(αφιερωμένο σ’ ένα ιμερόεν νέφος)
Χελιδόνι μου
τι είναι αυτό το μαύρο Χ
Τόσο πολύ μού κάθισε, επάνω στην καρδιά μου,
που φαίνομαι σαν επικηρυγμένος αντάρτης.
Χελιδόνι μου
τι είναι αυτό το μούντζωμα,
που άφησες με μαύρο κάρβουνο
επάνω στην ψυχή μου, την έρμη,
ωσάν να σού ‘φταιξα, πετροχελίδονό μου.
Τώρα πιά κολυμπάω σε μια λίμνη ατέρμονη
χαμένο χρυσόψαρο. Τώρα πια ένας άσπρος
κύκνος, υπερίπταται της οροφής του ήλιου
ως να θέλει να μού κάνει παρέα.
Χελιδόνι μου
επάνω στη στέγη με τα κεραμίδια
άπλωσε σελαγίζουσα, μητέρα αμόλυντη,
η μορφή του έρωτα.
Χελιδόνι μου
όλος απόγνωση σε κρένω,
είναι ώρα να πηγαίνεις, πουλί χρυσό
της αποδημίας;
Ούπω καιρός, μού αποκρίνεσαι
και κρύβεσαι μες στα φυλλώματα
και μες στο γάργαρο τρεχάμενο νερό
του ρυακιού σαν γρύλος της σιωπής
μες στην απέραντη σιγή μου.