Ο Παύλος ο σαράφης*, ο Σκέλεθρας, απαράτησε την εφημερίδα.
– Σκοτούρα! καλέ σκοτούρα που θα την έχει σήμερις καμπόσος
κόσμος! σκέφτηκε και τα χείλη του τραβήχτηκαν σ’ ένα χαμόγελο
ξερό. Κάτω από μιαν επικεφαλίδα νεκρώσιμη –σύμπλεγμα
κρανίου, βραχιονίου και μηριαίου οστού– είχε διαβάσει μια
δήλωση της επιτροπής του νεκροταφείου
«Ειδοποιούνται και αύθις οι βουλόμενοι να κάμουν
ανακομιδήν* των κεκοιμημένων των, να σπεύσωσι, διότι
εκπνεούσης της προθεσμίας θα ενεργηθή αύτη υπό της
υπηρεσίας του κοιμητηρίου άνευ ειδοποιήσεως, τα δε οστά θα
ρίπτωνται εν τω κοινώ χωνευτηρίω*...»
Ξαναπήρε την εφημερίδα κι έριξε μια μάτια σ’ άλλη στήλη.
Πάλι ειδοποίηση!
«...Ειδοποιούνται οι χρεωφειλέται του αποβιώσαντος Τ... να
προσέλθωσιν εντός δεκαπέντε ημερών εις το γραφείον του
διαχειριστού του κ. Δ... ίνα δηλώσωσι τας απαιτήσεις των...»
Άφησε πάλι την εφημερίδα να γλιστρήσει στη γης. Έσκυψε
στον «πάγκο» του και χτυπούσε ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στο
τζάμι. Τ’ ανίψι του, ο Τιριλλής, καθότανε χαμηλά σ’ ένα σκαμνί
και διάβαζε μουρμουριστά ανθρωπολογία. Είχε το βιβλίο ανοιχτό
στα γόνατά του και μουρμουρούσε: «...το κρανιακόν οστούν... το
μετωπικόν οστούν... τα δύο κροταφικά, τα δύο βρεγματικά*...»
κι άγγιζε τα δάχτυλά του στο μέρος της κεφαλής που ονόμαζε.
Άκουσε τον μπάρμπα του που χτυπούσε με τα δάχτυλά του στο
τζάμι του πάγκου του και σήκωσε το κεφάλι.
– Τα τάλαρα δεν είναι αρκούδια για να χορέψουν που τους
παίζει ταμπούρλο!... Συλλογίστηκε, γελώντας το τσιριστό γέλιο
του, που του ’φερν’ ένα πόνο στη ρίζα της ζερβιάς του μασέλας.
Ο Παύλος ο σαράφης, ο Σκέλεθρας, χτυπούσε πολλήν
ώρα τα δάχτυλά του στο τζάμι, και τα περασμένα του, σ’ όλες
τους τις λεπτομέρειες, αρχίσανε να περνούν από τη σκέψη του
αραδιαστά-αραδιαστά, σαν ένας στρατός υπάκουος στον ήχο του
ταμπούρλου.
Προ δέκα χρόνια ο Παύλος έκλεισε τις χαραμάδες της
κάμαράς του κι άναψε ένα μαγκάλι κάρβουνα για να δώσει τέλος
στη ζωή του... την αβίωτη, καθώς έγραψε σ’ ένα χαρτί. Η μυρωδιά
των κάρβουνων, που ’βγαινε από μιαν ανοιχτή χαραμάδα, τόνε
πρόδωσε και τόνε βρήκαν μισοζώντανο στο πάτωμα. Όταν άρχισε
να συνεφέρνει, με τις περιποιήσεις δυο γιατρών που προστρέξανε,
άκουσε το νοικοκύρη του που διηγότανε πως: είχε ανέβει να του
ζητήσει «απέναντι καθυστερουμένων ενοικίων» και του χτύπησε
στα ρουθούνια η μυρωδιά του κάρβουνου, και μουρμούρισε:
– Κερατά!... σαν ερχόσουνα κάθε στιγμή στενοχωρώντας με...
δεν σου χτυπούσε η μυρωδιά της πείνας μου!...
Ένας από τους γιατρούς, αντεπιστέλλον μέλος* ενός
φυσιολογικού ινστιτούτου της Ευρώπης, του είπε, λιγωμένα,
καθώς λέγουνται τα κομπλιμέντα στις αληθινά ωραίες κυρίες, πως
είχε ένα σκελετό... «θαύμα!»
– Θα μπορούσε η εταιρεία μας να σου μετρήσει ένα σημαντικό
ποσό αν...
– Πάψε, γιατρέ, του είπε ο άλλος γελώντας, που θέλεις να
κάνεις το σωματέμπορο τώρα!...
– ...Αν διαθέσεις το σκελετό σου στην εταιρεία μας, θα σου
μετρούσα... Ξακολούθησε ψάχνοντας τις σπάλες* και τα γόνατά
του... Θα σου μετρούσα...
Κι ο Παύλος, που θα πουλούσε όσα-όσα και την ψυχή του,
γυμνώθη για να διατιμήσει ο γιατρός το σκέλεθρό του.
Χρειάστη ένα μέτρο και κατέβη πρόθυμα ο νοικοκύρης του
και ζήτησε από τη γειτόνισσα μοδίστρα την κορδέλα της. Τον
αναποδογύριζε, ο γιατρός, απ’ όλες τις μεριές, τονέ δίπλωνε, τον
άνοιγε, πάλι τον ξαναδίπλωνε... και ψάχνοντας τις αχαμνισμένες
από την πείνα σάρκες του, εύρισκε τα οστά και τα μετρούσε
προσεχτικά από αρμό σε αρμό.
– ...Οκτώ έως δέκα χιλιάδας φράγκα!
Έγραψε στην Ευρώπη κι έλαβε εντολή να μετρήσει το ποσό
εις τον κάτοχο του θαυμάσιου σκελετού... «αντί συμβολαίου
εξασφαλίζοντος τον σκελετόν εις το Ινστιτούτον μας...»
Ο Παύλος, αγόρασε τον πάγκο ενού σαράφη που είχε φάγει
στα γλέντια τα κεφάλαια της δουλειάς του κι έγινε σαράφης-
τοκογλύφος, έχοντας κεφάλαια την τιμή του σκέλεθρού του.
Σαν άνθρωπος που γνώρισε στον καιρό της πείνας την αξία του
παρά, ήταν ευσεβέστατος παραδόπιστος. Μόνο που ήτανε το λάδι
ακριβό, ειδεμή θ’ άναβε μέσα στην κάσα του*, ακοίμητο καντήλι
προς δόξαν του Μαμωνά*, που του ’στελλε πλούσια τα ελέη του!
Όλοι ξέρανε την ιστορία του και του ’μεινε τ’ όνομα
«Σκέλεθρας». Ο ίδιος σε κάθε περίσταση διηγότανε, γελώντας
με μιαν ασυνειδησία τρομερή, τα καθέκαστα της πούλησης του
σκέλεθρού του, τελειώνοντας πάντα έτσι:
– Οι κουτοί! δεν μ’ αφήνανε να ψοφήσω από την πείνα και
παραχώνοντάς με σε μια γωνιά να μαζέψουν τα κόκαλά μου!...
Χε! χε! χε!... θέλοντας οι κουτόφραγκοι* το σκέλεθρό μου, μου
’δωσαν τα μέσα που στερούμουνα να ζήσω!
Κάθε φορά που συναντούσε στο δρόμο το γιατρό που μεσίτεψε
για την παράξενη αυτή συναλλαγή, τεντώνονταν και τόνε κοίταζε
κατάματα κοροϊδευτικά, καθώς μια μοδιστρούλα, που ’φτασε να
γίνει μεγαλοκοκότα*, κοιτάει τον προαγωγό* της.
Το σκελετό του τόνε λογάριαζε σαν ένα πράμα που το ’χε
πουλήσει σε καλή τιμή «τοις μετρητοίς» κι ο αγοραστής τ’ άφησ’
εκεί σε μια γωνιά για να το πάρει αργότερα!
Μάλωνε μια φορά μ’ ένα γείτονά του και τον απείλησε πως
θαν του σπάσει τα πλευρά· κι ο Παύλος είπε:
– ...Πουλημένα είναι!... θα ζημιώσεις την Ευρώπη!...
Προ λίγες μέρες τον είχε πονέσει ένα δόντι κούφιο και πήγε να
το βγάλει.
– Δεν έχει παρά μόνο μια τρύπα... κι είναι γερό δόντι, είπε ο
δοντογιατρός,... καλύτερα να το σφραγίσουμε με χρυσάφι.
Ο Σκέλεθρας που δεν ανεγνώριζε την υποχρέωση να κάνει
κι επιδιορθώσεις στα πουλημένα κόκαλά του, και μάλιστα να
γιομίσει ένα δόντι με χρυσάφι:
– Βγάλ’ το..., είπε...
– Είναι γερό... αμαρτία είναι... είσαι τόσω χρονών άντρας και
διατηρείς όλα σου τα δόντια, αυτό είναι κατιτίς! Γιατί να βγάλεις
ένα γερό δόντι...;!
– Βγάλ’ το...!
Μονάχα όταν του είπε πως είναι δόντι με αγριόριζες και
σιδερόδοντο που θα τόνε τραντάξει στο τράβηγμα, παραδέχτη να
το βουλώσει.
Χτυπούσε πολλή ώρα στο τζάμι τα δάχτυλά του κι αναθυμόταν
τα περασμένα του. Όλη η ζωή του, από τον καιρό της πείνας ώς
τη μέρα που κλείστηκε στην κάμαρά του να πεθάνει. Από τη μέρα
που του μέτρησαν τ’ αντίτιμο του σκέλεθρού του ώς τη μέρα που
λογάριασε τα χρήματα τούτα σα μια χούφτα σπόρο μπρος στο
σωρό της σοδειάς του· όλη η ζωή του, σ’ όλες τις λεπτομέρειες (σα
στρατός αραδιασμένος) περνούσε απ’ τη σκέψη του.
Να!... η προχτεσινή μέρα του με τα πολλά κέρδη της... να κι η
χτεσινή...
Να κι η σημερινή... το πρωί... το μεσημέρι... Κι η παράταξη των
περασμένων του, σα να πέρασε και να ’στριψε σε μια καμπή.
Σήκωσε το κεφάλι του κι είδε το Τιριλλή που είχε παρατήσει το
διάβασμα και τόνε κοίταζε γελώντας ηλίθια.
– Τι γελάς, βρε...;!
– Τίποτις...
Έτσι πάντα ο Τιριλλής γελούσε και με το τίποτις ακόμη· κι
όταν αρωτιόνταν γιατί γελά, δεν έλεγε αν δεν έτρωγε δυο-τρεις
χαστουκιές.
Τ’ αυτιά του Σκέλεθρα βουίζανε, σα να τα χτυπούσαν από
μέσαθέ τους δυο ματσούκια, κι ένιωθε το κεφάλι του βαρύ μαζί
κι άδειο. Η σκέψη του δεν δούλευε πια παρά σαν κεντιές* μιας
ημικρανίας.
Τώρα σα να κοίταζε μπροστά –μπροστά στη σκέψη του– κι
έβλεπε σαν οχλομάζωμα, κάπου εκεί, μυρμηκιαστή* τη μελλούμενή
του ζωή, τον θάνατό του και πέρα...
Μπροστά-μπροστά ήτανε το σημερινό του απόγεμα
«επικεφαλής» μ’ ένα μπαϊράκι μαύρο, που δεν ήτανε παρά η
εφημερίδα που παράτησε προ λίγη ώρα και βρίσκονταν κι εκεί στα
πόδια του ακόμα. (Ένα μαύρο μπαϊράκι, με άσπρα γράμματα σε
δυο παράλληλα κατεβατά κάτω από το νεκρώσιμο σύμπλεγμα).
Το ένα κατεβατό ήταν η ειδοποίηση του νεκροταφείου που
προσκαλούσε κείνους που θέλανε να περιποιηθούνε τα κόκαλα
των αποθαμένων τους, και τ’ άλλο ήταν η ειδοποίηση του
πληρεξούσιου κείνου του μακαρίτη π’ άφησε χρήματα για να
πλερωθούν οι χρεωφειλέτες του.
Το μπαϊράκι σάλευε με τη χλαλοή* των μελλούμενών του κι
ο Σκέλεθρας άρπαξε μια φράση από τη μια ειδοποίηση, μια λέξη
από την άλληνα και νιώθοντας και το σιχαμερό τ’ ανίψι του το
Τιριλλή εκεί, έγραφε η σκέψη του:
«...Επειδή κι ο μακαρίτης ο Σκέλεθρας δεν έχει χρεωφειλέτες,
ούτ’ άλλο κλερονόμο από το Τιριλλή, το άτιμο το Τιριλλή,
ειδοποιείται το Τιριλλή το σιχαμένο να προσέλθει να
παραλάβει την περιουσία του... Κι επειδή και τα κόκαλά
του είναι πουλημένα στο Ινστιτούτο και δεν θα μπουν σε
ιδιαίτερο κουτί ούτε και θα ριχτούν στο κοινόν χωνευτήριον,
ειδοποιείται ο πληρεξούσιος του Ινστιτούτου να προσέλθει να
απαιτήσει...»
Ανατινάχθη σα να ξυπνούσε. Του μίλησε μια γυναίκα
δείχνοντάς του κάμποσες γαζέτες* κι ένα δαχτυλίδι.
– ...Έχω ανάγκη τρία τάλαρα... να τούτο το δαχτυλίδι,... είναι
καλό... δώσε μου δύο τάλαρα... κάνε μου και τούτες τις γαζέτες
τάλαρο.
Πήρε το δαχτυλίδι και το κοίταξε. Πήρε και τις γαζέτες και τις
μετρούσε.
– Το δαχτυλίδι δεν σηκώνει δυο τάλαρα... σηκώνει μονάχα ένα.
– Έχω ανάγκη... τρία! Να σχωρεθούν οι ψυχές των αποθαμένων
σου... ν’ αναπαυτούν οι ψυχές και τα κόκαλά τους... δώσ’ μου τρία.
– Άφησε και τούτο, της είπε, δείχνοντάς της την αρραβώνα
της –μιαν αρραβώνα φαγωμένη, τριμμένη από την καθημερινή
δουλειά... και να πάρεις δυο... κι ένα τρία...
Η γυναίκα τράβηξε να βγάλει τη φτενή* αρραβώνα που ’τανε
ριζωμένη στη σάρκα της. Τήνε τραβούσε και κοίταζε γύρω
ντροπαλή κι ανήσυχη.
– Θα ξαθρώσεις το δάχτυλό σου, κερά μου... θα σπάσεις το
κόκαλό σου...
Κι επέρασε μεσ’ τα μάτια του σαν αστραψιά μια ειρωνεία.
Η φτωχή αναστέναξε. Τράβηξε δυνατά κι έβγαλε την
αρραβώνα.
Πήρε τα τρία τάλαρα και τη σκετική απόδειξη.
Θυμήθη, ο Σκέλεθρας, πως ήταν ώρα που ’πρεπε να πάει στο
δοντογιατρό να του βάλει το χρυσό στο δόντι.
– Ου! να τελειώσει και τούτο, σκέφτηκε.
Ταχτοποίησε μέσα σε μια σιδερόκασα τ’ ό,τι ήταν στον πάγκο
του και βγήκε.
Αυτήν τη στιγμή, το παιδί του αντικρινού μαγερειού βγήκε με
μια πιατέλα κόκαλα και τα ’ριξε μέσα στον τενεκέ των σκουπιδιών
που ’ταν απ’ όξω στην πόρτα.
– «Στο κοινόν χωνευτήριον»... μουρμούρισε ο Σκέλεθρας. […]
επεξηγήσεις:
* σαράφης, ο: ενεχυροδανειστής
* ανακομιδή, η: εκταφή και μεταφορά των οστών
νεκρού σε οστεοφυλάκιο, μνημείο, τάφο κ.λπ.
* χωνευτήριο, ο: χώρος του νεκροταφείου, στον οποίο
φυλάσσονται τα οστά των νεκρών
* βρεγματικό οστό: καθένα από τα οστά που σχηματί-
ζουν το πλάγιο και επάνω τμήμα του κρανίου
* αντεπιστέλλον μέλος (Ακαδημίας ή άλλου επιστη-
μονικού ιδρύματος): μέλος που δεν έχει ως μόνιμη
κατοικία του τη χώρα, όπου είναι το ίδρυμα που τον τιμά
με τη διάκριση αυτή
* σπάλα, η: το οστό της ωμοπλάτης
* κάσα, η: σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, ταμείο
* Μαμωνάς, ο: θεός του πλούτου
* κουτόφραγκος, ο: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για
τους Ευρωπαίους, ότι τάχα υστερούν σε εξυπνάδα και
μπορούν εύκολα να ξεγελαστούν
* μεγαλοκοκότα, η: πόρνη πολυτελείας
* προαγωγός, ο: μαστροπός, αυτός που εξωθεί στην
πορνεία
* κεντιά, η: σουβλιά, δυνατός πόνος
* μυρμηκιαστή: συμπιεσμένη και συμπυκνωμένη
* χλαλοή, η: οχλαγωγή, οχλοβοή
* γαζέτες, οι: νομίσματα μικρής αξίας, κέρματα, πεντα-
ροδεκάρες
* φτενός: λεπτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου