Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Το χέρι που λάθεψε* ( μικρή ιστορία άγγλου αξιωματικού, Ελληνοκυπρίων στρατιωτών και του Αγίου Αντωνίου στο Στρυμονικό Σερρών)

 



γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

     Ο Άγγλος Αξιωματικός σήκωσε το χέρι ψηλά. Έδωσε το σύνθημα να αφιππεύσουν οι καβαλάρηδες και να ξεκουραστούν οι στρατιώτες λίγο πριν μπούνε στο Όρλιακο*. Κάλεσε τους υπαξιωματικούς του και τους συγκέντρωσε κάτω από ένα τεράστιο πλατάνι στη περιοχή του Πέγκου*

-     Μπροστά μας έχουμε το χωριό Όρλιακο. Οι κάτοικοι του, όπως με πληροφόρησαν είναι φιλήσυχοι, αγρότες, κτηνοτρόφοι και βοσκοί.  Θα βρούμε κάποιο μέρος να διανυκτερεύουμε, να κάνουν μπάνιο οι στρατιώτες, τα ξεθυμάνουν τα άλογα και θα συνεχίσουμε μέχρι τις Σέρρες.  

Κανείς δεν έκανε ερωτήσεις, ήσαν όλοι κουρασμένοι και μύριζαν πολύ άσχημα. Είχαν να καθαριστούν πάνω από είκοσι μέρες και η τσίκνα αγκάλιαζε το κορμί τους  με μια αλλόκοτη θέρμη. Τα νύχια είχαν πληγιάσει τα κορμιά, που μάτωναν από το ξύσιμο και αναζητούσαν απεγνωσμένα λίγο νερό για να πλυθούν. Ο ποταμός που κυλούσε δίπλα τους, ξεροποτάμι κατ΄ ουσία δεν είχε παρά ελάχιστο νερό. Φεγγοβόλαε τούτο και χανόταν η μικρή ορμή του μέσα στη πρώτη τρύπα πέρα από το μεγάλο πλατάνι. Ποιος να πρώτο προλάβει να κοινωνήσει το σώμα του μέσα σε τούτη την ξεραΐλα.

-      Λοχαγέ ακούστηκε από τη δεξιά πλευρά. Ένας βοσκός, εδώ παρά πέρα, μας είπε ότι στα δύο χιλιόμετρα το πολύ υπάρχει εκκλησία. Χριστιανική Εκκλησία. Έχει νερό εκεί και χώρο να κοιμηθούμε. Να πάμε λοχαγέ. Είμαστε όλοι κουρασμένοι.

Δεν χρειάστηκε περισσότερη αξιολόγηση της πληροφορίες. Ο Λοχαγός με τους υπαξιωματικούς του, έβαλαν σε τάξη τον λόχο και κίνησαν για την εκκλησιά. Στα δεξιά και στα αριστερά του χωματόδρομου στάνες και γιδοπρόβατα, αγελάδες ξεπρόβαλαν μουγκρίζοντας, πλαστικά δοχεία και μια μεγάλη στέρνα με θολό νερό. Με μια κοφτή κίνηση απαγόρευσε να την πλησιάσει κανένας.

Η Εκκλησιά φάνηκε στα μάτια τους, βουτηγμένη μέσα στην αγκαλιά της γης. Τριγύρω ένα τεράστιο περιβόλι με κάθε λογής φρούτα. Ένα ανοικτός στάβλος φιλοξενούσε δύο μικρά γαϊδουράκια και μια κατσίκα. Κότες έτρεχαν αφηνιασμένες στη θέα του λόχου. Οι στρατιώτες χειροκρότησαν αυθόρμητα.

-      Θα φάμε λοχαγέ!

-      Δεν θα αγγίξετε τίποτα εάν δεν πάρετε εντολή από μένα τους είπε.

 

Στην πόρτα του προαυλίου βγήκε να τους συναντήσει ο ιερέας. Ένας γεράκος παπάς με ροζιασμένα τα λεπτοκαμωμένα χέρια του, άνοιξε την αγκαλιά του και τους καλοδέχτηκε.

 

-      Καλώς τους, καλώς ήρθατε λοχαγέ τους είπε. Νικήσατε, έφτασαν και εδώ τα καλά νέα. Οι βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή, μα και τα δικά μας παιδιά έχυσαν πολύ αίμα. Άκουσα πως τη μάχη που δώσατε πάνω από 300 αξιωματικοί  και πολλοί μα πάρα πολλοί  στρατιώτες άφησαν την πνοή τους στα χαρακώματα. Λυπάται ο Θεός, λυπάται πολύ για την κατάντια του ανθρώπου. Ελάτε, ελάτε στην αυλή του Αγίου Αντωνίου.

 

-      Παπά του απάντησε με αυστηρό τόνο, θέλουμε να κοιμηθούμε, κάπου να βάλουμε τα άλογα, να φάμε εάν μπορείς να κάμεις κάτι θα σε βοηθήσουν και δυο παιδιά μάγειροι και να πλυθούμε.

 

-      Μην χολοσκάς λοχαγέ. Να πίσω από την Εκκλησιά, υπάρχει βρύση, τουαλέτα. Τα άλογα στο στάβλο κι αν δεν φτάνει εδώ στην αυλή κι οι φαντάροι όλοι, όλοι στην εκκλησιά κάτω από τα μάτια του θεού και της Παναγίας.

 

    Κατέβηκαν από τα άλογα και τα μουλάρια. Τα οδήγησαν στο στάβλο και έριξαν μπάλες από άχυρο. Κάποια έδεσαν κάτω από τα δένδρα του περιβολιού κι άλλα έξω από την εκκλησιά δίπλα από τον ξεροπόταμο. Τα βόλεψαν. Οι δυο μάγειροι, Κυπριόπουλα, έπιασαν δέκα κότες, τις έσφαξαν και τις ετοίμασαν για ψήσιμο. Καθάρισαν και πατάτες, είχε ο παπάς ντομάτες και  κρεμμύδια στο μπαξέ του, έλειπε βέβαια το ψωμί κι ούτε πίστευαν πως είχε τη δύναμη να το πολλαπλασιάσει ο παππούλης

-      Αυτά μόνο στην Αγία Γραφή συμβαίνουν σχολίασε ο ένας και γέλασε.

 

Ο Αξιωματικός πήρε τους υπαξιωματικούς του και πήγε κατ ευθείαν στη βρύση. Γυμνώθηκε, έδωσε εντολή να κάνουν και οι άλλοι τούτο, πλύθηκε, στολίστηκε, έβαλε μια καινούργια στολή που είχε στο σάκο του και ξεχώρισε με μιας σαν αρχοντόπουλο. Το ίδιο και οι νεώτεροι υπαξιωματικοί.

Αφού τελείωσαν αυτοί κίνησαν το μπάνιο οι στρατιώτες. Γέμισε η πίσω αυλή του Αγίου Αντωνίου με γυμνά ψωριάρικα ανδρικά κορμιά, που διψούσαν από νερό. Σαν αγιασμός έτρεχε πάνω τους, παρέσερνε όλη τη βρωμιά των ημερών και το μπαρούτι της μάχης, χαίρονταν σαν μικρά παιδιά, χαίρονταν και ο θεός μαζί τους. Γέλαγε μετά μανίας ο Άγιος Αντώνιος.

 

Δεν πέρασε ούτε μια ώρα και φάνηκαν από τον πάνω μαχαλά να κατηφορίζουν χωριάτες κρατώντας μεγάλα κοφίνια στα χέρια τους. Μπροστά τους ο παπάς. Σαν μια μικρή πορεία νίκης, σαν μια πορεία φιλοξενίας.

-      Λοχαγέ φώναξε, να φέραμε να χορτάσουν τα στόματα. Ψωμί, κρέας, τυρί, βούτυρο  να λιγδώσει το στομάχι των παιδιών. Να αγκαλιαστούμε.

-      Είδες που τελικά γίνονται και θαύματα σε αυτή τη ζωή είπε ο ένας μάγειρας.

 

   Αφού ευχαρίστησε ο λοχαγός τους χωρικούς, χαμογέλασε του παπά, έδωσε διαταγή να μην πλησιάσει κανείς μέχρι αύριο το πρωί είπε τα ζωντανά. Θα κοιμηθούνε ένα βράδυ κι αύριο πρωί θα κινήσουν για τις Σέρρες. Έτσι και γίνηκε.

 

Ο Λοχαγός επέλεξε για τον ίδιο και τους υπαξιωματικούς να κοιμηθεί στον γυναικωνίτη. Όλοι οι στρατιώτες χάμω στην εκκλησιά, κάτω από τα βλέμματα των αγίων όπως είπε και ο παπάς.

 

-      Ανδρέα, απευθύνθηκε στον αρχαιότερο υπαξιωματικό, από την Άχνα της Κύπρου, έχεις προσέξει την εικόνα του Αγίου έξω από την Εκκλησία. Όλο χρυσάφι. Θα την έκανε σπουδαίος αγιογράφος και χαράκτης. Θα κοστίζει πολλά…

-      Λοχαγέ τι σκέφτεσαι, δεν είναι σωστό…

-      Μια σκέψη έκανα Ανδρέα, αν την παίρναμε θα την μοσχοπουλούσαμε, θα γινόμασταν πλούσιοι, θα …

-      Λοχαγέ μην σκέφτεσαι τέτοια. Σε άγιο τόπο είμαστε. Είδες πως μας φέρθηκαν…

-      Και τον Ιούδα καλά τον φέρθηκε ο Χριστός αλλά κείνος τον πρόδωσε

-      Κι είδες τι τέλος είχε…

-      Δεν πρόσεχε Ανδρέα, αν πρόσεχε θα πουλούσε καλύτερα το τομάρι του και την προδοσία

-      Η προδοσία είναι προδοσία και δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι με αυτούς που μας έδωσαν την φιλοξενία τους

-      Κάτι τέτοια μου λέτε εσείς οι Κυπραίοι και σας οικτίρω…

-      Λοχαγέ να κοιμηθούμε και τα λέμε αύριο.

-       

Γύρισε ο Ανδρέας από την άλλη πλευρά, μάζεψε το κορμί του στα δύο και χάθηκε το βλέμμα του στην οροφή και μέσα στο βλέμμα του Χριστού. Ένα χέρι σηκώθηκε και του έκανε νόημα να σωπάσει. Η σιωπή εκείνη τη στιγμή ήταν σαν ένα ελαφρύ πέρασμα στον παράδεισο.

          Ξημέρωσε κι ο ήλιος ακούμπησε τα χείλη του πάνω στην Εκκλησιά. Χαμογέλασε ο θεός για τη νέα μέρα που έδωσε στους ανθρώπους, χαμογέλασαν και εκείνοι που ξεκινούσε μια νέα μέρα. Φρεσκοξυρισμένοι όλοι τους συντάχθηκαν όξω από την εκκλησιά με τα άλογα και τα μουλάρια σε δυάδες. Στα πενήντα μέτρα δεκάδες χωριάτες, βοσκοί και αγρότες είχαν συνταχθεί να τους αποχαιρετήσουν.

-      Έτσι είμαστε εδώ στο χωριό λοχαγέ είπε ο παπάς. Πολλά δεν έχουμε αλλά ότι έχουμε θα σας το δώσουμε. Ακόμα και την ψυχή μας.

-      Να σου πω βρε γέροντα. Τούτη την εικόνα τι τη θέλετε; Ένας Άγιος είναι.

Θόλωσαν τα μάτια του παπά, χλόμιασε το πρόσωπό του.

-      Μην λες τέτοια λόγια λοχαγέ, τι αναφέρεις τώρα;

-      Να λέω να μας την δώσεις κι αν δεν μας την δώσεις θα την πάρουμε μόνοι μας

 

Οι υπαξιωματικοί κοιτάχτηκαν έντρομοι, οι στρατιώτες το ίδιο.

Οι κάτοικοι του χωριού κινήθηκαν με την απειλή στα μάτια τους. Μια αστραπή έδυσε τον ήλιο.

-      Ανδρέα είπε ο λοχαγός πάρε τον Πάμπο και τον Μηνά και κατεβάστε την εικόνα.

-      Λοχαγέ δεν μπορείς να ζητάς κάτι τέτοιο, δεν μπορώ να το κάνω.

-      Μην αρνείσαι διαταγή είναι

-      Θα σου φέρω τους στρατιώτες

 

Μα τόσο ο Πάμπος όσο και ο Μηνάς αρνήθηκαν. Σήκωσε το καμουτσίκι να τους βαρέσει μα δεν πρόκαμε. Μπήκε μπροστά ο παπά – Δημήτρης και έσκισε το μάγουλό του. Αίμα πηχτό έτρεχε, γέμισε το προαύλιο. Άρχισαν να φωνάζουν οι χωρικοί, μια αγριάδα φάνταζε στο πρόσωπό τους, κινήθηκαν κατά του λόχου…

-      Πίσω- πίσω φώναξαν οι πιο ψύχραιμοι, πίσω θα φύγουμε…

 

Κατέβηκε ο λοχαγός, με την όμορφη στολή του, άστραφταν τα γαλόνια στη αστραπή του θεού και ακούμπησε το χέρι του στη πόρτα της εκκλησιάς. Έκανε να φτάσει την εικόνα μα δεν μπορούσε, ήταν πολύ ψηλά.

-      Φωνάξτε μου πέντε Κυπραίους, γρήγορα να έρθουν εδώ πέντε

 

   Εμφανίστηκαν αμέσως οι στρατιώτες: Απόστολος Κ. Αποστόλου, από τον Καραβά και ο συντοπίτη του Γρηγόρης Χρ. Κατσαρή, από τη Λάπηθο, ο Λεωνίδα Οικονομίδη, από το Άρσος της Λεμεσού, ο Χρυσόστομος Ι. Οικονομίδη, από τα Λιμνιά και ο Δημήτριου Α. Παπαχριστοδούλου, από την Πάνω Ζώδια*.

 

-      Κατεβάστε γρήγορα την εικόνα.

-      Δεν είναι πρέπον λοχαγέ, εμείς δεν θα το κάνουμε. Εμείς είμαστε Χριστιανοί κι αλλιώς μάθαμε. Αν θες φώναξε τους Εγγλέζους, αυτοί πουλούν και τη μάνα τους.

 

    Φώναξε τότε δύο εγγλέζους στρατιώτες και αυτοί ετοιμάστηκαν να  κατεβάσουν την εικόνα του Αγίου. Μα τη στιγμή που την ακούμπησαν ο λοχαγός έβγαλε κραυγή μεγάλη. Σείστηκε η πόρτα της εκκλησιάς και μύρισε λιβάνι όλος ο χώρος. Τα πρώτα δένδρα του περιβολιού μαράθηκαν και η καμπάνα άρχισε να βαρά πένθιμα. Τα άλογα χλιμίντριζαν άσχημα, σαν ένας άνεμος περίεργος και λάβρος τα τύλιξε, κάποιοι στρατιώτες φώναξαν: έλεος, έλεος και οι χωρικοί έκαμαν βήματα πίσω. Ο Άγγλος αξιωματικός δεν μπορούσε να πάρει το χέρι του από τον τοίχο της εκκλησίας. Είχε κολλήσει. Οι εγγλέζοι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν τον τοίχο μα εκείνος ήταν πέτρα. Δεν γινόταν τίποτα.

 

Έφτασε κοντά τους ο γιατρός της μονάδας. Κοίταξε τον λοχαγό στα μάτια, κοίταξε το χέρι καρφωμένο στον τοίχο και πήρε γρήγορα την απόφαση.

-      Να το κόψουμε λοχαγέ, δεν υπάρχει άλλη λύση. Να το κόψουμε και να φύγουμε για Σέρρες γρήγορα, μακριά από τούτο τον τόπο.

-       

Ο Ανδρέας κάλεσε αμέσως και κρυφά έναν καλαμαρά και του είπε:

-      Αυτό γράψε το και να πεις πως έγινε δαμαί στο Όρλιακο. Να το αναφέρουμε και στον Διοικητή της Μεραρχίας*.

 

Βάφηκε ο τοίχος με αίμα. Σοβάρεψε το πρόσωπο του Αγίου Αντωνίου, αγρίεψαν τα μάτια του παπά – Δημήτρη. Ο Άγγλος λοχαγός ουρλιάζοντας από τον πόνο ξάπλωσε σε ένα φορείο. Κοίταξε τον ουρανό, του φάνηκε πως ένα σύννεφο στράγγιξε πάνω του αγιασμό και θορυβήθηκε. Έχανε πολύ αίμα. Έτρεχε σαν ποτάμι στο προαύλιο, τα άλογα απομακρύνθηκαν φοβισμένα, ο γιατρός δεν ήξερε τι να κάνει, οι στρατιώτες σταυροκοπιόντουσαν, οι χωρικοί γονάτισαν και προσεύχονταν. Σε λιγότερο από μία ώρα πέθανε. Όταν άφησε την τελευταία του πνοή έπεσε και το χέρι από τον τοίχο. Ο ιερέας το μάζεψε, το έβαλε στο φορείο δίπλα του και τον θάψανε πίσω από την εκκλησία , κοντά στον ξεροπόταμο γρήγορα- γρήγορα.

-      Εκεί να τον θάψετε είπε, σε λίγες μέρες θα έχουμε μπόρα και τα νερά του ξεροπόταμου θα παρασύρουν το πτώμα. Θα το ξεβράσουν στο Στρυμόνα. Ιούδας ήταν!

 

Ο Ανδρέας ως ο αρχαιότερος Υπαξιωματικός, ευχαρίστησε τον παπά – Δημήτρη και έδωσε εντολή να κινήσουν για τις Σέρρες. Έκαμε το σταυρό του. Αν ήθελε ο θεός και ο Άγιος Αντώνιος θα έφταναν και στην Κύπρο τον άλλο μήνα.

 

 


 

Σημειώσεις:

*Πέγκο: Περιοχή του Στρυμονικού Σερρών

*Όρλιακο: Η πρώτη ονομασία του Στρυμονικού Σερρών

*Ξεροπόταμος: Ο χείμαρρος που διασχίζει την κοινότητα του Στρυμονικού

*Άγιος Αντώνιος: Η Εκκλησιά του Στρυμονικού Σερρών

*Τα ονόματα των 5 Ελληνοκυπρίων  είναι πραγματικά.Ήταν στρατιώτες που ως εθελοντές συμμετείχαν στο πλευρό των Ελλήνων στον Β΄βαλκανικό πόλεμο

* Το περιστατικό είναι πραγματικό και έλαβε χώρα στη εκκλησιά του Στρυμονικού Σερρών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου