Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχαηλίδου Λίλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχαηλίδου Λίλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΗΣ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ / Μιχαηλίδου Λίλη

Στην Άννη μου
*
Τη μέρα που κατέβηκα στη Βαρκελώνη
ο ουρανός προμήνυε καλοκαιρία κι ο αέρας
έπαιρνε τις κωδωνοκρουσίες μακριά, έξω από την πόλη.
Όταν αργότερα μπήκα στον Καθεδρικό ναό ανακάλυψα
πως είχε μπει πολύ πριν από μένα η τεχνολογία
και πήρε τη θέση των κεριών.
Μ’ ένα κουμπί, ανάβει το ηλεκτρικό κερί 
που διαρκεί ανάλογα με την εισφορά και την πίστη.
*
Στο μουσείο Πικάσο
οι αίθουσες ήταν χωρισμένες σε περιόδους
και οι φωτογραφίες απαγορεύονταν.
Ο ζωγράφος όμως μας φωτογράφιζε
κοιτάζοντάς μας καχύποπτα.
Οι πινελιές κατά το τέλος της ζωής του ήταν εκκεντρικές
κι η έκφραση στα πρόσωπα των γυναικών που αγάπησε
ήταν διχασμένη.
Να χαμογελάσουν ή να κλάψουν;
*
Με σηκωμένο γιακά διέσχιζε τη λεωφόρο
με τα ψηλά πλατάνια πουλιά.
Τα μαλλιά του ανέμιζαν καθώς και το μακρύ κασκόλ.
Οι σκιές των φύλλων έπαιζαν στο πρόσωπό του.
Αυθεντική χορογραφία.
Βήμα σε ρυθμό δευτερολέπτων. Στοιχειωμένο βήμα.
Ένα χαμόγελο. Κατάκτηση.
Τον ακολούθησα με το βλέμμα.
Απομακρυνόταν σαν σύννεφο αλλάζοντας σχήματα 
στο αόριστο του ορίζοντα.
Όλα τα κτίρια είχαν ανοιχτά τα παράθυρα.
*
Στην αρένα. Χωρίς ταύρους, ταυρομαχίες και όλε, όλεεε.
Η μάνητα της εποχής.
Στο χώρο της αρένας ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο.
Γέμισαν τα υπόγεια και όλους τους ορόφους
καταστήματα και εστιατόρια. 
Η αρένα είναι πάλι ενεργή.
Μόνο που τους ταύρους αντικατάστησαν οι άνθρωποι 
και τους ταυρομάχους οι πολυεθνικές.
*
Στο τρένο από το Colonia Güell.
Κάθονται δίπλα μας, στολισμένες για έξοδο.
Η μια στα άσπρα, δαντελένια σαν πεταλούδα
η άλλη στα κοκκινόμαυρα σαν παπαρούνα.
Δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέ που οδηγούν γύρω από το λαιμό
μάτια βαμμένα χείλη, ρουζ στα μάγουλα τονίζοντας
την επιθυμία για φίλημα.
Οι ψεύτικες οδοντοστοιχίες προσπαθούν να υποτάξουν
την τσίχλα που ανεβοκατεβαίνει στο στόμα τους.
Μιλούν ακατάπαυστα και γελούν σαν μικρά κορίτσια.
Ένα είναι σίγουρο. προσθέτοντας τα χρόνια τους 
ξεπερνούν ενάμιση αιώνα.
Στο τρένο προς τη Βαρκελώνη.
Φόρεσαν όλα τα εφόδια για μια επίσημη έξοδο.
Δαχτυλικά αποτυπώματα, ταυτότητα, ηλικία
φουσκωμένες φλέβες έτοιμες να σκάσουν, νύχια χρωματιστά
αραιά μαλλιά στερεωμένα στα κεφάλια τους με χτένες.
Τα τραντάγματα κάνουν τις κινήσεις τους πιο εύθραυστες
όπως και τις μνήμες που κουβαλούν στις τσάντες τους.
Το τρένο σταματά.
Σηκώνονται, διορθώνουν τα φτερά τους
έτοιμες να αποβιβαστούν και να πετάξουν.
Ιούνιος, 2013

Η ΑΦΟΡΜΗ/ Μιχαηλίδου Λίλη

Ήταν οι αμμόλοφοι.
Το σπίτι που καθότανε μόνο του.
Η θάλασσα που γλιστρούσε σε μια παραλία, αποκλειστικά δική της
και τ’ αρμυρίκια που φύτρωναν ανεξέλεγκτα.
Ήτανε το φεγγάρι που γέμιζε μέρα με τη μέρα
μέχρι που έγινε κόκκινο σαν μπάλα παγωτό
και με καλούσε να το γευτώ
κι ο άνεμος που έφερνε την άμμο στα πρόσωπα
μιαν άμμο αβαρή, υγρή που χρύσιζε και κολλούσε στο δέρμα.
Και συ, που δεν ήσουν εδώ, μα γέμιζες τα δωμάτια
μ’ έναν έρωτα ανεξέλεγκτο όπως τ’ αρμυρίκια.
Δεν ήσουν εδώ. 
Μα ήσουν η αφορμή.

Η Αλχημεία του χρόνου: Ποιητική Συλλογή της Λιλης Μιχαηλίδου που εκδόθηκε το 2001. (μικρό απόσπασμα)

Α΄Κραδασμοί 




Εξυγίανση


Ήταν νομίζω γνώριμο το μέρος
ανάμεσα στις καστανιές στους ήχους των νερών
χωράφι της ανατολής στο βάθος μιας αυλής
Έβρεχε
Έβρεχε πολύ
μόλις που πρόλαβε να βγει
να ξεπλυθεί κάτω απ’ τους στίχους
της βροχής



Μυροβόλο Αγίασμα
Ασάλευτο κειτότανε το σώμα
στον καναπέ κάτω απ’ τ’ αστέρια
Το χέρι ακουμπούσε τη ράχη ενός βιβλίου
που ήταν ανοιχτό πάνω στο στήθος
κι όλοι πίεζαν και γλιστρούσαν βαθιά
τα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Τσιμπούσε τα σωθικά μια συσσώρευση
ένα μπέρδεμα άδηλο νεφέλωμα
Όταν ύστερα από χρόνια πήραν αέρα
τα πνεμόνια και τα χέρια άρχισαν να
κινούνται, ένιωσε το βάρος της ευθύνης
Χρειάστηκε καιρός να ταξινομηθούν ξανά
τα χυμένα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα

Ο έρωτας είναι Ποίηση 

Δύο η ώρα το πρωί στρωμένη η νύχτα αποβραδίς
κι η σιγή ακάλυπτη
Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
Βγαίνουν οι νύμφες για χορό κι οι νότες σκάβουν
τον ορίζοντα
Στο πάνω δώμα στρωμένα τ αστέρια
Στάζουνε κόμποι απ’ τους κροτάφους
κι υγραίνεται η ανάγκη για ηδονή
βραδεία στριφογυρίζει στο μυαλό η επιθυμία
και το μολύβι μες στα δάχτυλα
Ζύγωσαν πια τα σώματα μες στην αγκάλη της στροφής
πάλλονται οι χορδές σαν ελατήριο από στίχους
τρέμουν τα μέλη παραληρεί η γλώσσα
τρέμει στ ακροδάχτυλα το μολύβι
Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων

β΄ Πυγολαμπίδες 

Φανοστάτες


Άνοιξε τα πέταλα η αυλαία
χι άνθισε φως στο πρόσωπο της ώρας
που ταξίδευε χωρίς αποσκευές
Αντέδρασε το σώμα
Σύρθηκε μέσα στη σπονδυλική στήλη
του χρόνου σ’ έναν καιρό
όπου όλα φωτίζονταν με neon light
κι αφέθηκε να επιπλέει στον ιδρώτα
γι’ αναγνώριση
Ξέμειναν οι πλανόδιοι φανοστάτες
ανάμεσα στους στίχους, στις στροφές
να στάζουν φως
απλώς για τους μοναχικούς
περαστικούς διαβάτες…

Αναμονή 

Ι
Σαν πέρασε εμύρισε κομμάτι Άνοιξης
Άνοιξε μάτι το νερό ψιλή βροχή στις μέρες της
κύκλοι φωτιάς το καλωσόρισμα στα πέλματα
Έλα και κάθισε στης νύχτας τις παλάμες
κρυφό φιλί κηλίδα κόκκινη στην κόγχη των χειλιών σου
Φιλήδονα αποχωρεί το φως
και ξυπνητό ανεβαίνει το φεγγάρι
βαθαίνει η νύχτα μες στο πηγάδι το στενό
κι εσύ στο χείλος του γκρεμού
αντίλαλο αναμένεις να περάσει
στη βάση της αιτίας να πιαστείς
ΙΙ
Στο βάθος της αυλής
ξέμπλεκε τα κόκκινα λυτά μαλλιά της
κι η μέρα αφηνόταν στο ρυθμό της
Το σώμα ακουμπάει τις ανάκατες ταυτότητες
τα χέρια ψαχουλεύουν τις σχισμές
των ροζιασμένων άκρων
Ο χρόνος θα μετρήσει τελικά τη βαρύτητα
της ύπαρξης
θα λογαριάσει την ευτυχία


Γ΄Σημάδια των ημερών 

Διαδρομή


Η Τρίτη ξύπνησε στην ώρα της
Μια διαδρομή μες στο σκοτάδι που γλιστρά
στο λίκνο του φωτός
Ανακατεύονται οι συναλλαγές στα ροφήματα
του προγεύματος
διεκδικώντας τα δευτερόλεπτα
που παράπεσαν σε χτεσινές υποσημειώσεις
Ο χρόνος εμβριθής μπαίνει απ’ την εξώπορτα
επισκέπτης
Θα καθίσει στο γεύμα και στο δείπνο
σαν αντάρτης
Θα ξεφλουδίσει τα λέπια των λυτρωτικών αναμνήσεων
και θα σερφάρει
μετανάστης
όταν η νύχτα θα βυθίζεται στη σκέψη και θα πιέζεται
ο πόνος ανάμεσα στα σκέλια των σκιών
Η φωτογραφία στο ράφι θα φωτίσει ερήμην
το ανώνυμο χαμόγελο
που έχει ξεθωριάσει

Η χαραμάδα της αυγής 


Κυματίζει η σημαία του ημερήσιου ρυθμού
πάνω από την περικεφαλαία του χρόνου
κι εικονογραφημένη ανατέλλει κοντά
στη χαραμάδα της αυγής
Η καμπάνα χώθηκε μισή μέσα στο χώμα
ο ήχος της πονούσε βαθιά
Έβγαλε τότε το σπαθί
κι απέκοψε τον ίλιγγο
ξεκαθάρισε τον κήπο της ημέρας
φρόντισε τα διαζώματα των αισθήσεων
κατέβασε ανθοστήλη στο σκοτεινό του σώμα
Έδρεψε την κίνηση μέχρι να φτάσει το φιλί
στα χείλη
Το γέλιο σκίζει την απόσταση
Θεέ μη σώσει και στερέψει

Ανάμνηση μιας Ανατολής: Ποιητική Συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδη εκδοθείσα το 2004

ΠΟΡΕΙΑ


Η πορεία ακράτητη
διασχίζει το χρόνο
μέσα στον άγνωστο κύκλο της βροχής
Το σώμα μου γυμνό σπαθί
Ο πόνος είναι σύννεφο
είναι μουσική με διαλείμματα
που σταματά
και ξαναρχίζει
σταματά
και ξαναρχίζει

προς Jaipur

ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ


Διέσχισε με
τα μάτια του
το σώμα μου
προσεκτικά
καθώς παιδί
τα πρώτα του βήματα
Χάθηκε κάπου μέσα στα μαλλιά
Τον είδα ν’ απομακρύνεται
ξεχώρισα
το άσπρο μπαστούνι στα σκοτεινά
π’ ακούμπησε το
παραπέτασμα της νύχτας

***

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Ι
Βαθαίνω πιο πολύ
τα δάχτυλα
στις σχισμές των σιωπών
ν’ αγγίξω λίγο τη ρηχή τους ανάμνηση
Γιατί τι είναι ανάμνηση
από μια σιωπή
που κρυφοκαίει μακραίνοντας
ΙΙ
Αποκρυσταλλώθηκε η μοναξιά
το πέλαγο δεν καθορίζει
πια τις ενοχές
Η άκρατη αυτή συνήθεια
των νερών
ν’ ανακινούν τις παλιές πληγές
ταξιδεύοντάς τις
με τη φορά τους…
ΙΙΙ
Μου διαφεύγει
η ηλικία των φιλιών
το αιμάτινο σούρουπο
που αναδύεται απ’ τα μάτια σου
η μουσική του κορμιού που αργοπεθαίνει

Ανάγλυφα σχήματα και δρόμοι : Ποιητική Συλλογή της Λιλης Μιχαηλίδη που εκδόθηκε το 2003



ΑΝΑΤΟΛΗ


Στο πρωινό ξεκούμπωμα
χάραζε το πλήθος της
και ξεμυάλιζε το λυρισμό τ’ αέρα
που μπερδεύονταν στο λυκαυγές
Αυτή τη μοναδική στιγμή
που κατεβαίνουν μες στη ζύμη των χρόνων
ξυπόλυτοι ανέμοι
κι οι ώρες ζευγαρώνουν στα κρυφά
γέρνει δραπέτης ο ουρανός
και ζώνεται στα μάγια της γης…

ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Η διαδρομή μετατοπίζει το κέντρο
της βαρύτητας
τις αχτίνες της σκέψης
επιλέγει τις πόλεις όπου θα ξεκινήσουν
νέα απαντήματα
όπου σε κάθε οικοδόμημα
αναγεννάται το πλάνο ενός ονείρου
Ποτέ δε μανιάζει περισσότερο ο πόθος
όσο μέσα στα κρυφά πέπλα μιας
αόρατης νεράιδας
Μέσα σ’ εκείνο το ακίνητο σώμα
ανάμεσα στα ανθρωπόμορφα δέντρα
ελευθερώνεται η δύναμη
και η φιλήδονη ευκινησία
που κρύβεται μέσα του…

ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

0 κισσός αγκάλιαζε σφικτά την πέτρα
περνούσε μέσ’ απ’ τις σχισμές της
έγλυφε τους πόρους της
διασταύρωνε το ύφος της
ξάπλωνε στο μήκος της
κι απομυζούσε το κρυφό της βάθος…

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ


Έσκαβαν
κι η νύχτα έσταζε υγρά τοπία
Συνέχιζαν να σκάβουν
την κατάβαση της μέρας
το χώμα ανάσαινε
μέσ’ από το βάθος τους
που λιγόστευε…

ΦΥΤΡΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ


Στη σκοτεινή σκεπή του βράχου
κόκκινη μέλισσα τρυγούσε
τη λαξεμένη του απόσταση απ’ το νερό
Ίδια ο ήλιος μες στο κελί της μέρας
αψηφώντας το μεγάλο δόρυ
που κατευθύνονταν ίσια
στη φύτρα των λόγων της!


Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Υπαινιγμοί : Ποιητική Συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδη που εκδόθηκε το έτος 2008

ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ το χάδι
απ’ το χιονισμένο σούρουπο
τη διαφορά του φιλιού
από τη γέννηση ενός μικρού Θεού

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ βγαίνει στους δρόμους ο ουρανός
πρόσεξε
μην τον ποδοπατήσεις
θα ραγίσεις το λυχνάρι
των ονείρων

ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΜΕ
στο μισοσκόταδο
από τότε δεν μ’ αποχωρίζεται
μια σκοτεινή ανάμνηση
κι η σκιά της
κατάσαρκα

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ
κάποτε
για το λίκνισμα της ανάσας
για το πώς ψιθύριζε
στο καντήλι του ομφαλού
στις σκιερές μασχάλες
κάποτε
όταν τα λόγια επιστρέψουν

ΤΟ ΧΑΔΙ
σου στο σώμα μου
ρητίνη στις ουλές μου

ΡΟΓΑ ΣΤΑΦΥΛΙΟΥ
στο στόμα
στην καταπακτή της γλώσσας
αιμορραγεί
το γλυκό μούστο του σάλιου
 ΣΤΕΡΕΨΑΝ οι πηγές
στο βάθος τους
ένα πνιγμένο
ξεχασμένο απόγεμα
κι ο κρότος του ανεκλάλητου νερού

ΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ ξυπνούν τις νύχτες
μαστιγώνουν τον αέρα αφήνοντας
θορύβους αλλόκοτους να επιστρέφουν
σαν αντίλαλοι
από παλιά σκοτοδίνη

ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΑΜΙ
είναι το νερό
που πρόλαβες
τη χούφτα σου ν’ απλώσεις
δροσιά σελήνης να γευτείς
να ξεπλυθείς να στρώσεις
το νοτισμένο μυστικό
στις απλωσιές των άστρων

Η πόλη δεν θέλει συστάσεις: Ποιητική Συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδου εκδοθείσα το έτος 2011

                           



                            ΕΙΔΑ ΤΗ ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Είδα την πόλη μου με τα μάτια της Σοφίας, σαν πρώτη φορά. Μια άλλη πόλη που εδώ και χιλιάδες χρόνια ενθέτει ιστορία στο βάθος της γης, κι επικοινωνεί με μια δική της γλώσσα με όσους ζουν κι αναπνέουν τις μέρες και τις νύχτες της.
Μια πόλη ύπαρξη, που κουβαλάει τα χρωματοσώματα αλλοτινών λαών, τις βαριές τους ανάσες, την κατάκτηση των αισθημάτων τους, μα παραμένει πάντα μια μοιρασμένη αναφορά, ανοιχτή στις μαρτυρίες των πλίνθων που στηρίζουν τις ζωές των ανθρώπων της....


***

Αύγουστος -χρώμα και χώμα ένα με το φως


Αύγουστος – χρώμα και χώμα ένα με το φως
κι ένας ήλιος σαν φλόγα να τσουρουφλίζει τα σωθικά μας
η μοίρα σαν φτερό ταλαντεύεται πάνω από τα φοινικόδεντρα
κι η σκόνη εξουσιάζει τις ανοιχτές παλάμες τ’ ουρανού
οι ρίζες της ιστορίας σφίγγονται μες στα θεμέλια
η πορεία των ανθρώπων ακολουθεί
τον ελεύθερο αέρα
μα η πνοή τους τραυματίζεται
στο φιδωτό συρματόπλεγμα...


***

ΑΡΧΙΖΕΙΣ ΝΑ ΓΕΥΕΣΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Αρχίζεις να γεύεσαι την πόλη τη στιγμή που πατάς το πόδι σου στις παρυφές της. Έξω, μακριά απ’ το κέντρο, εκεί αισθάνεσαι τη γεύση της. Όλα προδίδουν μια καθαρότητα λαξεμένη στο χρόνο. Εικόνες όπως οι καταπράσινες ψηλές δεντροσυστάδες, τα λουλουδιασμένα παρτέρια, οι λιθόστρωτοι αμαξωτοί. .. Ένα αντάμωμα με κάτι γοητευτικό σε περιμένει που ίσως το έχεις κάπου ακούσει, ή μπορεί να το συνάντησες σε κάποιες σελίδες, ή πάλι μπορεί και να το ονειρεύτηκες....

ΑΡΕΝΑ: Ποιητική Συλλογή της Λ. Μιχαηλίδου εκδοθείσα το έτος 2014

ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΑΡΕΝΑ

Μεσάνυχτα ανάμεσα στους ορθόκλωνους κίονες.
Οι πλατείες άδειες απόλυτη ησυχία.
Κάτω από τις ιερές πέτρες συγκατοικούν ο Δίας
η Δήμητρα, ο Αδης, ο Διόνυσος, οΉλιος κι η Σελήνη.
Οι ελλανοδίκες παρακολουθούν τα γυμνά κορμιά
στην παλαίστρα το αγκύλωμα των σωμάτων ο στόχος.
Το Ηραίο, η Στοά της Ηχούς, το εργαστήρι του Φειδία
που αναμένει ακόμη να λαξέψει το φως
στα κλειστά μάτια των ανθρώπων.

Το φεγγάρι ακολουθεί την πεπατημένη
σίγουρο για το μέλλον του.
Αντηχούν υπόγειοι κραδασμοί, καταγράφονται
χιλιάδες διάλογοι φεγγαριών και ήλιων,
ιστορία μες στην ιστορία, ζωή μέσα σε άλλες ζωές
έξω από μας και μέσα μας.
Τα μάτια, τα χέρια, ο λόγος
απορροφούν, αδράχνουν, ανοίγουν φτερά
και στροβιλίζονται στου χρόνου την αρένα.

Μετακινώ αργά τη βαριά κολόνα.
Κάθομαι στο βαθούλωμα.
Γεμίζω με χώμα το στόμα, τα μαλλιά.
Τυλίγομαι φύλλα δάφνης
να με βρουν σ' αυτή τη θέση χρόνια μετά.
Μια άγνωστη θα σημειώσουν, δίχως ταυτότητα.

Αρχαία Ολυμπία, Αύγουστος 2013


***


ΤΟ ΨΑΡΙ
                                                         (του Μίλτου Σαχτούρη)
Το τραπεζάκι στη γωνία ήταν στενό.
Ίσα ίσα χωρούσε τους αγκώνες που ακουμπούσαν
και στήριζαν το πρόσωπό του.
Οι ώρες ακολουθούσαν την τροχιά του ήλιου
που εκείνη τη στιγμή έγερνε πνιγμένος ανάμεσα
στις πολυκατοικίες και στα καχεκτικά δέντρα του κήπου.
Το παράθυρο δίπλα του άνοιγε μια προοπτική.
Δειλινό· ένα πέρασμα από τη μέρα στη νύχτα.
Άλλους απαλύνει κι άλλους αναταράζει.
Καθότανε απλώνοντας τις σκέψεις
πάνω από το κατακάθι του καφέ.
Γύρω του πρόσωπα γνωστά και άγνωστα.
Αυτός κι οι τελευταίοι πελάτες της ημέρας.
Αργότερα θα ανανεώσουν τη διαρρύθμιση,
τους σερβιτόρους, τα τραβηγμένα χαμόγελα,
τα τραπεζομάντιλα, τα σερβίτσια
με τα επίσημα της νύχτας.
Μα ήταν ακόμη νωρίς· κι αυτός εκεί, στη γωνία.
Με τα μάτια να καρφώνει στους τοίχους τους παρόντες,
να κατεβάζει απ' τα κάδρα τους απόντες,
να ανοίγει διέξοδο στην ταπετσαρία των τοίχων,
λες κι έκανε την τελευταία απογραφή.
[...]
**

ΣΠΙΤΙ ΚΑΡΑΒΙ


Όλοι οι άνθρωποι είναι γη.
Κουβαλούν κάτι προϊστορικό που δεν είναι ορατό.
Γι’ αυτό και διαφέρουν μεταξύ τους.
Μιλούν διαφορετική γλώσσα,
απλώνουν τα πόδια τους σε διαφορετικές θάλασσες.
0 ένας δεν μπορεί να μαντέψει γιατί αδειάζουν
τα ποτήρια του κρασιού τόσο γρήγορα.
0 άλλος δεν αντιλαμβάνεται πότε πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του,
πότε πρόλαβε να τα κρεμάσει στ’ αγκάθια των βάτων…
Σηκώνω άγκυρα.
θέλω να δω το σπίτι μου τη νύχτα με λαμπερό φεγγάρι.
Έχουν περάσει σαράντα χειμώνες από τότε
που για πρώτη φορά ζήτησε βάψιμο.
Έκτοτε ξαναβάφεται πίσω από τις κουρτίνες και τα λεπτά
κεντήματα της μάνας μου, τις σταυροβελονιές, τα κοπτά,
τα ανεβατά, τους ποταμούς που ξεδιψούν τις κεντήτρες’
δίπλα στα ινδικά υφαντά που αναπληρώνουν την ανθρώπινη
απουσία γιατί κάποιος θέλησε να ξεκληρίσει τις κλωστές
που συγκρατούσαν την ισορροπία της.
Έξω στην αυλή ξεχωρίζουν οι σκιές των γενιών που πέρασαν,
οι σπόροι που φύτρωσαν σαν μάτια λουλουδιών
και στόλισαν κεφάλια όμορφα’ ανθισμένοι πολυέλαιοι.

**

ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ


Επειδή σκεφτόμουν εσένα, διέσχιζα τις σελίδες
συγκεντρώνοντας χλομά νοήματα.
Αίφνης αντιλήφθηκα πως έφτασα στην τελευταία
ενώ έξω η νύχτα είχε πέσει από ώρα.
Κοίταζα το ρολόι και περίμενα.
Κάποιος καθυστερούσε το προμήνυμα της άφιξης σου.
Τότε ήταν που είδα τη μαύρη σκιά
πατημένη από τις γλιστερές ρόδες των αυτοκινήτων.
Τα χέρια της εξείχαν δείχνοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο
προς το δρόμο που είχες φύγει
και τα σημάδια στο σώμα της
φαίνονταν άδεια με γυμνό μάτι.

**

ΠΑΛΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ


Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης
φυλάω τα παλιά ημερολόγια.
Τα ανοίγω πότε-πότε, όχι για να θυμηθώ
μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω.
Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία
που σκοτώνει με λεπτότητα.

**

ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ


Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.