Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ο πορτοκαλόκηπος

Ο τόπος σε τούτη την ακτή της Κύπρου είναι ευλογημένος.
Γη αμμουδερή, ελαφριά, καλό νερό, κι η ανάσα της θάλασσας
που γλυκαίνει τις χειμωνιάτικες παγωνιές. Ό,τι χρειάζεται για
ν’ αναστήσεις πορτοκαλιές. Περβολότοπος. Μια καταπράσινη
λουρίδα που ζώνει το χρυσάφι της αμμουδιάς σ’ όλο το ημικύκλιο
του κόλπου για να σβήσει στα κατσάβραχα του κάβου. Τον Μάρτη

σαν τύχει να φυσάει απόγι*, ο αέρας της θάλασσας, ώς την είσοδο


του κόλπου, δυο μίλια απόσταση, μοσχοβολάει ανθό.
Ν’ αναστήσεις πορτοκαλιές είν’ ένας λόγος. Το πώς όμως ο λόγος
αυτός γίνεται πραγματικότητα το ξέρουν μόνο οι άνθρωποι που,
σαν τον Πετρή, σφιχτόδεσαν για μιαν ολάκερη ζωή το μόχθο τους
με το χώμα και με το δέντρο σε βαθμό που δεν ξεχωρίζουν τα τρία
αυτά βασικά συστατικά ενός περβολιού. Έτσι τον ανάστησε τον
πορτοκαλόκηπό του ο Πετρής, στην άκρη της πράσινης λουρίδας,
απάνω στο σύνορο προς τον κάβο.
Όταν ξεχώρισε απ’ το πατρικό του κι έβαλε μπρος δουλειά
για να κάμει το δικό του κτήμα ήτανε κάπως προχωρημένος στα
χρόνια, σχεδόν τριαντάρης. Δεν στάθηκε βολετό να πάρει νωρίτερα
το δικό του δρόμο γιατ’ είχε ν’ αποκαταστήσει δυο αδερφές, που
μεγαλοπαντρεύτηκαν. Ωστόσο δεν βαρυγκόμησε ποτέ του ο Πετρής.
Όχι πως ήτανε καλόψυχος ή καν πως νοιάζονταν να μην αφήσει
τους άλλους απροστάτευτους. Όχι. Ο Πετρής ήταν από κείνους τους
στωικούς ανθρώπους, που ακολουθούν ατάραχοι κι αποφασιστικοί
την πορεία που έχει προδιαγράψει στη μοίρα τους η ζωή, και που η
ικανότητά τους να ζούνε τη ζωή τους δίχως να δίνουν σημασία σε
κανένανε κάνει τους άλλους να τους σέβουνται. Βαρύς, αμίλητος,
δουλευτής, ακολούθησε την προαιώνια πορεία της ράτσας του γιατί

έτσι τήνε βρήκε. Νοικοκύρεψε τις αδερφές, μοιράζοντάς τους το


πατρικό κτήμα και την ευθύνη να γεροκομήσουνε τους γέρους,
κι απέ, δίχως να πάρει μιας ημέρας ανάσα, έβαλε το σταυρό του,
έφτυσε στις χούφτες του κι άρχισε τσάπισμα για να δεντροφυτέψει
τη δική του γη. Φύτεψε, μπόλιασε, περίφραξε, έχτισ’ ένα σπιτάκι
και παντρεύτηκε. Τι σημασία έχει αν ξεκίνησε στα τριάντα αντί
να ξεκινήσει στα είκοσι. Πάλε η πορεία ήταν η ίδια, ακόμα κι η
εσωτερική πορεία, το σφιχτοδέσιμο της ψυχής του με τούτο το
χώμα, με τούτα τα δέντρα, να μην ξεχωρίζει τον δικό του μόχθο από
τον μόχθο του νέου δεντρού, που αγωνίζεται να ριζώσει, τον δικό
του πόνο από τον πόνο του δέντρου, που το χτύπησε η αρρώστια,
ν’ ακούει μέσα στον ύπνο του τον σφυγμό των δέντρων του, και να
νιώθει ο ίδιος μιαν ευφροσύνη γιατί χόρτασαν εκείνα το νερό.
Ωστόσο το καθυστερημένο ξεκίνημα γίνηκε αφορμή να
παραλλάξει η πορεία του απ’ το συνηθισμένο πάνω σ’ ένα σημείο.
Ο Πετρής είχε περάσει τα τριανταπέντε όταν η γυναίκα του,
τριαντάρα σχεδόν κι εκείνη, γέννησε το πρώτο τους παιδί. Ένα
αγόρι. Άλλο παιδί δεν έκαμαν. Κι απάνω σ’ αυτό το αγόρι, τον
Αρτέμη, απίθωσαν οι μεσόκοποι γονιοί κάτι πρωτοφάνερα γι’
αυτούς αισθήματα, που τα κρατούσαν μέσα τους αξεδιάλυτα, μα
που έβαλαν μεσ’ στην ψυχή της μάνας τον σπόρο μιας απέραντης
στοργής και στο μυαλό του Πετρή κάτι καινούριες ιδέες. Έτσι ο
Αρτέμης, ο μοναχογιός, πήρε από τη μάνα του χάδια ασυνήθιστα
στους ανθρώπους της ράτσας του, κι απ’ τον Πετρή την άδεια να
πάει στο Γυμνάσιο, στην πόλη, μιαν ώρα δρόμο απ’ το χωριό.
Κι ούτε που σταμάτησαν ώς εδώ οι καινούριες ιδέες μέσ’ στο
μυαλό του Πετρή, παρά έβαλε σκοπό να στείλουν τον Αρτέμη να
σπουδάσει σα θα τέλειωνε το Γυμνάσιο. Όμως γι’ αυτό το ζήτημα
δεν έκαμε ποτέ του λόγο· ούτε και στον ίδιο τον εαυτό του το
μολογούσε σαν οριστικό, μόνο «ας τελειώσει και βλέπουμε», έλεγε
μέσα του, κράταγε μετέωρο για μια στιγμή το χέρι του, που δούλευε
με το κλαδευτήρι, ένα χαμόγελο τρεμούλιαζε μέσα στα μάτια του, και
ξανάπιανε το κλάδεμα.
Τώρα ο κόσμος του Πετρή γίνηκε αλλόκοτος έτσι που
μοιράζονταν ανάμεσα στην ασάλευτη αφοσίωσή του στο κτήμα
και στα ονειροπολήματά του για τον Αρτέμη. Σα να ζούσε δυο
ζωές, που μέσα στην πρωτόγονη σκέψη του δεν είχανε κοινό
σημείο επαφής μα που ωστόσο δεν γίνονταν αφορμή διχασμού. Τα
ονειροπολήματά άνοιξαν μόνο ένα παράθυρο απ’ όπου κάποιο νέο
φως πλημμύριζε την καρδιά του Πετρή.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια. Οι πορτοκαλιές άπλωσαν κλώνους,
έσμιξαν τις φυλλωσιές τους, κι ο Αρτέμης γίνηκε δεκαοχτώ


χρονώ τελειόφοιτος. Ένα μελαχρινό παλληκάρι, συμπυκνωμένο,
λιγομίλητο, ίδιος ο πατέρας του. Όσο μεγάλωνε και πρόκοβε ο
Αρτέμης, το φως στην καρδιά του Πετρή απλώνονταν με μιαν ήσυχη
βεβαιότητα κι ήτανε σαν η προκοπή του παιδιού να επισφράγιζε τη
δική του προκοπή στο κτήμα.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό ένας καινούριος άνεμος πήρε να
φυσάει, που ξεσήκωσε τα φρένα των ανθρώπων. Σαν ένα μήνυμα
διάχυτο και συγκλονιστικό, από τα βάθη των καιρών, να λέει πως
έφτασεν η ώρα, και τους καλούς νησιώτες δεν τους χωρούσαν πια τα
πλαίσια της καθημερινότητας. Στα καφενεία, στην αγορά, στα σπίτια,
στους τόπους της δουλειάς, στα σχολεία, ένα κύμα συναγερμού,
προσδοκίας, διεκδίκησης ύψωσε τις ψυχές απάνω από τη λογική των
συμβιβασμών και της ρουτίνας. Οι νέοι ζώστηκαν την πανοπλία του
ενθουσιασμού τους κι αποζητούσαν ευκαιρίες αυτοθυσίας. Πήγαιναν,
έρχονταν, συνάγονταν παράμερα και σιγοκουβεντιάζαν, κι άξαφνα
πήδαγαν στα ποδήλατα και τραβούσαν για την πόλη. Μαζί τους
κι ο Αρτέμης.


Ο Πετρής ψυχανεμίστηκε με το πρώτο. Ωστόσο σώπαινε, κι
όπως το αγρίμι οσμίζονταν στον αέρα την επερχόμενη καταιγίδα.
Γεμάτος επιφύλαξη, περίμενε και παρακολουθούσε τον Αρτέμη.
Όμως μια μέρα, που η γυναίκα του δοκίμασε να του πει τους φόβους
της για το παιδί, που δεν συμμαζεύονταν, την αποπήρε.
«Άσε τον. Ξέρει τι κάνει. Τι θες, να κόψει πίσω, κοτζάμ άντρας,
και να χωθεί πίσω απ’ τα φουστάνια σου;».
Ύστερα αρχίνησε σιγά σιγά να δαμάζει τις επιφυλάξεις του κάποιο
συναίσθημα πως όλος ετούτος ο ξεσηκωμός γύρω του ήτανε σα να
ξεπηδούσε από τις ρίζες της δικής του ύπαρξης, από βαθιά, πολύ βαθιά,
από ’κεί που αντλούσε τους χυμούς της η συνείδηση του εθνισμού του.
Μιαν ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα ο Πετρής κάθονταν στο
κατώφλι του και διόρθωνε το θειαφιστήρι του, να το ’χει έτοιμο για

να θειαφίσει* μόλις θα ’βρισκε κατάλληλο καιρό, όταν άνοιξε με


ορμή η καγκελόπορτα του περβολιού και μπήκανε λαχανιασμένα
δυο παλληκαράκια, που ήρτανε και στάθηκαν ομπρός του και
στριφογύριζαν με αμηχανία στα χέρια τους τα σχολικά τους κασκέτα.


Ο Πετρής αλαφιάστηκε μα δεν τ’ απόδειξε, μόνο τους κοίταγε και
περίμενε να μιλήσουν. Τέλος, το ένα απ’ τα παιδιά, ξεχνώντας τα
λόγια που φαίνεται να είχε προετοιμάσει, είπε βιαστικά κι ασύνδετα
όλη την ιστορία: Οι μαθητές είχαν κατέβει σε διαδήλωση. Ρίχτηκαν
πυροβολισμοί από τις «δυνάμεις ασφαλείας». Ο Αρτέμης, που πήγαινε
εμπρός με τη σημαία, έπεσε. «Πληγώθηκαν κι άλλοι δυο, όμως ο
Αρτέμης... έπεσε!», ξανά ’πε το παιδί γοερά.
Ο Πετρής κατάλαβε και βρέθηκε μεμιάς όρθιος. Μια πύρινη
κολόνα θυμού υψώθηκε μέσα του και τριζοβολούσε. Η μάνα, που


βρίσκονταν μέσα στο σπίτι κι άκουγε, έσυρε μια φωνή κι έκαμε να
χυθεί όξω. Όμως ο Πετρής άπλωσε το χέρι του και την αντίκοψε.
Κι αγκαλιάζοντάς τηνε με μια τρυφερότητα πρωτοφάνερη την
έβαλε να καθίσει.
Όλα όσα ακολουθήσανε κείνη τη μέρα και την άλλη, ήτανε για
τον Πετρή σα να γίνονταν μέσα σε μια ξέχωρη περιοχή της ζωής
του, σε μια περιοχή όπου τίποτα δεν τελειώνει και τίποτα δεν αρχίζει,
γιατί η στιγμή, η κάθε στιγμή, είναι τόσο κορεσμένη από εσωτερικό
κραδασμό, που γεμίζει, μοναδική και κυρίαρχη, τα πάντα. Μέσα

στη συντριβή του ένιωθε σα μεταρσιωμένος* από μιαν υπερβατική


κι απροσδιόριστη ταύτιση του δικού του δράματος με το συνολικό
παλμό γύρω του.
Όμως μετά την ταφή του Αρτέμη ήρτε η νύχτα κι ο κόσμος
άρχισε διακριτικά, μ’ ένα σφίξιμο χεριού, μ’ ένα λόγο καλό, να
φεύγει. Ώσπου, περασμένα μεσάνυχτα, οι δυο γερασμένοι γονιοί
απόμειναν μόνοι, δίχως παραστεκάμενους στο σπαραγμό τους.
Ο Πετρής ένιωσε τότε σα να προσγειώθηκε στη γνώριμη περιοχή
της καθημερινής ζωής. Γύρισε και κοίταξε τη μάνα, που καθόταν
βουβή με διπλωμένες τις άχρηστες πια φτερούγες της στοργής της,
κι ένιωσε πάλε κείνη την τρυφερότητα μέσ’ στην καρδιά του και
στις παλάμες του ένα μερμήγκισμα από συγκρατημένο χάδι.


Ύστερα κείνη, αποκαμωμένη, έγειρε τάχα να κοιμηθεί· κι ο
Πετρής, που δεν τόνε χωρούσε ο τόπος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε
στο περβόλι.
Η ζωντανή παρουσία των δέντρων του, η γνώριμη ανασεμιά
τους κάτω απ’ την αστροφεγγιά, τόνε παράσυραν όπως πάντα
μέσα στη δικιά τους τροχιά.
Ήταν η γλυκύτατη ώρα που προμηνάει τη χαραυγή. Ο γρύλος
κεντούσε το κέντημα της τρίλιας του πάνω στον πέπλο της σιωπής.
Μια κότα φτεράκιασε μέσ’ στο κοτέτσι. Από πέρα ακούστηκε
μουκάνισμα βοδιού. Ύστερα ο ορίζοντας πήρε να ροδίζει κι ο
Πετρής πρόσεξε πως ο καιρός ήταν ξερός και ήσυχος. «Καιρός
για θειάφισμα», σκέφτηκε· κι ο δουλευτής, που ξύπνησε μέσα του,
συνδέοντας αυθόρμητα τη σκέψη με την πράξη, πήγε στην παράγκα
όπου είχε συγυρισμένα τα σύνεργά του, πήρε το θειαφιστήρι κι
αρχίνησε δουλειά.

Το θειαφιστήρι γέμισε τη σιωπή της ορθρινής* ώρας μ’ ένα παράξενο


ήχο, που έμοιαζε σαν επίμονο και ρυθμικό αγκομαχητό ζωντανού, κι
ήταν σα να καλούσε τον ήλιο καθώς δυνάμωνε κι απλωνόταν το φως
της αυγής για να δώσει στο καθετί ένα εξαίσιο νόημα.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου