Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Αίγισθος / Στέλιος Παπαντωνίου



Ο Αίγισθος, ποιος Αίγισθος, κι η Κλυταιμνήστρα, αυτή βρισκόταν στο παλάτι, από κει διέτασσε και κατηύθυνε τα πάντα, τα ναυτάκια του έκτου αμερικανικού στόλου κατέβαιναν στον Πειραιά, γέμιζε το λιμάνι, κορίτσια ο στόλος, ήταν το σύνθημα, φτωχοί άνθρωποι στην Τρούμπα, γέμιζε η τσέπη λεφτά, να τους πουλούν νοθεμένο ουίσκυ, κι αυτοί εν υπηρεσία, έδεναν ένα σχοινί ο ένας στον άλλο, σχημάτιζαν μια φάλαγγα και τραβούσαν για την Αθήνα μη χαθούν, ολόισα στα εν Αθήναις στρατόπεδα, να ξεκινήσουν τα τανκς, 21 Απριλίου 1967, κι εμείς Φθιώτιδος 23 ημιυπόγειο, φοιτηταριό, το ‘χαμε το ραδιοφωνάκι μας από το Μινιόν αγορασμένο, ανοίξτε ν’ ακούσετε τους σωτήρες της Ελλάδος, και ποιος ανεχόταν αστεία τέτοια ώρα, κατάκλειστους μας κράτησαν, εμβατήρια στον αέρα, εκείνη η Ελλάδα που δεν πεθαίνει όλο δοκιμές έκανε και πάλι μισοζώντανη έβγαινε, αυτή τη φορά πέρασε ο παγοπώλης, είχαμε τότε παγωνιέρες, την τύλιξε σε μια κανναβίτσα, την έβαλε στην παγωνιέρα, την Ελλάδα λέω, άλλοι είπαν πως χτίστης ήταν και την έβαλε στο γύψο, όχι καλέ, ο γιατρός ήταν, ορθοπεδικός, σπασμένη χέρια πόδια, και τα τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων κι οι κλούβες μάζευαν, στοχευμένα πράματα, όχι στην τύχη, αυτά δεν γίνονταν ούτε στη Χώρα, τον καιρό του αγώνα, κέρφιου άκουες, περνούσε το λαντρόβερ της αστυνομίας, ένας τούρκος στον τηλεβόα, προσοχή προσοχή, κι έτσι κλεινόμασταν στο σπίτι, απορώ πώς σκέφτηκε τον αντιήρωά του το ψαράκι της γυάλας να τριγυρίζει μακριά από την Αθήνα με τη φραντζόλα υπό μάλης και μάλιστα να τον περιμένει να κατέβει και Ομόνοια μεριά, να αρχίσουν διαδηλώσεις, να ρίξουν τη χούντα, είσαι καλά, άνθρωπέ μου, έξω από τη Φανερωμένη να ‘ρθεις να δεις διαδήλωση, στην αυλή του Παγκυπρίου, να μπαίνουν οι επικουρικοί κι εμείς να πηδάμε από τα τοιχάρια, δώδεκα χρόνων παιδιά, να σωθούμε, η δακρυγόνα στη μύτη, βρέξτε μαντίλια στις βρύσες. ‘Ελεγε λοιπόν η ανακοίνωση του ραδιοφώνου, στις δυο θα μας άφηναν να πάμε για ψώνια, εμείς για φαείν στην Αύρα της Κύπρου, το εστιατόριό μας, όπου κι αν βρισκόμασταν, κοντά στα λεωφορεία του Θων, προσοχή όμως, μόνο κάτω από πέντε μαζί στο δρόμο, μετριόμασταν, κινδυνεύαμε να μας πυροβολήσουν τα φαντάρια που στέκονταν οπλισμένα στο δρόμο, διαδηλώσεις φοβόντουσαν, πού τέτοια πράματα, ο φόβος κυριαρχούσε, ήταν και μερικοί την παρακαλούσαν και την περίμεναν, ε ρε δικτατορία που χρειάζεται αυτός ο τόπος, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι. Για καιρό κράτησε το ίδιο κλίμα, όσοι είχαμε ευκαιρία να σηκωθούμε, φύγαμε, βαρύ μαύρο πέπλο, αν και προεορτίως τα ζήσαμε, συνηθισμένοι στην καταπίεση των εγγλέζων νομίζαμε πως πήγαμε στην Αθήνα και θα την περνούσαμε στο ελεύθερο, πού να ξέραμε, νύχτα αν βγαίναμε για βόλτα ύστερα από τα ξενύχτια στο διάβασμα, ο αστυνομικός μας σταματούσε, ταυτότητα, πού πάτε τέτοια ώρα, ήταν και κοντά η Αμερικανική πρεσβεία, το καραμανλικό αστυνομικό κράτος, τώρα που το σκέφτομαι την ελευθερία μόνο στο νου και στη φαντασία και στην υπόγα της ψυχής την έχω, η επιφάνεια κι η γήινη Αφροδίτη, της πορνείας πράματα, δεν είναι η Ουρανία, Σε γνωρίζω από την κόψη, μόνο στον αγώνα του 55-59 την ζήσαμε, ξενόστραφα πράματα, είσαι λεύτερος σαν πολεμάς σκλάβος για τη λευτεριά, κι όταν την πάρεις, κάλπικο νόμισμα στο χέρι, χειροπόδαρα δεμένος, ανάξιοι. Ο Αίγισθος κι η Κλυταιμνήστρα αποφάσισαν τους γάμους της Ηλέκτρας μ’ ένα φτωχό παιδί της γειτονιάς, μην αφήσει παιδιά με ήθος αρίστων, κι έρθουν μια μέρα να ζητούν μερίδιο στις μετοχές στην τράπεζα και στις επιχειρήσεις, σε λίγο από μόνες τους οι τράπεζες βυθίστηκαν στο βούρκο, ο φτωχός έτσι κι αλλιώς επέπλεε, επιβίωνε, συνηθισμένος στη φτώχεια του, στις φυλακές υπήρχαν τον καιρό μας και κρεμάλες. Δεν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, πολύ χρειάζονταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου