[…]
Όχι, μην πει κανείς πως δεν κουραστήκαμε,
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπερανθρώπους.
Μην πει κανείς πως δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να
περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι ύστερα από τα μεσάνυχτα,
Να ’ναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα.
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ’χουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε
το βράδι περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.
[…]
Ξαναρχινούμε, λοιπόν.
Στ’ όνομα αυτού του τόπου που τον σκέπασαν πάλι τα μηχανοκίνητα
του κατακτητή,
Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν
για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι,
Εμείς, που δεν ονειρευτήκαμε να είμαστε ήρωες, παρά μόνο άνθρωποι
Ξαναρχινούμε, ξαναρχινούμε...
Πράγα, τέλη Απρίλη 1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου