Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ: Ποιητική Συλλογή της Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθης εκδοθείσα το έτος 1988

Σωκράτης

Μια ζωή
λυπόμουν το Σωκράτη
για κείνη την άδικη καταδίκη του
ώσπου μια μέρα
συνάντησα τη Ξανθίππη
να βγαίνει από το κομμωτήριο.
_ Δε σου στοίχισε πολύ της είπα
Με κοίταξε σχεδόν ήσυχη
– Τι είχα, τι έχασα, μ’ απάντησε
Και τότε κατάλαβα
πως τη Ξανθίππη
άξιζε να οικτίρω
που δεν κατάλαβε ποτέ
ούτε τι είχε
ούτε τι έχασε.
Γνώρισα το Σωκράτη
ένα απόγεμα στην αγορά
και δεν είχα λόγο κανένα,
προπάντων εγώ,
να αμφισβητώ τη σοφία του.
Όμως αυτή του την παράδοση
δεν την εννόησα ποτέ.
Χρόνια μετά
τον πήρε το μάτι μου
στην Ιερουσαλήμ
χωρίς καμιά φιλοσοφημένη απολογία
«ως πρόβατον επί σφαγή»
να δέχεται και πάλι
μιαν άδικη καταδίκη
ανυπεράσπιστος.
– Τι κάνεις πάλι στον εαυτό σου
του είπα
αν δεν τον σκέφτεσαι
σκέψου εμάς
που σ’ αγαπάμε.
Με κοίταξε
Δεν είναι αυτό το θέμα
μου πρόφτασε
και μου παράδωσε
μια κατακόκκινη παπαρούνα
που έλιωσε στα χέρια μου
προτού προλάβω να αντισταθώ.
Και πάλι
δεν κατάλαβα το λόγο
μικρός σαν ήμουνα
κι απαίδευτος
(Μια παπαρούνα
δε μιλά και στον καθένα
και γω τότες
δε σκάμπαζα πολλά
από παπαρούνες και τα τέτοια).
Χιλιάδες χρόνια μετά
σα γέρασα και γω
κατάλαβα το λόγο
όταν τον ξαναπάντησα ζωντανό
να ξεναγεί τους τουρίστες
στα Ηλύσια.

**

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΚΤΗ


ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ

Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο
κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας
ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της.
Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από τα απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών.
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανώδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα.
Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο.
Έσκαγε ο Απρίλης
φυλακισμένος
στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα
για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου