Τούτα τα ρούχα πώκαμες τζι ακρόστηκες του νου σου
Μεν τα φορής τζι εν αντροπή,
Όποιος σε δη 'νταν πων να πη;
Φόρηννε του πρεπού σου.
Χογλοκοπώ σγιάν σε θορώ να ρέσσης π' ομπροστά μου
Έγιώ 'ν είδα έτσι κακόν
Νάχουσιν τόσον τιτσιρκόν
Τ’ αγγόνια, τα παιδκιά μου.
Κοπέλλες ήμαστιν τζι εμείς του στόλου — καλή ώρα
Σγιάν είστ' εσείς, κόρη, τορά —
Σαγιάν τζιαι σάρκαν μια χαρά
Τζι έμύριζεν ή χώρα.
Τζι ¨οϊ κλατσούνια αζαγιές, μανίτζια που φεντζιάζουν
Έν κάλλιον για την κορασιάν
Νάσιη μιαν άλλην φορησιάν,
Ρούχα που να ταιρκάζουν.
Εσείς του τορινού τζαιρού κάμνετε τους σκαπούλλους
Να μεν έχουσιν αναπάν,
Να μεν ήξαίρουν που να πάν
Λαώννετέ τους ούλλους.
Θέλω σε νάσαι νούσιμη, με τσίππαν, προκομμένη,
Για μέναν εν παρηορκά
Νάσαι βκιολέττ' άντροπιαρκά
Στά φύλλα σου χωσμέγη.
Να σε θωρούν τζιαί να δικλάς χαμαί, να κοτσινίζης
Σγιάν κοτσινίζει τζι ή άβκη
Ίσια την ώραν πών να βκή
Τζι εσού να ξιφωτίζης.
Κογκάς, μα με τηδ δύναμιν θεού, με τες ευτσιές μου
Ύστερις πών να σπιτωθής
Να δής πώς εν ν' άθθυμηθης Τζιαι τές παραντζιελιές μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου