Ήταν οι αμμόλοφοι.
Το σπίτι που καθότανε μόνο του.
Η θάλασσα που γλιστρούσε σε μια παραλία, αποκλειστικά δική της
και τ’ αρμυρίκια που φύτρωναν ανεξέλεγκτα.
Ήτανε το φεγγάρι που γέμιζε μέρα με τη μέρα
μέχρι που έγινε κόκκινο σαν μπάλα παγωτό
και με καλούσε να το γευτώ
κι ο άνεμος που έφερνε την άμμο στα πρόσωπα
μιαν άμμο αβαρή, υγρή που χρύσιζε και κολλούσε στο δέρμα.
Το σπίτι που καθότανε μόνο του.
Η θάλασσα που γλιστρούσε σε μια παραλία, αποκλειστικά δική της
και τ’ αρμυρίκια που φύτρωναν ανεξέλεγκτα.
Ήτανε το φεγγάρι που γέμιζε μέρα με τη μέρα
μέχρι που έγινε κόκκινο σαν μπάλα παγωτό
και με καλούσε να το γευτώ
κι ο άνεμος που έφερνε την άμμο στα πρόσωπα
μιαν άμμο αβαρή, υγρή που χρύσιζε και κολλούσε στο δέρμα.
Και συ, που δεν ήσουν εδώ, μα γέμιζες τα δωμάτια
μ’ έναν έρωτα ανεξέλεγκτο όπως τ’ αρμυρίκια.
Δεν ήσουν εδώ.
Μα ήσουν η αφορμή.
μ’ έναν έρωτα ανεξέλεγκτο όπως τ’ αρμυρίκια.
Δεν ήσουν εδώ.
Μα ήσουν η αφορμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου