Α΄Κραδασμοί
Εξυγίανση
Ήταν νομίζω γνώριμο το μέρος
ανάμεσα στις καστανιές στους ήχους των νερών
χωράφι της ανατολής στο βάθος μιας αυλής
ανάμεσα στις καστανιές στους ήχους των νερών
χωράφι της ανατολής στο βάθος μιας αυλής
Έβρεχε
Έβρεχε πολύ
μόλις που πρόλαβε να βγει
να ξεπλυθεί κάτω απ’ τους στίχους
της βροχής
μόλις που πρόλαβε να βγει
να ξεπλυθεί κάτω απ’ τους στίχους
της βροχής
Μυροβόλο Αγίασμα
Ασάλευτο κειτότανε το σώμα
στον καναπέ κάτω απ’ τ’ αστέρια
στον καναπέ κάτω απ’ τ’ αστέρια
Το χέρι ακουμπούσε τη ράχη ενός βιβλίου
που ήταν ανοιχτό πάνω στο στήθος
κι όλοι πίεζαν και γλιστρούσαν βαθιά
τα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Τσιμπούσε τα σωθικά μια συσσώρευση
ένα μπέρδεμα άδηλο νεφέλωμα
που ήταν ανοιχτό πάνω στο στήθος
κι όλοι πίεζαν και γλιστρούσαν βαθιά
τα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Τσιμπούσε τα σωθικά μια συσσώρευση
ένα μπέρδεμα άδηλο νεφέλωμα
Όταν ύστερα από χρόνια πήραν αέρα
τα πνεμόνια και τα χέρια άρχισαν να
κινούνται, ένιωσε το βάρος της ευθύνης
τα πνεμόνια και τα χέρια άρχισαν να
κινούνται, ένιωσε το βάρος της ευθύνης
Χρειάστηκε καιρός να ταξινομηθούν ξανά
τα χυμένα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
τα χυμένα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Ο έρωτας είναι Ποίηση
Δύο η ώρα το πρωί στρωμένη η νύχτα αποβραδίς
κι η σιγή ακάλυπτη
κι η σιγή ακάλυπτη
Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
Βγαίνουν οι νύμφες για χορό κι οι νότες σκάβουν
τον ορίζοντα
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
Βγαίνουν οι νύμφες για χορό κι οι νότες σκάβουν
τον ορίζοντα
Στο πάνω δώμα στρωμένα τ αστέρια
Στάζουνε κόμποι απ’ τους κροτάφους
κι υγραίνεται η ανάγκη για ηδονή
βραδεία στριφογυρίζει στο μυαλό η επιθυμία
και το μολύβι μες στα δάχτυλα
κι υγραίνεται η ανάγκη για ηδονή
βραδεία στριφογυρίζει στο μυαλό η επιθυμία
και το μολύβι μες στα δάχτυλα
Ζύγωσαν πια τα σώματα μες στην αγκάλη της στροφής
πάλλονται οι χορδές σαν ελατήριο από στίχους
τρέμουν τα μέλη παραληρεί η γλώσσα
τρέμει στ ακροδάχτυλα το μολύβι
πάλλονται οι χορδές σαν ελατήριο από στίχους
τρέμουν τα μέλη παραληρεί η γλώσσα
τρέμει στ ακροδάχτυλα το μολύβι
Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων
β΄ Πυγολαμπίδες
Φανοστάτες
Άνοιξε τα πέταλα η αυλαία
χι άνθισε φως στο πρόσωπο της ώρας
που ταξίδευε χωρίς αποσκευές
χι άνθισε φως στο πρόσωπο της ώρας
που ταξίδευε χωρίς αποσκευές
Αντέδρασε το σώμα
Σύρθηκε μέσα στη σπονδυλική στήλη
του χρόνου σ’ έναν καιρό
όπου όλα φωτίζονταν με neon light
κι αφέθηκε να επιπλέει στον ιδρώτα
γι’ αναγνώριση
του χρόνου σ’ έναν καιρό
όπου όλα φωτίζονταν με neon light
κι αφέθηκε να επιπλέει στον ιδρώτα
γι’ αναγνώριση
Ξέμειναν οι πλανόδιοι φανοστάτες
ανάμεσα στους στίχους, στις στροφές
να στάζουν φως
απλώς για τους μοναχικούς
περαστικούς διαβάτες…
ανάμεσα στους στίχους, στις στροφές
να στάζουν φως
απλώς για τους μοναχικούς
περαστικούς διαβάτες…
Αναμονή
Ι
Σαν πέρασε εμύρισε κομμάτι Άνοιξης
Άνοιξε μάτι το νερό ψιλή βροχή στις μέρες της
κύκλοι φωτιάς το καλωσόρισμα στα πέλματα
κύκλοι φωτιάς το καλωσόρισμα στα πέλματα
Έλα και κάθισε στης νύχτας τις παλάμες
κρυφό φιλί κηλίδα κόκκινη στην κόγχη των χειλιών σου
Φιλήδονα αποχωρεί το φως
και ξυπνητό ανεβαίνει το φεγγάρι
βαθαίνει η νύχτα μες στο πηγάδι το στενό
κι εσύ στο χείλος του γκρεμού
αντίλαλο αναμένεις να περάσει
στη βάση της αιτίας να πιαστείς
κρυφό φιλί κηλίδα κόκκινη στην κόγχη των χειλιών σου
Φιλήδονα αποχωρεί το φως
και ξυπνητό ανεβαίνει το φεγγάρι
βαθαίνει η νύχτα μες στο πηγάδι το στενό
κι εσύ στο χείλος του γκρεμού
αντίλαλο αναμένεις να περάσει
στη βάση της αιτίας να πιαστείς
ΙΙ
Στο βάθος της αυλής
ξέμπλεκε τα κόκκινα λυτά μαλλιά της
κι η μέρα αφηνόταν στο ρυθμό της
ξέμπλεκε τα κόκκινα λυτά μαλλιά της
κι η μέρα αφηνόταν στο ρυθμό της
Το σώμα ακουμπάει τις ανάκατες ταυτότητες
τα χέρια ψαχουλεύουν τις σχισμές
των ροζιασμένων άκρων
Ο χρόνος θα μετρήσει τελικά τη βαρύτητα
της ύπαρξης
θα λογαριάσει την ευτυχία
τα χέρια ψαχουλεύουν τις σχισμές
των ροζιασμένων άκρων
Ο χρόνος θα μετρήσει τελικά τη βαρύτητα
της ύπαρξης
θα λογαριάσει την ευτυχία
Γ΄Σημάδια των ημερών
Διαδρομή
Η Τρίτη ξύπνησε στην ώρα της
Μια διαδρομή μες στο σκοτάδι που γλιστρά
στο λίκνο του φωτός
στο λίκνο του φωτός
Ανακατεύονται οι συναλλαγές στα ροφήματα
του προγεύματος
διεκδικώντας τα δευτερόλεπτα
που παράπεσαν σε χτεσινές υποσημειώσεις
του προγεύματος
διεκδικώντας τα δευτερόλεπτα
που παράπεσαν σε χτεσινές υποσημειώσεις
Ο χρόνος εμβριθής μπαίνει απ’ την εξώπορτα
επισκέπτης
Θα καθίσει στο γεύμα και στο δείπνο
σαν αντάρτης
Θα ξεφλουδίσει τα λέπια των λυτρωτικών αναμνήσεων
και θα σερφάρει
επισκέπτης
Θα καθίσει στο γεύμα και στο δείπνο
σαν αντάρτης
Θα ξεφλουδίσει τα λέπια των λυτρωτικών αναμνήσεων
και θα σερφάρει
μετανάστης
όταν η νύχτα θα βυθίζεται στη σκέψη και θα πιέζεται
ο πόνος ανάμεσα στα σκέλια των σκιών
όταν η νύχτα θα βυθίζεται στη σκέψη και θα πιέζεται
ο πόνος ανάμεσα στα σκέλια των σκιών
Η φωτογραφία στο ράφι θα φωτίσει ερήμην
το ανώνυμο χαμόγελο
που έχει ξεθωριάσει
το ανώνυμο χαμόγελο
που έχει ξεθωριάσει
Η χαραμάδα της αυγής
Κυματίζει η σημαία του ημερήσιου ρυθμού
πάνω από την περικεφαλαία του χρόνου
πάνω από την περικεφαλαία του χρόνου
κι εικονογραφημένη ανατέλλει κοντά
στη χαραμάδα της αυγής
στη χαραμάδα της αυγής
Η καμπάνα χώθηκε μισή μέσα στο χώμα
ο ήχος της πονούσε βαθιά
ο ήχος της πονούσε βαθιά
Έβγαλε τότε το σπαθί
κι απέκοψε τον ίλιγγο
ξεκαθάρισε τον κήπο της ημέρας
φρόντισε τα διαζώματα των αισθήσεων
κατέβασε ανθοστήλη στο σκοτεινό του σώμα
κι απέκοψε τον ίλιγγο
ξεκαθάρισε τον κήπο της ημέρας
φρόντισε τα διαζώματα των αισθήσεων
κατέβασε ανθοστήλη στο σκοτεινό του σώμα
Έδρεψε την κίνηση μέχρι να φτάσει το φιλί
στα χείλη
στα χείλη
Το γέλιο σκίζει την απόσταση
Θεέ μη σώσει και στερέψει
Θεέ μη σώσει και στερέψει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου