Άνοιξε το παράθυρο κι ανάσανε
μετρώντας ένα- ένα τα χρόνια του.
και ήτανε ακόμη ζωντανός.
Οι ρυτίδες στο μέτωπο χαρακιές
τα μάτια του θάλασσες θολές
και ο ύπνος τα βράδια βαθύς.
Γύρισε το βλέμμα κατά το λιμάνι.
Κατέβαιναν ναύτες νεαροί με ολόκευκες στολές κι ένα πλατύ χαμόγελο.
Αίφνης οι μορφές τους παραβίασαν την είσοδο του σπιτιού
κάθισαν μαζί του και του αράδιασαν ένα σωρό ιστορίες για ιθαγενείς και παπαγάλους που μιλάνε.
Κι εκείνος όλο γελούσε.
Ύστερα έπαιξαν φυσαρμόνικα
κάπνισαν κι από ένα τσιγάρο
ήπιαν λίγο τσίπουρο κι έφυγαν.
Κι εκείνος σηκώθηκε άρχισε να περπατά
σχεδόν έτρεχε
έψαχνε παντού μα δεν τους έβρισκε.
Επιστρέφοντας τους είδε πάλι.
Αυτή τη φορά ήτανε γερασμένοι
δίχως στολές και καπέλα ναυτικά.
Μέτρησε ξανά τα χρόνια του
γράφοντας με κιμωλία
κάθετες, χοντρές γραμμές.
Ήταν ήδη ένα χρόνο μεγαλύτερος.