Στον ανθυπολοχαγό
Πανίκο Παναγή
και σ’ όλους τους άλλους
αγνοούμενους του 1974
ελάχιστη μαρτυρία
και γραφή οδύνης
Βάρυνε η νύχτα
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
Και να’ σαι τώρα
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
Και μπαίνεις και περπατάς με τα νερά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
...
Σκούζει το πουλί
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου
...
Ξημέρωσε κιόλας κι έχω τόσα να σου πω μα όπου να ’ναι θα σηκωθεί ο κύρης σου θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά θα με ρωτά και θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά Συνεννοούμαστε όπως πάντα Τα λόγια δεν λένε πάντα αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για μας Εσύ όμως κοίτα να κοιμάσαι έχεις ανάγκη τον ύπνο στην ηλικία σου Θυμήθηκα τώρα το κουρδιστό ξυπνητήρι που βάραινε στ’ αυτιά σου κάθε πρωί κι εγώ σου φώναζα ξύπνα θ’ αργήσεις και τι θα λέει ο δάσκαλος για τη μάνα σου που δε ξυπνά τα παιδιά της στην ώρα τους;
Νύχτες αγρύπνιας
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου