Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλησής Κυριάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πλησής Κυριάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Κυριάκος Πλήσης (βιογραφικό)

Ο Κυριάκος Πλήσης γεννήθηκε στην Ακανθού της Αμμοχώστου το 1929. Μετά την αποφοίτησή του από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, φοίτησε στο Διδασκαλικό Κολλέγιο Μόρφου . Στη συνεχεία σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως  καθηγητής, υποδιευθυντής και γυμνασιάρχης. Ασχολήθηκε, εκτός από την εκπαίδευση, και με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με την ποίηση και το δοκίμιο. Βραβεύτηκε τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.


Ποιητικές Συλλογές:


  • 1988 / Χαράγματα, Εκδόσεις των Φίλων
  • 1983 / Ο έρωτας του σώματος, Εκδόσεις των Φίλων
  • 1977 / Το τραγούδι της αδελφίδης : συνθετικό ποίημα, Εκδόσεις των Φίλων 
  • 1991 / Ονομα δ' αυτής Μακαρία : ποιήματα 



άλλα έργα του :



(2009) Τα έργα των ανθρώπων, Ευθύνη
(2005) Προσεγγίσεις, Αστήρ
(1999) Λόγος περί αλήθειας, Εκδόσεις των Φίλων
(1998) Δοκίμιο περί έρωτος, Ευθύνη
(1996) Ο ένδον κόσμος, Εκδόσεις των Φίλων
(1995) Προσεγγίσεις, Αστήρ
(1992) Μετά τη χρεωκοπία του δόγματος, Αστήρ
(1991) Όνομα δ' αυτής μακαρία, Εκδόσεις των Φίλων


Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ / Κυριάκος Πλησής


Ογδόντα πέντε χρόνια δένανε μαργαριτάρια τα κόκκαλά του
τρεφόταν με τον άρτο των αγγέλων και με τον οίνο
φύτευε ελιές, τριανταφυλλιές κι άλλα πάσης λογής λουλούδια
και της πορνείας ο δαίμων κι άλλοι δαίμονες πολλοί
πεζεύανε συχνά πυκνά μες στην καρδιά του.
Μα τον σκέπαζε η χάρις κι η μεσιτεία του Αποστόλου,
γιατί καθάριζε πενήντα συναπτούς ενιαυτούς τον τάφο του
και με τα δάκρυα δρόσιζε κατακαλόκαιρα το πεφρυγμένο χώμα.
Ρίζωσε σαν την αιωνόβια χαρουπιά
και σαν την πέτρα την ακρότομο.
Τα χέρια του άπλωνε σταυροειδώς κι από την Πάφο
ευλογούσε ως τον Απόστολο Ανδρέα.
Ήρθαν με τη φωτιά τους και με τ’ άρματα.
Εκείνος ορθός•
και πύλαι Άδου ου κατίσχυσαν αυτού.
Έμειν’ εκεί
πίνοντας μέχρι τρυγός τον πόνο του τόπου του.
Κοιμήθηκε στον τάφο που καθάριζε
με το Ευαγγέλιο στο στήθος του,
το κατά Ματθαίον,
ανοιγμένο στο κεφάλαιο των Παθών του Κυρίου.
Ο Ανθέμιος θα πιστοποιήσει μελλοντικώς την ιθαγένειά του.

ΕΠιμετρο ΙΙ: Να μνημονευονται /Πλησής Κυριάκος


Να μνημονεύονται
Ακάμας, Αίπεια, Σόλοι, Λάμπουσα,
Λάπηθος, Κερύνεια, Χύτροι, Αφροδίσιον,
Ουρανία, Αχαιών Ακτή, Σαλαμίς, Αλάσια.
 
Να μνημονεύονται
Άγιος Αντιφωνητής, Γλυκιώτισσα, Κανακαριά,
Απόστολος Ανδρέας, Απόστολος Βαρνάβας,
Άγιος Επιφάνιος.
 
Να μνημονεύονται
προς δόξαν και υπερηφάνειαν
των ενδόξων και πεπολιτισμένων γειτόνων μας
και των ευγενών τέκνων της Εσπερίας
καθώς και των γενναίων τέκνων
του Αγάλματος της Ελευθερίας.

Ο έρωτας του σώματος: Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Πλησή Εκδόσεις των Φίλων, 1983

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Σ' αυτή τη γραμμή
που τέμνει το χρόνο
που ορίζει τη γνώση και την άγνοια
ντυμένοι την απόλυτή μας ύπαρξη
αδελφοποιητοί
συγχορδίες στα στήθη
και το λουλούδι ν' ανθίζει
να κελαηδεί το πουλί
κι ύστερα η μεγάλη σιγή.

Η ζωή και το μυστήριό της
το μυστικό μας, αγαπημένη.

Χαράγματα : Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Πλησή Εκδόσεις των Φίλων, 1988

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Αύρα ανάλαφρη
χέρι βελούδινο
υγρή ευκρασία
δακρύζει το δέντρο ως το κόκκαλο
και οι πανσέδες.

Στ' ακροπέταλα των λουλουδιών μελωδία.

Μόνος εν μέσω του κήπου
εγκυμονούσα γαστέρα
καθώς παλεύουν οι τέσσερις άνεμοι της οικουμένης
κελαηδώ και σωπαίνω.


(από την ενότητα: Χαράγματα σε μαύρο κι άσπρο)

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Το αλφαβητάρι της μνήμης (απόσπασμα)

Το Α 

Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού
κι η εκβολή του ποταμιού στη θάλασσα. 

Το Β 

Οι σωστές ονομασίες των πραγμάτων  
πέτρα, άγαλμα, ελιά, στεφάνι. 

Το Γ

Τα χρώματα κι οι αποχρώσεις τους
κυανούν- υποκύανον, ερυθρόν-υπέρυθρον, λευκόν- υπόλευκον

Το Δ

Τύμβος Νικοκλέους εις Έγκωμην 
και λίγο πιο πέρα σφαγμένα άλογα

Το Ε

Συνδυασμοί ονομάτων 
Γρηγόρης και Μάτσης: Θάνατος κι ελευθερία 

Το ΣΤ΄ 

Ακανθού πατρίδα μου
Αμμόχωστος πατρίδα μου 

Τα εικοσιτέσσερα γράμματα δεν επαρκούν.
Η μνήμη είναι αδηφάγα
Τι να της κάνουν τα λιγοστά ψηφία του αλφαβήτου; 

Ο έρωτας του σώματος 1983

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Τρεῖς λόγοι τοῦ Οἰδίποδα Β’

Φόρεσε τό χαμόγελό σου καί χτύπα τήν πόρτα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναφόρεστο καί ξαναχτύπα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναχτύπα καί πές καί πές καί πές.
Δέ μᾶς ἀναγνωρίζει πιά κανείς
τό σκυλί γαβγίζει ἄγρια στό φράχτη
ὄχι, δέ βλέπω πιά τή θάλασσα μπροστά μας
ὁ ἐλαιώνας δεξιά δέν εἶν’ δικός μας
ἀγνώριστος ὁ κάμπος στά ζερβά μας
μᾶς πλακώνει τό βουνό πού ‘ταν χαρά τῶν ὀμματιῶν μας.
Πᾶμε νά φύγουμε, δυστυχισμένο τέκνο μου,
μπές μέ βῆμα ταχύ στό σύγνεφο τοῦ ἐρέβους.

Ἐλεγεία Α

Ποῦ θά πλαγιάσουμε καλή μου;
Τά λούλουδα τοῦ κήπου λόγχες
κι ὁ ἴσκιος του πλατάνου θάνατος.
βόμβοι κρωγμοί καί θειάφι στόν ἀγέρα.
Τά χέρια μας μετέωρα, ἀγαπημένη,
βῆμα μπροστά καί βῆμα πίσω
ἐσύ στήν ὄχθη ἐδῶ κι ἐγώ στήν ἀντιπέρα
κι ἀνάμεσό μας τά παιδιά μας πού σκοτώθηκαν
ψηλαφώντας
τίς γραμμές τῆς ὀδύνης στά πρόσωπα
τό δάκρυ στά μάγουλα
τήν τέφρα στά μαλλιά.

ο γέροντας

Εἶχ’ εὐπρεπίσει τό σπίτι του,
καλλιέργησε τόν κῆπο του,
φύτεψε γαρούφαλλα καί γιασεμιά.
Διάλεξε τόν τάφο του
κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του.
Καθόταν τό πρωί τήν ἄνοιξη στόν κῆπο.
κι εὐφραινότανε τήν ὀσμή τῶν λουλουδιῶν.
τ’ ἀπόγευμα στό μπαλκόνι
κι ἀγνάντευε σιωπηλά τό κοιμητήρι.
ἔτοιμος πάντοτε, ἤρεμος, πεπληρωμένος.
Τώρα στό βράχο κατά τό νοτιά
κοιτάει τήν ἀτέρμονη θάλασσα
κι οὔτε μπροστά βαδίζει οὔτε πίσω.
Μέρα τή μέρα ριζώνει στό βράχο.
ἤδη τά πέλματά του πέτρωσαν
καί προχωρεῖ ἡ μεταστοιχείωση ραγδαῖα.
Γύρω τριγύρω του ξεράθηκε κι ἡ τελευταία πόα.
ποῦ νά βρεθεῖ δάκρυ νά τήν ποτίσει;