Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Για την Κύπρο: πέντε[5] ποιήματα του Λεωνίδα Οικονομίδη από την ποιητική του συλλογή: Διαδρομές εκδιδόμενη το έτος 2021

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

    

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Λεωνίδα Οικονομίδη : «Διαδρομές», αναζητώ όπως και σε άλλες συλλογές των Κυπρίων   Ποιητών αναφορές για το νησί της Αφροδίτης, την πατρίδα μας. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Κανένας ποιητής και ποιήτρια της Κύπρου δεν άφησαν έξω από το έργο τους  τις αναφορές τους προς την Πατρίδα και το δράμα της. Και εάν μέχρι την Τουρκική Εισβολή ήταν ξεκάθαρη η θέση και των ποιητών για την ένωση ή επανένωση με τη μητέρα Ελλάδα, μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974, γίνεται ολοφάνερο ότι τα ποιήματα είναι μοιρολόγια, δάκρυα, πόνοι, λυγμοί είναι ανάσες που χάνονται και μια διαρκή ελπίδα για την επιστροφή στα πατρώα εδάφη. Έτσι και ο Λεωνίδας Οικονομίδης παλεύει με τους στίχους σ΄ ένα στοιχειωμένο πρόβλημα και αφήνει τα συναισθήματα να τον κυριεύσουν. Η μικρή πατρίδα είναι μια κόρη εγκαταλειμμένη από φίλους και γνωστούς της ιστορίας καθώς είναι ένα «Λαβωμένο σκαρί αφημένο στο πέλαγος…». Στη προσπάθειά του να βρεθούν οι αιτίες και να αποδοθούν οι ευθύνες, αλλά και στη ανικανότητα των ημετέρων και υμετέρων καταλήγει στο θεμιτό συμπέρασμα ότι «… έναν εφιάλτη να στοιχειοθετήσουμε δεν τολμήσαμε…» Τα αποσιωπητικά στο τέλος του ποιήματος «Αδικαίωτα όνειρα» ίσως είναι όλες οι αλήθειες που ακόμα και ένας ποιητής προσπαθεί να αποσιωπήσει αναδεικνύοντας το συναίσθημα και κατατροπώνοντας την πεζότητα της ιστορίας. 

    Η λήθη δεν είναι επιλογή. Ταξιδεύοντας σε τούτη την χρεωμένη ιστορία φτάνει «…στις ακτές της Σαλαμίνας…»  ξορκιστής των λέξεων για να διατυμπανίσει μέσω του ποιήματος « Ωδή στην Αμμόχωστο» τη δηλωμένη απόφαση του Τεύκρου να έρθει στην Κύπρο και να ιδρύσει την πόλη της Σαλαμίνας. Στα ποιήματα «Ωδή στην Κύπρο» και « Φως στο σκοτάδι» παρατηρείται η χρήση της λέξης «κόρη» μια διαρκής αναφορά στη σχέση της Κύπρου με την μητέρα Πατρίδα που δεν είναι άλλη από την Ελλάδα. Η παραδοχή ότι και να συμβεί «…εσύ μικρή πατρίδα αγαπημένη πάντα αρμενίζεις…» είναι και πεποίθηση όλου του ελληνισμού. Το κομμάτι αυτό της Ελλάδας, η μικρή Αφροδίτη στα ανατολικά της Μεσογείου,  για τον ποιητή ανήκει στο φως και όχι στο σκοτάδι. Δεν μπορεί να χαθεί έτσι απλά, από ανιστόρητες αποφάσεις, από μοιραία ίσως λάθη. Ο Λεωνίδας Οικονομίδης στα πέντε [5]ποιήματα που ακολουθούν, αφήνει να αναβλύσει από την καρδιά του η λάβα και μια «φουρτουνιασμένη ψυχή» να διασαλεύσει την μακάρια ηρεμία μας.









Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

ΣΧΕΔΟΝ ΣΑΝ ΙΩΒ / Θεοδοσίου - Νικολάου Μαίρη

 

Δεν αποζητώ καμία έξοδο
από την κοιλιά του κήτους.
Ακόμα κι αν το σκοτάδι
με καταπίνει καθημερινά αμάσητο
και με αποβάλλει αναίσθητο
στ’ αχώνευτα
η υπομονή μου με συνεφέρνει
τελικά.
Έτσι κι αλλιώς
έξω η θάλασσα αλυχτά
για τον πνιγμό μου.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Απουσία / Στυλιανού Κυριάκος

 
 

Μια ανάσα έμενε από μένα
Για χρόνια τον έβλεπα
να κάθεται  στωικός κάτω από τη μεγάλη κληματαριά του σπιτιού του
λες και περίμενε κάθε μέρα να συναντήσει κάποιον
Σήμερα   όμως ο ηλικιωμένος άντρας δεν ήταν στη θέση του
Μόνο μια άδεια καρέκλα δήλωνε σιωπηλά  την απουσία του
Τι έγινε;
Ρώτησα κάποιον γείτονα
Πού να πήγε άραγε;
Πέθανε
μου απάντησε εκείνος ψυχρά
σαν να μην με είδε ποτέ
 να στρίβω κάθε μέρα τον δρόμο του
για να φτάσω στον δικό μου
Σαν να μην γνώριζε
πως τα σπίτια μας
ανάσαιναν λίγα βήματα απ΄ το δικό του.

 

Πιο κάτω απ΄ το λόφο / Κυριάκος Στυλιανού

 


Από νωρίς πήγε για ύπνο
να ονειρευτεί  τους αντιπάλους του να φαντάζουν εδώ
και  αιώνες  ηττημένοι
Στο πιο ψηλό σημείο του λόφου του ήταν μαζεμένοι 
όλοι οι αυλικοί του και τον περίμεναν
καθώς είχε έρθει και η δική του σειρά να ανέβει
 στο πιο σπουδαίο αξίωμα της χώρας του
Πηγαίνοντας όμως πρωί-πρωί
 να παραστεί στις τιμές που τού ετοίμαζαν
το βλέμμα του επηρμένο καθώς ήταν στα ουράνια δυστυχώς
δεν σκόνταψε  σ΄ ένα παιδί  που τον κοίταζε
 έντονα  στα μάτια
το βλέμμα του αδόξως δεν σκόνταψε ποτέ στα μεγάλα μάτια
του παιδιού.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Το χέρι που λάθεψε* ( μικρή ιστορία άγγλου αξιωματικού, Ελληνοκυπρίων στρατιωτών και του Αγίου Αντωνίου στο Στρυμονικό Σερρών)

 



γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

     Ο Άγγλος Αξιωματικός σήκωσε το χέρι ψηλά. Έδωσε το σύνθημα να αφιππεύσουν οι καβαλάρηδες και να ξεκουραστούν οι στρατιώτες λίγο πριν μπούνε στο Όρλιακο*. Κάλεσε τους υπαξιωματικούς του και τους συγκέντρωσε κάτω από ένα τεράστιο πλατάνι στη περιοχή του Πέγκου*

-     Μπροστά μας έχουμε το χωριό Όρλιακο. Οι κάτοικοι του, όπως με πληροφόρησαν είναι φιλήσυχοι, αγρότες, κτηνοτρόφοι και βοσκοί.  Θα βρούμε κάποιο μέρος να διανυκτερεύουμε, να κάνουν μπάνιο οι στρατιώτες, τα ξεθυμάνουν τα άλογα και θα συνεχίσουμε μέχρι τις Σέρρες.  

Κανείς δεν έκανε ερωτήσεις, ήσαν όλοι κουρασμένοι και μύριζαν πολύ άσχημα. Είχαν να καθαριστούν πάνω από είκοσι μέρες και η τσίκνα αγκάλιαζε το κορμί τους  με μια αλλόκοτη θέρμη. Τα νύχια είχαν πληγιάσει τα κορμιά, που μάτωναν από το ξύσιμο και αναζητούσαν απεγνωσμένα λίγο νερό για να πλυθούν. Ο ποταμός που κυλούσε δίπλα τους, ξεροποτάμι κατ΄ ουσία δεν είχε παρά ελάχιστο νερό. Φεγγοβόλαε τούτο και χανόταν η μικρή ορμή του μέσα στη πρώτη τρύπα πέρα από το μεγάλο πλατάνι. Ποιος να πρώτο προλάβει να κοινωνήσει το σώμα του μέσα σε τούτη την ξεραΐλα.

-      Λοχαγέ ακούστηκε από τη δεξιά πλευρά. Ένας βοσκός, εδώ παρά πέρα, μας είπε ότι στα δύο χιλιόμετρα το πολύ υπάρχει εκκλησία. Χριστιανική Εκκλησία. Έχει νερό εκεί και χώρο να κοιμηθούμε. Να πάμε λοχαγέ. Είμαστε όλοι κουρασμένοι.

Δεν χρειάστηκε περισσότερη αξιολόγηση της πληροφορίες. Ο Λοχαγός με τους υπαξιωματικούς του, έβαλαν σε τάξη τον λόχο και κίνησαν για την εκκλησιά. Στα δεξιά και στα αριστερά του χωματόδρομου στάνες και γιδοπρόβατα, αγελάδες ξεπρόβαλαν μουγκρίζοντας, πλαστικά δοχεία και μια μεγάλη στέρνα με θολό νερό. Με μια κοφτή κίνηση απαγόρευσε να την πλησιάσει κανένας.

Η Εκκλησιά φάνηκε στα μάτια τους, βουτηγμένη μέσα στην αγκαλιά της γης. Τριγύρω ένα τεράστιο περιβόλι με κάθε λογής φρούτα. Ένα ανοικτός στάβλος φιλοξενούσε δύο μικρά γαϊδουράκια και μια κατσίκα. Κότες έτρεχαν αφηνιασμένες στη θέα του λόχου. Οι στρατιώτες χειροκρότησαν αυθόρμητα.

-      Θα φάμε λοχαγέ!

-      Δεν θα αγγίξετε τίποτα εάν δεν πάρετε εντολή από μένα τους είπε.

 

Στην πόρτα του προαυλίου βγήκε να τους συναντήσει ο ιερέας. Ένας γεράκος παπάς με ροζιασμένα τα λεπτοκαμωμένα χέρια του, άνοιξε την αγκαλιά του και τους καλοδέχτηκε.

 

-      Καλώς τους, καλώς ήρθατε λοχαγέ τους είπε. Νικήσατε, έφτασαν και εδώ τα καλά νέα. Οι βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή, μα και τα δικά μας παιδιά έχυσαν πολύ αίμα. Άκουσα πως τη μάχη που δώσατε πάνω από 300 αξιωματικοί  και πολλοί μα πάρα πολλοί  στρατιώτες άφησαν την πνοή τους στα χαρακώματα. Λυπάται ο Θεός, λυπάται πολύ για την κατάντια του ανθρώπου. Ελάτε, ελάτε στην αυλή του Αγίου Αντωνίου.

 

-      Παπά του απάντησε με αυστηρό τόνο, θέλουμε να κοιμηθούμε, κάπου να βάλουμε τα άλογα, να φάμε εάν μπορείς να κάμεις κάτι θα σε βοηθήσουν και δυο παιδιά μάγειροι και να πλυθούμε.

 

-      Μην χολοσκάς λοχαγέ. Να πίσω από την Εκκλησιά, υπάρχει βρύση, τουαλέτα. Τα άλογα στο στάβλο κι αν δεν φτάνει εδώ στην αυλή κι οι φαντάροι όλοι, όλοι στην εκκλησιά κάτω από τα μάτια του θεού και της Παναγίας.

 

    Κατέβηκαν από τα άλογα και τα μουλάρια. Τα οδήγησαν στο στάβλο και έριξαν μπάλες από άχυρο. Κάποια έδεσαν κάτω από τα δένδρα του περιβολιού κι άλλα έξω από την εκκλησιά δίπλα από τον ξεροπόταμο. Τα βόλεψαν. Οι δυο μάγειροι, Κυπριόπουλα, έπιασαν δέκα κότες, τις έσφαξαν και τις ετοίμασαν για ψήσιμο. Καθάρισαν και πατάτες, είχε ο παπάς ντομάτες και  κρεμμύδια στο μπαξέ του, έλειπε βέβαια το ψωμί κι ούτε πίστευαν πως είχε τη δύναμη να το πολλαπλασιάσει ο παππούλης

-      Αυτά μόνο στην Αγία Γραφή συμβαίνουν σχολίασε ο ένας και γέλασε.

 

Ο Αξιωματικός πήρε τους υπαξιωματικούς του και πήγε κατ ευθείαν στη βρύση. Γυμνώθηκε, έδωσε εντολή να κάνουν και οι άλλοι τούτο, πλύθηκε, στολίστηκε, έβαλε μια καινούργια στολή που είχε στο σάκο του και ξεχώρισε με μιας σαν αρχοντόπουλο. Το ίδιο και οι νεώτεροι υπαξιωματικοί.

Αφού τελείωσαν αυτοί κίνησαν το μπάνιο οι στρατιώτες. Γέμισε η πίσω αυλή του Αγίου Αντωνίου με γυμνά ψωριάρικα ανδρικά κορμιά, που διψούσαν από νερό. Σαν αγιασμός έτρεχε πάνω τους, παρέσερνε όλη τη βρωμιά των ημερών και το μπαρούτι της μάχης, χαίρονταν σαν μικρά παιδιά, χαίρονταν και ο θεός μαζί τους. Γέλαγε μετά μανίας ο Άγιος Αντώνιος.

 

Δεν πέρασε ούτε μια ώρα και φάνηκαν από τον πάνω μαχαλά να κατηφορίζουν χωριάτες κρατώντας μεγάλα κοφίνια στα χέρια τους. Μπροστά τους ο παπάς. Σαν μια μικρή πορεία νίκης, σαν μια πορεία φιλοξενίας.

-      Λοχαγέ φώναξε, να φέραμε να χορτάσουν τα στόματα. Ψωμί, κρέας, τυρί, βούτυρο  να λιγδώσει το στομάχι των παιδιών. Να αγκαλιαστούμε.

-      Είδες που τελικά γίνονται και θαύματα σε αυτή τη ζωή είπε ο ένας μάγειρας.

 

   Αφού ευχαρίστησε ο λοχαγός τους χωρικούς, χαμογέλασε του παπά, έδωσε διαταγή να μην πλησιάσει κανείς μέχρι αύριο το πρωί είπε τα ζωντανά. Θα κοιμηθούνε ένα βράδυ κι αύριο πρωί θα κινήσουν για τις Σέρρες. Έτσι και γίνηκε.

 

Ο Λοχαγός επέλεξε για τον ίδιο και τους υπαξιωματικούς να κοιμηθεί στον γυναικωνίτη. Όλοι οι στρατιώτες χάμω στην εκκλησιά, κάτω από τα βλέμματα των αγίων όπως είπε και ο παπάς.

 

-      Ανδρέα, απευθύνθηκε στον αρχαιότερο υπαξιωματικό, από την Άχνα της Κύπρου, έχεις προσέξει την εικόνα του Αγίου έξω από την Εκκλησία. Όλο χρυσάφι. Θα την έκανε σπουδαίος αγιογράφος και χαράκτης. Θα κοστίζει πολλά…

-      Λοχαγέ τι σκέφτεσαι, δεν είναι σωστό…

-      Μια σκέψη έκανα Ανδρέα, αν την παίρναμε θα την μοσχοπουλούσαμε, θα γινόμασταν πλούσιοι, θα …

-      Λοχαγέ μην σκέφτεσαι τέτοια. Σε άγιο τόπο είμαστε. Είδες πως μας φέρθηκαν…

-      Και τον Ιούδα καλά τον φέρθηκε ο Χριστός αλλά κείνος τον πρόδωσε

-      Κι είδες τι τέλος είχε…

-      Δεν πρόσεχε Ανδρέα, αν πρόσεχε θα πουλούσε καλύτερα το τομάρι του και την προδοσία

-      Η προδοσία είναι προδοσία και δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι με αυτούς που μας έδωσαν την φιλοξενία τους

-      Κάτι τέτοια μου λέτε εσείς οι Κυπραίοι και σας οικτίρω…

-      Λοχαγέ να κοιμηθούμε και τα λέμε αύριο.

-       

Γύρισε ο Ανδρέας από την άλλη πλευρά, μάζεψε το κορμί του στα δύο και χάθηκε το βλέμμα του στην οροφή και μέσα στο βλέμμα του Χριστού. Ένα χέρι σηκώθηκε και του έκανε νόημα να σωπάσει. Η σιωπή εκείνη τη στιγμή ήταν σαν ένα ελαφρύ πέρασμα στον παράδεισο.

          Ξημέρωσε κι ο ήλιος ακούμπησε τα χείλη του πάνω στην Εκκλησιά. Χαμογέλασε ο θεός για τη νέα μέρα που έδωσε στους ανθρώπους, χαμογέλασαν και εκείνοι που ξεκινούσε μια νέα μέρα. Φρεσκοξυρισμένοι όλοι τους συντάχθηκαν όξω από την εκκλησιά με τα άλογα και τα μουλάρια σε δυάδες. Στα πενήντα μέτρα δεκάδες χωριάτες, βοσκοί και αγρότες είχαν συνταχθεί να τους αποχαιρετήσουν.

-      Έτσι είμαστε εδώ στο χωριό λοχαγέ είπε ο παπάς. Πολλά δεν έχουμε αλλά ότι έχουμε θα σας το δώσουμε. Ακόμα και την ψυχή μας.

-      Να σου πω βρε γέροντα. Τούτη την εικόνα τι τη θέλετε; Ένας Άγιος είναι.

Θόλωσαν τα μάτια του παπά, χλόμιασε το πρόσωπό του.

-      Μην λες τέτοια λόγια λοχαγέ, τι αναφέρεις τώρα;

-      Να λέω να μας την δώσεις κι αν δεν μας την δώσεις θα την πάρουμε μόνοι μας

 

Οι υπαξιωματικοί κοιτάχτηκαν έντρομοι, οι στρατιώτες το ίδιο.

Οι κάτοικοι του χωριού κινήθηκαν με την απειλή στα μάτια τους. Μια αστραπή έδυσε τον ήλιο.

-      Ανδρέα είπε ο λοχαγός πάρε τον Πάμπο και τον Μηνά και κατεβάστε την εικόνα.

-      Λοχαγέ δεν μπορείς να ζητάς κάτι τέτοιο, δεν μπορώ να το κάνω.

-      Μην αρνείσαι διαταγή είναι

-      Θα σου φέρω τους στρατιώτες

 

Μα τόσο ο Πάμπος όσο και ο Μηνάς αρνήθηκαν. Σήκωσε το καμουτσίκι να τους βαρέσει μα δεν πρόκαμε. Μπήκε μπροστά ο παπά – Δημήτρης και έσκισε το μάγουλό του. Αίμα πηχτό έτρεχε, γέμισε το προαύλιο. Άρχισαν να φωνάζουν οι χωρικοί, μια αγριάδα φάνταζε στο πρόσωπό τους, κινήθηκαν κατά του λόχου…

-      Πίσω- πίσω φώναξαν οι πιο ψύχραιμοι, πίσω θα φύγουμε…

 

Κατέβηκε ο λοχαγός, με την όμορφη στολή του, άστραφταν τα γαλόνια στη αστραπή του θεού και ακούμπησε το χέρι του στη πόρτα της εκκλησιάς. Έκανε να φτάσει την εικόνα μα δεν μπορούσε, ήταν πολύ ψηλά.

-      Φωνάξτε μου πέντε Κυπραίους, γρήγορα να έρθουν εδώ πέντε

 

   Εμφανίστηκαν αμέσως οι στρατιώτες: Απόστολος Κ. Αποστόλου, από τον Καραβά και ο συντοπίτη του Γρηγόρης Χρ. Κατσαρή, από τη Λάπηθο, ο Λεωνίδα Οικονομίδη, από το Άρσος της Λεμεσού, ο Χρυσόστομος Ι. Οικονομίδη, από τα Λιμνιά και ο Δημήτριου Α. Παπαχριστοδούλου, από την Πάνω Ζώδια*.

 

-      Κατεβάστε γρήγορα την εικόνα.

-      Δεν είναι πρέπον λοχαγέ, εμείς δεν θα το κάνουμε. Εμείς είμαστε Χριστιανοί κι αλλιώς μάθαμε. Αν θες φώναξε τους Εγγλέζους, αυτοί πουλούν και τη μάνα τους.

 

    Φώναξε τότε δύο εγγλέζους στρατιώτες και αυτοί ετοιμάστηκαν να  κατεβάσουν την εικόνα του Αγίου. Μα τη στιγμή που την ακούμπησαν ο λοχαγός έβγαλε κραυγή μεγάλη. Σείστηκε η πόρτα της εκκλησιάς και μύρισε λιβάνι όλος ο χώρος. Τα πρώτα δένδρα του περιβολιού μαράθηκαν και η καμπάνα άρχισε να βαρά πένθιμα. Τα άλογα χλιμίντριζαν άσχημα, σαν ένας άνεμος περίεργος και λάβρος τα τύλιξε, κάποιοι στρατιώτες φώναξαν: έλεος, έλεος και οι χωρικοί έκαμαν βήματα πίσω. Ο Άγγλος αξιωματικός δεν μπορούσε να πάρει το χέρι του από τον τοίχο της εκκλησίας. Είχε κολλήσει. Οι εγγλέζοι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν τον τοίχο μα εκείνος ήταν πέτρα. Δεν γινόταν τίποτα.

 

Έφτασε κοντά τους ο γιατρός της μονάδας. Κοίταξε τον λοχαγό στα μάτια, κοίταξε το χέρι καρφωμένο στον τοίχο και πήρε γρήγορα την απόφαση.

-      Να το κόψουμε λοχαγέ, δεν υπάρχει άλλη λύση. Να το κόψουμε και να φύγουμε για Σέρρες γρήγορα, μακριά από τούτο τον τόπο.

-       

Ο Ανδρέας κάλεσε αμέσως και κρυφά έναν καλαμαρά και του είπε:

-      Αυτό γράψε το και να πεις πως έγινε δαμαί στο Όρλιακο. Να το αναφέρουμε και στον Διοικητή της Μεραρχίας*.

 

Βάφηκε ο τοίχος με αίμα. Σοβάρεψε το πρόσωπο του Αγίου Αντωνίου, αγρίεψαν τα μάτια του παπά – Δημήτρη. Ο Άγγλος λοχαγός ουρλιάζοντας από τον πόνο ξάπλωσε σε ένα φορείο. Κοίταξε τον ουρανό, του φάνηκε πως ένα σύννεφο στράγγιξε πάνω του αγιασμό και θορυβήθηκε. Έχανε πολύ αίμα. Έτρεχε σαν ποτάμι στο προαύλιο, τα άλογα απομακρύνθηκαν φοβισμένα, ο γιατρός δεν ήξερε τι να κάνει, οι στρατιώτες σταυροκοπιόντουσαν, οι χωρικοί γονάτισαν και προσεύχονταν. Σε λιγότερο από μία ώρα πέθανε. Όταν άφησε την τελευταία του πνοή έπεσε και το χέρι από τον τοίχο. Ο ιερέας το μάζεψε, το έβαλε στο φορείο δίπλα του και τον θάψανε πίσω από την εκκλησία , κοντά στον ξεροπόταμο γρήγορα- γρήγορα.

-      Εκεί να τον θάψετε είπε, σε λίγες μέρες θα έχουμε μπόρα και τα νερά του ξεροπόταμου θα παρασύρουν το πτώμα. Θα το ξεβράσουν στο Στρυμόνα. Ιούδας ήταν!

 

Ο Ανδρέας ως ο αρχαιότερος Υπαξιωματικός, ευχαρίστησε τον παπά – Δημήτρη και έδωσε εντολή να κινήσουν για τις Σέρρες. Έκαμε το σταυρό του. Αν ήθελε ο θεός και ο Άγιος Αντώνιος θα έφταναν και στην Κύπρο τον άλλο μήνα.

 

 


 

Σημειώσεις:

*Πέγκο: Περιοχή του Στρυμονικού Σερρών

*Όρλιακο: Η πρώτη ονομασία του Στρυμονικού Σερρών

*Ξεροπόταμος: Ο χείμαρρος που διασχίζει την κοινότητα του Στρυμονικού

*Άγιος Αντώνιος: Η Εκκλησιά του Στρυμονικού Σερρών

*Τα ονόματα των 5 Ελληνοκυπρίων  είναι πραγματικά.Ήταν στρατιώτες που ως εθελοντές συμμετείχαν στο πλευρό των Ελλήνων στον Β΄βαλκανικό πόλεμο

* Το περιστατικό είναι πραγματικό και έλαβε χώρα στη εκκλησιά του Στρυμονικού Σερρών

Έντεκα [11 ] ποιήτριες της Κύπρου μιλούν μέσα από τους στίχους τους για τον Ιούλη του 1974

 Επιλογή ποιημάτων: Δημήτριος Γκόγκας


 
1.      Κατερίνα Ηρακλέους
2.      Εύα Νεοκλέους
3.      Αντρούλλα Θεοκλή Νικηφόρου
4.      Άντρη Περικλέους Ονουφρίου
5.      Μαρούλα Πανάγου
6.      Αδελαίδα Παπαγεωργίου
7.      Δέσπω Πηλαβάκη
8.      Παυλίνα Στυλιανού
9.      Αθηνά Τέμβριου
10. Σωτηρούλα Τσιαμπουρή
11. Ελένη Τυρίμου
 
 
 
… της Κατερίνας Ηρακλέους

αιχμάλωτοι πολέμου τότε και τώρα,
πόσος φόβος κύλησε στα μάτια σας,
είσαστε οι μάρτυρες που ζείτε και μαρτυρήσατε στα χερια των κατακτητών,
ακολουθούσαν αμούστακα παλληκάρια τότε , πατέρες,
το άγνωστο οδοιπορικό αιχμαλωσίας,
με μια αόρατη ελπίδα,
αιχμάλωτοι που δεν πίστεψαν την ώρα εκείνη πως τα χέρια τους που φύτευαν σπόρους ,
θα έσκαβαν τάφους για μάτια που δεν άντεξαν τα βασανιστήρια,
αιχμάλωτοι του 1974 που σας δάνεισαν για λίγο την ζωή,
αιχμάλωτοι και τώρα
47 χρόνια μετά,
μισό νησί,
άνθρωποι που έφυγαν από τα χωριά με αιχμάλωτη την μνήμη στην γη τους,
πρόσφυγες που νιώθουν αιχμάλωτοι, ξένοι, στην άλλη πλευρά,
τα οδοφράγματα δεν είναι
η πόρτα της αυλής τους,
δεν είναι η εκκλησία τους που προσεύχονταν κάθε Κυριακη,
δεν είναι η ηλιόπνοη,
η ηλιοπλέουσα ,
η ηλιόκορφη ελευθερία της γης τους!
 
*
ΣΚΙΕΣ / Αντρούλλα Θεοκλή Νικηφόρου
 
Ανταρσία κάνει η ψυχή,
ξεκλειδωμένη σκέψη,
τζιαί τό ταξίδι ξεκινά,
νά πάει να ταξιδέψει.
 
Νοερό ταξίδι η ψυχή,
έχει επιθυμίσει,
στόν τόπο πού γεννήθηκε,
νά πάει νά προσκυνήσει.
 
Θέλει νά πάει στόν Βορκά,
νά πάει στό χωρκό της,
εκεί πού εμεγάλωσε ,
στόν τόπο τόν δικό της.
 
Αμέσως βάζει τά φτερά,
τζιαί γρήγορα πετούσε,
τούντη στιγμή περίμενε,
χρόνια τήν καρτερούσε.
 
Στά γρήγορα ,στά ξαφνικά,
εβρέθην στήν Χαλεύκα,
μέσα στά δάση τά πολλά,
τζιείντα μεγάλα πεύκα.
 
Δρόμος μακρύς,τζιαί δύσκολος,
έκατσε γιά νά πνάσει,
πάνω στόν Πενταδάκτυλο,
τά ολόδροσα τά δάση.
 
Έτσι όπως φυσούσε όμορφα,
τζιείντο γλυκό αερούϊ,
κάτω στού πεύκου τή δροσιά,
επήρε την ,τό υπνούϊ.
 
Ξάφνου,ακούει βήματα,
στέκει τζιαί κρολοάται,
τί να συμβαίνει άραγε,
στόν ύπνο συλλοάται.
 
Φιγούρες βλέπει τζιαί σκιές,
νά περίπλανιούνται,
στήνει αυτί,ακούει ομιλίες,
σκέφτεται ,συλλογίζεται,
είναι αληθινές;;;γιά είναι φαντασίες;
 
Πάει κοντά,κοντέφκει τους,
μα τζιείνες πάσιν πίσω,
φωνάζει τους,περιμένετε,
εγιώ νά σας γνωρίσω.
 
Δκυό σκιές,εξεχώρησαν,
κρατούσαν σιέρι-σιέρι,
μιλούσαν κάπως αμυδρά.
Μήπως γυρέφκεις μας,εμάς,
εις τά δικά μας μέρη;;;
 
Δκυό αδέρκια,είμαστε...
Εγιώ είμαι ο μιαλλύττερος,
Σωτήρη με λαλούσιν,
τούτος εν ο Αντρίκκος μας,
τα κόκκαλα του,ακόμα να βρεθούσιν.
 
Εγιώ,εσάς εγνώρισα,
είσαστε δκυό αδέρκια,
τζιαί γιά μένα είσαστε,
δκυό πρώτα μου ξαδέρκια.
 
Πάω κοντά,κοντέφκω τους,
γιά νά τούς σιερετήσω,
μα είπα μου,που πόμακρα,
όϊ νά τούς ιντζιήσω.
 
Τά Κόκκαλα μας τρίζουσιν,
τζιαί μονομιάς λουβούσιν,
πάνω στό χώμα βρίσκονται,
τζι ακόμα καρτερούσιν.
 
Κάποτε πολεμήσαμε,
τούς Τούρκους με θυσία,
καί τήν ζωή μας δώσαμε,
μα ήταν προδοσία.
 
Φέρνω σας ένα μήνυμα,
δκυό λόγια νά μιλήσω,
ακούστε με προσεχτικά,
να σας εξιστορήσω.
 
Η μάνα σας,γιά λλόου σας,
έκλαιε τζιαί θρηνούσε,
πολλά χρόνια προσεύχετουν,
τζιαί σας εκαρτερούσε.
 
Ούλλα τά χρόνια πέρασε,
γιά σας πάντα μιλούσε,
μα τούτη η άγια η στιγμή,
παντοτινά αργούσε.
 
Πάντα εκαρτερούσε σας,
κοντά της γιά να πάτε,
ο καημός ατέλειωτος,
μέρα νύκτα λυπάται.
 
Εστέρεψαν τά δάκρυα,
εκάειν η καρκιά της,
τζιαί τζιείνη εξεκίνησε,
γιά νάβρει τά παιδκιά της.
 
Μέ τούτο τόν καημό,
με τούτο τό μαράζι,
η ζωή της δύσκολη,
μα όμως δέν την νοιάζει.
 
Επήρε τήν απόφαση,
τά μμάθκια της νά κλείσει,
έφυε γιά τούς ουρανούς,
γιά να σας συναντήσει.
 
Οι σκιές σάν άκουσαν,
σκορπίσαν μέσ´τά δάση,
ένα τέτοιο όνειρο,
η ψυχή,ποτέ δέν θα ξεχάσει.
 
*
Μαύρος Ιούλης / Εύα Νεοκλέους
 
Στο νησί μου
μαυρίζουν όλα
κάθε Ιούλη.
Για ποια ιστορία μου μιλάς;
Κι αυτή ακόμα
πενθεί σιωπή…
 
*
… της Άντρης Περικλέους Ονουφρίου
 
Δεν κερδίζονται πατρίδες μ'
αδειανή καρδιά.
Στέρεψαν οι στιγμές. Το θηρίο βρυχάται
και μέσα στων βρόγχων την ασφυξία μετριούνται χαλάσματα.
Μαχαίρι αιχμηρό η ευμάρεια της ψυχής.
Πώς να σηκώσει απάνω τον καιρό;
Πως να αρπάξει ντουφέκι την καρδιά
και να διαβεί χρωματιστές γραμμές;
Πιο έντονα τις βάφει κι αυτές.
Κλείνει τα ώτα κι επικαλείται Λευτεριά.
Δεν κερδίζονται πατρίδες μ' αδειανή
καρδιά. Τέσσερα χέρια και δυο. βαρύ το λάβαρο, ασήκωτο, νεκρό. Χρειάζεται ένα χωριό και δυο. Ολάκερο λαό δεμένο με ράμματα απάνω στον Χριστό.
Δεν περισσεύει ο χρόνος. Τα σημάδια των καιρών χαράζουνε ρυθμό. Ας ξυπνήσει ο πόθος κι ας γίνουμε ένα μ' αυτόν.
Γιατί βρυχάται ακόμα το θεριό
 
 
*
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ / Μαρούλα Πανάγου
 
Η δική μας πατρίδα
κατεργασμένο διαμάντι κατακτητών
Προδωμένο αστέρι σε κατακόκκινο ουρανό
Δική μας πατρίδα κομματιασμένη .
Ριγμένη στην φωτιά της απόγνωσης
Μια κουρασμένη προσμονή
σαράντα χρόνια μετά .
Να καρτερά μες στην ελπίδα που ψυχομαχά
Προδομένη και μια και δυό και τρείς
και πάντα οι προδοσίες πριν τον αλέκτωρα
μέχρι την πρώτη ώρα .Που στον ύπνο την βρήκε
Σκληρή η αφύπνηση .κείνο το ματωμένο καλοκαίρι
κι όλο πληθαίνουν οι ματωμένες επέτειοι
με τις ματωμένες ακόμα πληγές .
που δεν χαρίστικαν σε κανένα
Η κατάρα του πολέμου θηλιά ακομη στον λαιμό μας
Νότια και βόρεια προσφυγες,
μεσ στον δικό μας τόπο
κι ο εισβολέας καλά κρατεί στην αναμεταξύ διαμάχη
Στην ελλειπή εμπιστοσύνη ,τους μέν απ ' τους δεν .
Μα όλοι Κύπριοι ονομαζόμαστε κι ας ενωθούμε
χωρίς παρείσακτους προστάτες
που ρούφηξαν το κυπριακό αίμα ,
κι ήρθε η ώρα ενωμένοι
να ζωντανέψουμε μαζί τούτο τον τόπο
Να φύγουν οι παρίσακτοι
σαν δεν μας χρειάζονται .
Αιώνες ζουσαμε μαζί αγαπημένοι
Δεν πρεπει να νικήσουν
τα σαράντα που δεν μας γονάτισαν
 
*
Πατρίδας πόνος / Αδελαίδα Παπαγεωργίου
 
Κάποτε θα γίνουν τα λόγια μου
φλόγες πύρινες
τις άδικες πράξεις να κάψουν
να πνίξουν το παράπονο
στα αλμυρά δάκρυα του καημού σου
Πλανεύτηκες καημένη πατρίδα
σε λαοπλάνων πομπώδης λόγους,
αδίκησες εμάς τα παιδιά σου
που γυμνά τα στήθη προτάσσαμε
για την τιμή σου
Μα ξέρω πως όλοι αυτοί
μια μέρα θα χαθούν
σαν χνούδι που το παρασέρνει ο άνεμος
Ή ίσως μείνουν απλοί θεατές στην κερκίδα
να αναμασούν την ευτυχία των άλλων
με πικροδάφνης γεύση στο στόμα
 
 
*
ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Με πνίγει ο αέρας της ντροπής
και με πονά η ασυνειδησία
των παιδιών σου πατρίδα μου.
Σε χαλαλίσαμε στις ορδές των φονιάδων
για χάρη μιάς ειρήνης
που μας επιβάλλει χωρίς ντροπή
η καλοπέραση.
 
Σιγά, παρακαλώ να περπατάτε
όσοι εκεί πηγαίνετε.
Γιατί εκείνα τα χώματα
είναι σπαρμένα με κόκκαλα
των αδελφών και παιδιών μας,
μην τους πονέσετε.
 
Μα δεν τους ακούτε;
Τρίζουν τα κόκκαλα
και στενάζει η ψυχή τους
 
Αφουγκραστείτε
το τελευταίο κτυποκάρδι
όταν η σφαίρα
φυτευόταν στο κεφάλι τους
από τους βάρβαρους εισβολείς.
 
Αφουγκραστείτε
τα παρακάλια της μάνας
μη βλάψουν τα βλαστάρια της
πριν οι φονιάδες
τους εκτελέσουν όλους.
 
Μυρίστε το αίμα που πότισε
τη σκλαβωμένη γη
και φωνάζει
´ μη μας ξεχνάτε ´
 
*
 
... της Παυλίνας Στυλιανού
 
Μια μικρή κουκκίδα στον χάρτη
ένας συνδυασμός στρατηγικής διεθνών παιχτών
ξεκινά ένα έγκλημα μιας διχοτόμησης
επιστράτευοντας πιόνια ηλίθιων ένα σωρό
Ένα παλάτι χαλασμένο
μέσα στα νερά πνιγμένο
το μοίρασαν στα δύο έναν Ιούλιο
μιας τραγικής χρονιάς
Ένας άψογος συντονισμός
Μια άψογη παγίδα
και το νησί μοιράζεται στα δυό
 
 
*
15η ΙΟΥΛΙΟΥ / Αθηνά Τέμβριου
 
(Δεν τους καλέσαμε τους βαρβάρους
μα μολύναμε τις θάλασσες με τ' άδικο.
Ανοίξαμε τις πύλες της γης
και πρόβαλλε ο Άδης.)
Σαν αντηχούν οι σειρήνες
στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.
 
*
 
…της Σωτηρούλας Τσιαμπουρή
 
Κι έρχεται μέρα μαύρη
Φοβήθηκε ο ήλιος ν'ανατηλει
Βούλιαξαν οι αχτιδες του
σ'ενα ποτάμι προδοσίας
Δεν προφτασαν να γεννηθούν
από τη θάλασσα σου Αμμοχωστος μου .
Ποια μοίρα τον μάδησε;
Ποια μοίρα το αίμα του ήπιε;
Χαράματα αφήνεται, η σφαίρα
τρυπαει το κορμί του
Το θάνατο δε συλλογιεται.
Γυμνός το βλέμμα ρίχνει πίσω
και στο θάνατο προχωρά
Μέσα από σταγόνες αίματος
γεννήθηκες πατρίδα μου !!!!
 
*
Συνοχηδόν / Ελένη Τυρίμου
 
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...