσεις το Χρονο
Μπορει να φτιαχνεις αψογες κολονες
Δε θα μπορεσεις ομως να οικοδομησεις το Ναο
Με το νου
Δε θ’ αναστησεις απ’ τα κοκκαλα
Τη λευθερια
γραφει ο ποιητης τους στιχους του
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
σωζει ο αντρας την τιμη του
Με την καρδια — με το αιμα της καρδιας
σμιγει ο πιστος με το θεο του
Μην πεις ποτε σου στην καρδια σταματα ως εδω
Εδω το επιτρεπτο, εκει το ανεπιτρεπτο — ποτε
Δε θα σου πει ποτε η καρδια μην προχωρησεις ως εκει
Εκει το ανεφικτο, εδω το εφικτο
Κι ο νους
Είναι θανασιμο αμαρτημα στην ποιηση
Εναντια στη φυση της ποιησης
Με το νου
Μπορει ν’ απομονωνεις εξοχες στιγμες
Δε θα μπορεσεις ομως να συνθεσεις το Χρονο
Μπορει να φτιαχνεις αψογες κολονες
Δε θα μπορεσεις ομως να οικοδομησεις το Ναο
Με το νου
Δε θ’ αναστησεις απ’ τα κοκκαλα
Τη λευθερια
Με την ΚΑΡΔΙΑ — Και με το ΝΟΥ
Απαντησε ευθυς ο Νεος Ποιητης
Με σεβασμο αλλα και σιγουρια που τη βεβαιωναν
Οι χτυποι της καρδιας του — με το νου
Με σεβασμο αλλα και σιγουρια που τη βεβαιωναν
Οι χτυποι της καρδιας του — με το νου
Πρεπει πρωτα με δυναμη να συλλαβει ο νους
Κι επειτα η καρδια θερμα να αισθανθει
Ο,τι ο νους εσυνελαβε — κι ο Λογος
Κι επειτα η καρδια θερμα να αισθανθει
Ο,τι ο νους εσυνελαβε — κι ο Λογος
Κι οπως μιλουσε, το κορμακι του
Μετακινηθηκε προς την Ωραια Πυλη
Και, εν αρχη ην ο Λογος, ειπε
Και ο Λογος ην προς τον Θεον
Και Θεος ην ο Λογος.
Μετακινηθηκε προς την Ωραια Πυλη
Και, εν αρχη ην ο Λογος, ειπε
Και ο Λογος ην προς τον Θεον
Και Θεος ην ο Λογος.
Γενάρης 1978
Από την Ποιητική Συλλογή: Κώστας Βασιλείου, Ο Πόρφυρας. Ποιήματα, Λευκωσία 1978, σ. 58-60
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου