Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μολέσκης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μολέσκης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Γιώργος Μολέσκης : Στρατιωτική παρέλαση


Μέσα στην καρδιά της πόλης, σε δρόμους
στολισμένους με σημαίες και συνθήματα
κυλά, σαν φουσκωμένο ποτάμι,
η στρατιωτική παρέλαση.
Στην εξέδρα φόρμες, κοστούμια,
βασιλικές κι αρχιερατικές χλαμύδες,
στους δρόμους πλήθη ανθρώπων γιορτινά ντυμένοι
κι ανάμεσά τους, σαν φουσκωμένο ποτάμι,
κυλά η στρατιωτική παρέλαση.
Περνούν,
γυαλισμένα ως την τελευταία τους βίδα
άρματα με πολυβόλα,
με κανόνια και πυραύλους
ενώ στον ουρανό πετούν με
θεαματικούς ελιγμούς
τα πολεμικά αεροπλάνα.
Ό, τι πιο σπουδαίο έχει να επιδείξει
η ανθρώπινη διάνοια και η τεχνολογία
είναι εδώ, έτοιμα όλα τον κόσμο να χαλάσουν.
Σαν φουσκωμένο ποτάμι κυλά μες στους αιώνες
εξελισσόμενη και διαρκής,
μια στρατιωτική παρέλαση…
(Aπό την ποιητική συλλογή Ανοιχτός Ουρανός, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 2022)

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

ΕΝΑ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ / Μολέσκης Γιώργος

 

Στον φίλο Θεόδωρο Στυλιανού
Τώρα βασιλεύει στο χωριό ένα μαύρο φίδι
που έχει παλάτι του το παλιό αρχοντικό.
Τα μαύρα φίδια
μερεύουν με ψωμί σταρένιο
ή με το μαύρο το ψωμί του κριθαριού
μες στους καιρούς της φτώχειας.
Όμως τώρα, τόσο μόνο,
πιστός ακόμα φύλακας,
πιο πολύ την ερημιά τονίζει
κρατώντας την πικρή ιστορία του:
Ήτανε χρόνια πριν, τότε που στο χωριό
κατοικούσε ο τελευταίος νοικοκύρης
σε τούτο δω τ’ αρχοντικό. Θυμάται,
γεννήθηκε το τελευταίο τους παιδί.
Τότε συχνά μιλούσαν για φευγιό,
για τα χωράφια που δεν δίναν να τους θρέψουν,
για το παιδί και το σχολειό που θα το ’στελναν.
Τότε παιδί και φίδι πιάσαν φιλία μεγάλη
και κάθε βράδυ στου παιδιού μαζί
κοιμόντουσαν την κούνια αγκαλιασμένα.
Το ένα περίμενε το άλλο
και τα δυο περίμεναν το βράδυ.
Κι όταν το παιδί μπορούσε να μιλήσει
και τα ονόματα να λέει των γονιών
χαρά γεμίζοντας το σπίτι,
επίμονα μιλούσε για τον φίλο του
που τον καρτέραε κάθε βράδυ.
Μα ποιος πιστεύει ένα παιδί σαν λέει:
Θα ’ρθει το φίδι και μαζί θα κοιμηθούμε;
Ώσπου μια μέρα η μάνα βλέπει
σαν ήταν ξαπλωμένο το παιδί στην κούνια
ένα φίδι ν’ ανεβαίνει
και το παιδί με μια κραυγή χαράς
ν’ απλώνει τα χεράκια του,
τα δυο να σμίγουν σαν αδέρφια.
Τρόμαξε η μάνα
κι όλο το σπίτι τρόμαξε.
Να καταλάβουν τι μπορούσαν
απ’ το παιχνίδι τούτο της ζωής;
κι όλοι μαζί , πήραν το παιδί και φύγαν.
Έτσι μονάχο του ένα φίδι
γυρίζει τα χαλάσματα.
Κοιμήθηκε χειμώνες,
ξύπνησε καλοκαίρια,
άλλαξε ντύματα πολλά και πάντα
θυμάται ένα παιδί, μια κούνια
και τη ζωή που ήταν άλλοτε
φίδι και παιδί αγκαλιασμένα.
Και το παιδί, άντρας πια,
άκουσε κάποτε σαν ένα παραμύθι
την παλιά ιστορία.
Τώρα, σαν επιστρέφει κάποτε να δει
το σπίτι, που ήταν άλλοτε το σπίτι του,
βλέπει το φίδι και τρομάζει.
Γιώργος Μολέσκης, Αυτοβιογραφία, 1972)

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Γιώργος Μολέσκης : Δύο [2] ποιήματα

ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ ΑΚΟΜΗ
Μια άνοιξη ήρθε ακόμη και μας βρήκε
κλεισμένους μες στα σπίτια μας.
Όμως ο Μίσια δεν το δέχεται, θέλει να βγει.
Με τραβά από το χέρι, πηδά γύρω μου,
δεν μπορώ να τον αγνοήσω, αυτός έχει την άδεια
για μια βόλτα στη γειτονιά.
Βγαίνουμε
και πέφτουμε πάνω στην άνοιξη που δεν γνωρίζει
από κλεισούρες και θανάτους, αφού αυτή
κάθε χρόνο ανασταίνεται και προχωρά.
Είναι κάτι παλιά βοσκοτόπια στη γειτονιά μας,
κάτι λόφοι με στενά περάσματα και βράχους
πάνω από γκρεμούς, πλατώματα με άγρια χόρτα
που ανεβαίνουν ψηλά και μας σκεπάζουν.
Κι ανάμεσά τους κόκκινες παπαρούνες,
κίτρινες μαργαρίτες και θάμνοι ανθισμένοι
με κάτι ωραία μωβ, κίτρινα, πορτοκαλιά
και άλλων χρωμάτων πανηγυρικά λουλούδια.
Εδώ φυτρώνουν και δέντρα ανατολίτικα
που γέμισαν με κόκκινους και ροζ ανθούς
και ακακίες που σκεπάστηκαν με το χρυσό
και λάμπουν βαρυστόλιστες κάτω απ’ τον ήλιο.
Αυτοί είναι οι λόφοι, τα παλιά βοσκοτόπια,
και τα στενά περάσματα τα ανθισμένα
που τα γνωρίζει ο Μίσια τόσο καλά
από τις νεανικές του δραπετεύσεις.
Εδώ με οδηγεί, να μου θυμίσει πως εμείς
που στη ζωή μας μια μια τις άνοιξες μετρούμε,
να μην τη χάσουμε αυτή, μια τέτοια άνοιξη,
και να ’ναι ο λογαριασμός λειψός στο τέλος.


**

ΤΟΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Τούτες οι λέξεις δεν είναι δικές μου,
είναι ξένες. Τις μάζεψα
σαν τα πουλιά και σαν τ’ αγριολούλουδα
από τα δάση, τους δρόμους
και τις πλατείες του κόσμου
και τις έκλεισα
μέσα στα κλουβιά των στίχων μου.
Γι’ αυτό και όλο θέλουν να ξεφύγουν,
γι’ αυτό και λένε άλλα μερικές φορές
απ’ αυτά που θέλω,
άλλα αποκαλύπτουν.
.
Παρουσιάζουν πράγματα παλιά
καθώς καινούρια
και πράγματα καινούρια
καθώς παλιά,
τα έξω δείχνουν ως τα μέσα
και τα μέσα ως τα έξω,
φωτίζουν
κρυμμένα μυστικά και αμαρτίες,
ντροπές και περηφάνιες
φόβους κρυφούς κι ελπίδες.
.
Τούτες οι λέξεις
Που δεν είναι δικές μου
είναι τελικά
τόσο πολύ δικές μου.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ / Μολέσκης Γιώργος


Απόψε μ’ έχουν βομβαρδίσει ανελέητα οι ειδήσεις.
Μ’ έχουν κάνει ένα ερείπιο
σε κάποια πόλη της Συρίας,
ένα ορφανό παιδί που κλαίει
πάνω στο νεκρό σώμα του πατέρα του
σε μια έρημο στο Ιράκ,
έναν μετανάστη πάνω στα κύματα,
έναν πρόσφυγα που πορεύεται μόνος σε ξένη γη.
Βγαίνω στον δρόμο, περπατώ σε μια πόλη
μοιρασμένη από τον πόλεμο,
που είδε φόνους και βιασμούς,
έκλαψε νεκρούς και αγνοούμενους,
μια πόλη
που κουρνιάζουν πάλι στις έρημες γειτονιές της
καινούριοι πρόσφυγες, άλλοι μετανάστες.
Περπατώ μόνος, στο σκοτάδι και στο κρύο,
από πάνω με κοιτάζει αδιάφορη μια πανσέληνος
κι από ένα ηχείο στη γωνιά του δρόμου
φτάνει στ’ αυτιά μου η φωνή του Βέρντι
σ’ ένα μεγαλειώδες πολυφωνικό κρεσέντο:
tutto nel mondo è burla!…
Σολίστες, μουσικοί, χορός,
ξεχωριστά και όλοι μαζί:
tutto nel mondo è burla!…
Όμορφα, μαγευτικά που ο συνθέτης
έβαλε την πικρή αυτή τελεία
στο τέλος μιας πορείας
που άγγιξε την τελειότητα.
Περπατώ κι ο Βέρντι με ακολουθεί
δωροδοκώντας με
με τη μαγεία της μουσικής του:
tutto nel mondo è burla!

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Αναμονή βροχής: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Μολέσκη. Περιλαμβάνει Ποιήματα της περιόδου 1980-2001 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο/ 2008

Στη συγκεντρωτική αυτή έκδοση περιλαμβάνονται τα παρακάτω ποιητικά έργα της τελευταίας εικοσαετίας: 


  • "Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι" (1980), 
  • "Περαστική Άνοιξη" (1984), 
  • "Η στέρνα των ερώτων" (1987), 
  • "Το σπίτι κι ο χρόνος" (1990), 
  • "Το νερό της μνήμης" (1998),

«Από το ελάχιστο» / Μολέσκης Γιώργος


Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορείς να την αντλήσεις κι απ' το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Και τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ' αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.
Πολλά δεν θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.
Αλλά όταν υπάρξει είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με φωμί
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.
Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.

Το Ημιτελές Ποίημα : Ποιητική Συλλογή του Γεώργιου Μολέσκη από τις εκδόσεις: Μεταίχμιο 2014



ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Στον Χρίστο Χατζήπαπα
Τόσα χρόνια μέσα στο πηγάδι
κι ούτε μια χούφτα νερό να τους δροσίσει,
ούτε ένα δάκρυ πόνου να τους ράνει,
μήτε ο ήλιος να τους αγγίζει μήτε η βροχή,
μόνο ο χρόνος να τους τρώει τη σάρκα
και τα κόκαλα να πριονίζει.
Κάποτε ένα φίδι,
κάποτε ένα τρωκτικό
και τα υπόγεια σκουλήκια.
Λίγες σταγόνες βροχής σε βροχερούς χειμώνες
και μια ηλιαχτίδα τη μια και μοναδική
μεγάλη μέρα του θερινού ηλιοστάσιου
να τους επισκέπτεται.
Τίποτε άλλο.
Μήτε χόρτο χλωρό,
μήτε λουλούδι,
μήτε άρωμα.
Τόσα χρόνια τώρα
να χρεώνουν τους ζωντανούς,
να χρεώνουν τον τόπο
και να χρεοκοπούμε όλοι μας.
Ιούλιος 2010

ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ

Σε κάθε πόλη υπάρχει μια αγάπη που έφυγε,
ένας έρωτας που εξατμίστηκε, ένας φίλος
που χάθηκε και δεν απαντούνε τα τηλέφωνά του,
ένας δρόμος με σβησμένο τ’ όνομά του.
Υπάρχει ένα παγκάκι μ’ ένα φιλί
πεταμένο πλάι του πάνω στο χώμα,
ένας δρόμος που κόβεται στα δυο
και δεν σμίγει πια με τίποτε,
ένα δωμάτιο όπου ένα λουλούδι
στέκει ξερό μέσα στη γλάστρα.
Σε κάθε πόλη υπάρχει μια ξεχασμένη μουσική
που αιωρείται σαν φύλλο στον αγέρα,
γεύσεις και μυρωδιές κι αρώματα,
αίμα, δάκρια και τύψεις.
Υπάρχουν δυο στίχοι που πετιούνται ξαφνικά
απ’ τη γωνιά της μνήμης
και παίρνουν τη φωνή και το νόημα άλλων ημερών,
ένα κομμάτι του εαυτού σου
που σου φωνάζει από μακριά,
που σε καλεί να επιστρέψεις.
Μα το ξέρεις,
δεν έχεις τρόπο να επιστρέψεις,
δεν έχεις πού να επιστρέψεις.
Οκτώβριος 2010

ΑΓΟΥΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Στις μνήμες των παιδικών μου χρόνων
μεγάλο μέρος κρατούν οι γεύσεις
άγουρων πραγμάτων:
η ξινή του σταφυλιού,
η στυφή του φοινικιού,
η πικρή της ελιάς,
η ανεκπλήρωτη της φιλίας,
η μονομερής της αγάπης,
η αλμυρή του θανάτου.
Και η μυρωδιά της μεγάλης βροχής,
που ξεθάβει μέσα από το χώμα
κομμάτια αγαλμάτων και κόκκαλα νεκρών,
σαν πρώιμο προμήνυμα ωριμότητας.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Στον ποιητή Τόλη Νικηφόρου
Ο κάθε ποιητής έχει το μυστικό του αλφάβητο.
Μέσα του ζούνε ιστορία και μνήμη
και τρέφουνε το λόγο του.
Αλλά τι το ήθελες εκείνο το Σαλιχλί
– τόπο χαμένο μες στη Μικρασία –
να μου θυμίζει τη δική μου Λύση,
τη χαμένη μέσα στη Μεσαορία…
Εκεί οι ψυχές των θαμμένων μου προγόνων
γυρίζουν σαν εικόνες διάφανες μέσα στο φως,
σαν μουσικές μες στον αγέρα,
κυκλοφορούν σε τόπους που στέκουνε βουβοί
μες στην ομίχλη του χρόνου.
Τη φυγή στο όνειρο αναζητώ
και τα περασμένα χρόνια
μες στο όνειρο τα ζωντανεύω.
Περπατώ μέσα σ’ ένα κόσμο
που είναι την ίδια στιγμή
παρελθόν, παρόν και μέλλον,
αύρα θαλασσινή, ήχος από αόρατο κύμα,
δάσος από ανθρώπους,
πράγματα και μνήμες….
Πέφτει βροχή
και κάνει να φυτρώνουνε μες στην ψυχή
λουλούδια χρόνια ξεχασμένα,
που μονάχα μ’ ένα μυστικό αλφάβητο χρωμάτων,
ήχων και αισθήσεων μπορείς να τα διαβάσεις.
Και όλα προχωρούν για να διαλυθούν
μέσα στο φως ετούτο
που κι εμείς θα γίνουμε μια μέρα.
Νοέμβριος 2010
`

***

ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑ
Στη Νόνα
Τόσα χρόνια γράφω διαρκώς το ίδιο ποίημα
κι όμως ποτέ δεν φτάνω σ’ ένα τέλος.
Το γράφω με άλλες λέξεις, άλλες εικόνες,
άλλες ιστορίες κι όλο επανέρχονται
τα ίδια ερωτηματικά, οι ίδιες εξάρσεις,
ο ίδιος πόνος, τα ίδια όνειρα, ξανά και ξανά.
Μες στη ρευστότητα του κόσμου
μόνο σταθερό σημείο εσύ
που ήρθες και με βρήκες ένα πρωί
σ’ ένα μοναχικό παγκάκι σε ξένη πόλη
μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι
κι ένα δωμάτιο φωτισμένο από την αντανάκλαση
των αχτίδων του ήλιου στο άσπρο χιόνι
όπου μπήκες ένα άλλο πρωινό
και πέταξες όλα τα ρούχα σου στο πάτωμα.
Είναι κι ένα παιδί
που στη μια και στην άλλη γλώσσα
μαθαίνει τα χρώματα και τα ονόματα του κόσμου.
Αυτό το ίδιο ποίημα το γράφουν ίσως
και όλοι οι άλλοι ποιητές του κόσμου.
Το γράφουν με διαφορετικές λέξεις,
διαφορετικές εικόνες, μύθους και ιστορίες,
γι’ αυτό κι η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ.

2013

Γιώργος Μολέσκης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Γιώργος Μολέσκης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1946. Σπούδασε στο Αγγλικό Κολέγιο Λευκωσίας και στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, από το οποίο απέκτησε πτυχίο στη ρωσική φιλολογία και διδακτορικό δίπλωμα στη φιλολογία. Από το 1987 μέχρι το 2007 εργάστηκε στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Είναι Σύμβουλος στο Ίδρυμα "Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου".  Επιλογές απο το ποιητικό του έργο έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες. Έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Κύπρο. 

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: 
  • "΄Ομορφη χώρα", 1967, 
  • "Ο δρόμος" ,1970, 
  • "Αυτοβιογραφία", 1972, 
  • "Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι", 1980, 
  • "Τα δέντρα στο Βορρά", 1981, 
  • "Περαστική ΄Ανοιξη", 1984, 
  • "Σκαλιώτικα σχέδια", 1987, 
  •  "Η στέρνα των ερώτων", 1987, 
  • "Το σπίτι κι ο χρόνος", 1990, 
  • "Το νερό της μνήμης", 1998, 
  • "Από το Ελάχιστο", 2001, 
  •  Το 1993 εξέδωσε το βιβλίο "Ποιήματα 1980-1990" στο οποίο περιλαμβάνονται οι έξι ποιητικές συλλογές της δεκαετίας αυτής. 
  • Το 2008 κυκλοφόρησε από τις ″Εκδόσεις Μεταίχμιο″ στην Αθήνα η συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ″Αναμονή βροχής″
 ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ 

  •  νουβέλα "Τα κλεμμένα σταφύλια", 1985, 
  • μελέτη "Παύλος Λιασίδης: Η δύναμη του ποιητικού ταλέντου" (1995), 
  •  "Εκατό χρόνια ρωσικής ποίησης", ανθολογία, έκδοση ΄Ενωσης Λογοτεχνών Κύπρου, Λευκωσία 1989, 
  •  "Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι: Σύννεφο με παντελόνια", εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, εκδόσεις, "Τα τραμάκια", Θεσσαλονίκη 1995,
  •  "Αττάλ Μπιχαρί Βαζπεϊ, 21 ποιήματα", έκδοση Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού – Πολιτιστικές Υπηρεσίες, Λευκωσία 2002, 
  • "Ρώσοι ποιητές του 20ού αιώνα, ανθολογία", εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, εκδόσεις "Μεσόγειος", Λευκωσία – Αθήνα 2004.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ / Μολέσκης Γιώργος


Μοναχική γυναίκα περπατά πλάι στη θάλασσα

που σκοτεινιάζει, μόνη κι αυτή και παγωμένη

με το χειμώνα από πάνω της σαν το μολύβι.



Περπατά. Κι όπως η θάλασσα

παίρνει από τον άναστρο ουρανό

τη θλίψη και τη μοναξιά της

έτσι κι αυτή παίρνει από τη θάλασσα

την πίκρα και την ερημιά της.



Και τόσο μοιάζουνε οι δυο τους

που βλέποντάς τις ένας τρίτος φεύγει βιαστικά

μην τους χαλάσει την παρέα.


ΘΑΛΑΣΣΑ Η ΑΜΙΑΝΤΟΣ / Μολέσκης Γιώργος



Κατακλυσμός



Θάλασσα, θάλασσα η αμίαντος

καθάρισε τον κόσμο.



Κι εγώ θα σου προσφέρω ένα πιάτο πανσπερμίας

με τους καρπούς που γέννησε το σώμα μου

κι ένα ποτήρι από το διυλισμένο αίμα μου

να σαι μαζί μου.



Γιατί έρχεται η μέρα των ψυχών

και βρώμικο νερό τους δίνεις στις ακτές

το καθαρό κρατώντας στ' ανοικτά

και στους βυθούς.

Εσύ, που να τους ανασταίνεις θα 'πρεπε

με κρυσταλλένιο δάκρυ, αγίασμα και δρόσο.



Φοβού την κατάρα των προγόνων!

Τους χρωστάμε ανάσταση και κόσμον άλλο.

Εικόνα / Μολέσκης Γιώργος

Η γυναίκα γυμνή πάνω στην άμμο,

η θάλασσα περικυκλωμένη από ξένα πολεμικά

ελικόπτερα γράφουνε κύκλους πάνω από λογής

     λογής σημαίες,

στην ίδια μέσα την πόλη χαλάνε

και γεμίζουν τις τρύπες με μπετόν

όπως γεμίζουν τη θέση του δοντιού που πέφτει

μ' ένα δόντι χρυσό.

Μυστική Επιθυμία / Μολέσκης Γιώργος



Μια μέρα που βρήκε ευκαιρία, μίλησε ο ποιητής στο Θεό
Κάνε, του λέει, μια καινούρια σφαίρα
και βάλε μέσα της όλο τον κόσμο,
μα προπαντός, βάλε στον ένα πόλο
την απόλυτη φωτιά του έρωτα
που λιώνουν μέσα της τα σώματα
και γίνονται λάβα που διαπλέει τους αιώνες.
Και βάλει στον άλλο πόλο
την απόλυτη παγωνιά της αιωνιότητας
που μέσα της τα σώματα και οι ψυχές
γίνονται μια παγωμένη στήλη μες στο άπειρο.
Και χάρισέ μου αυτή τη σφαίρα
βάλσαμο να γίνει στην αγιάτρευτη πληγή μου.

Όταν θα δω το χάροντα με το γυμνό σπαθί του
καβαλάρη να πηδά πάνω απ’ το φράκτη
κι ένα φεγγάρι σα δρεπάνι πίσω να τον ακολουθεί
όρθιος μπροστά να βγω στον κήπο.

Τόσες φορές που έλιωσα μες στην πυρά του έρωτα
στην παγωνιά ξανά να λιώσω της αιωνιότητας
και σαν ένα κοντάρι φως
να επιμηκυνθώ στο σύμπαν
στήλη να γίνω μες στο άπειρο.

Το μέσα φως / Μολέσκης Γιώργος

Μέσα στο σώμα, κάτω απ' το δέρμα,

πίσω απ' τα κλειστά βλέφαρα

κυκλοφορεί ένα φως ζωντανό και καθάριο.

Κλείσε τα μάτια σου μέσα στο πιο πυκνό σκοτά­δι

και θα νιώσεις αυτό το φως

να φωτίζει αιώνια σκοτάδια

ν' αποκαλύπτει άλλο κόσμο.



Το φως αυτό που φυλακισμένο

και ανεκμετάλλευτο

ατονίζει σιγά σιγά και χάνεται

όπως ανεκμετάλλευτη πηγή

σ' ένα κόσμο που διψά.

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

ΟΙ ΡΙΖΕΣ/ Γιώργος Μολέσκης


Ένα λουλούδι
που πέταξε μίσχο και άνθισε
γυρίζει κατά τη γη
τσακισμένο από το βάρος
της ίδιας του της ύπαρξης.
Θέλει ν’ αγγίξει τις ρίζες του,
να βεβαιωθεί…
Μα πού
θα βρει τις ρίζες
που χώθηκαν σε τόσο βάθος,
που σκόρπισαν σε τόσες κατευθύνσεις;
Κι όμως το ξέρει,
οι ρίζες του το τρέφουν.

Λευκωσία, Φυλάκιο Νο 3, οδός Πάφου
Αύγουστος 1974

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Μολέσκη. Εκδόθηκε το 1972

ΟΙ ΡΙΖΕΣ


Ένα λουλούδι
που πέταξε μίσχο και άνθισε
γυρίζει κατά τη γη
τσακισμένο από το βάρος
της ίδιας του της ύπαρξης.
Θέλει ν’ αγγίξει τις ρίζες του,
να βεβαιωθεί…
Μα πού
θα βρει τις ρίζες
που χώθηκαν σε τόσο βάθος,
που σκόρπισαν σε τόσες κατευθύνσεις;
Κι όμως το ξέρει,
οι ρίζες του το τρέφουν.

Λευκωσία, Φυλάκιο Νο 3, οδός Πάφου
Αύγουστος 1974


***

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ


Ο κόσμος που αγαπήσαμε
απομένει πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
και τους ξένους στρατούς,
ζει σαν φάντασμα μέσα σε έρημα τοπία,
μπαινοβγαίνει μέσα σε χαλασμένα σπίτια,
δειπνάει σε εγκαταλειμμένα τραπέζια.
Ο κόσμος που αγαπήσαμε απόμεινε
ένας δρόμος σπαρμένος με πτώματα,
ένα ξερό πηγάδι με τρεις αγνώριστους νεκρούς,
μια πόρτα ανοιχτή σε μισοχαλασμένο σπίτι,
που τη χτυπά αδιάκοπα ο αγέρας,
ένας νεκρός σκύλος
με φουσκωμένη την κοιλιά του, σαν σακκί, πλάι στην εξώπορτα.
Δεν μπορούμε να το συλλογιστούμε αλλιώς
παρά μονάχα όπως τον αφήσαμε τούτο τον κόσμο
κι όλο θέλουμε να γυρίσουμε
για να βάλουμε τάξη.

***

ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ


Στη Νόνα

Τούτος ο τόπος είναι σκληρός, μικρή Μήδεια.
Είναι τραχύς σαν πεδίο ηφαιστείου —
τα λουλούδια ανθίζουν πάνω στην πέτρα
και τα δέντρα ριζώνουν στην ξέρα.
Ένας δράκος κρατάει το νερό,
ένας ληστής κλείνει τους δρόμους,
ένα πουλί από σπαθιά κόβει τον ουρανό κομμάτια
κι ένας κήτος σιδερένιο κλείνει τη θάλασσα.
Δεν μπορείς να ζήσεις εδώ χωρίς αγάπη.
Δεν αρκεί η αγάπη για το παραμύθι,
τ΄ ακρογιάλια τα δαντελλωτά,
τις ανθισμένες λεμονιές, τα πορτοκάλια.
Ούτε και για τον πρίγκιπα
τον καβαλάρη της Αργώς η αγάπη,
που πατρίδες λησμονά.
Εδώ θα βρεις μονάχα τα κρανία των σοφών,
τα κόκκαλα των πολεμιστών,
τα θέατρα αδειανά και τους ναούς
απ΄ τους θεούς εγκαταλειμμένους.
Τη φωνή του ποιητή θα την ακούς
μονάχα όταν πιστεύεις
και πολύ πρέπει να πιστεύεις
για να δεις το φως,
να δεις τη λάμψη, τη γαλήνη,
την ομορφιά που μας σκλαβώνει.
Είμαστε εδώ
αχθοφόροι
και φύλακες
τούτων των καταλοίπων
του πολιτισμού.
Τσακισμένοι
απ΄ το βαρύ τους φορτίο,
με ματωμένα τα χέρια
κυρτωμένες τις πλάτες,
δεν είμαστε εμείς
της ζωής
απλοί διαβάτες.
Πώς να σου εξηγήσουμε αλλιώς,
και πώς να καταλάβεις, μικρή Μήδεια.
Τούτος ο τόπος είναι σκληρός
και για να ζήσεις πρέπει πολύ ν΄ αγαπάς.
Ν΄ αγαπάς με τούτη την αγάπη την παράλογη,
τη μυστική, την ανεξήγητη —
αγάπη για την πέτρα, την ξέρα
τα ερείπια,
τα χτεσινά και τα σημερινά,
τα ερείπια που όλο πληθαίνουν,
τα κόκκαλα,
τα σύνορα που όλο μικραίνουν,
τα λάθη, τα λάθη κι όλα…
Το αποπροσανατόλισμα,
τα δάρσιμο στους βράχους,
την πιθανότητα
μιας τελικής καταστροφής…
Κι αν έτσι δεν αγαπάς
εδώ σε τούτο τον τόπο
χάθηκες κι εσύ
κι ο τόπος.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Φθινόπωρο / Μολέσκης Γιώργος

Κρεμάσαμε τα μάλλινα στον τελευταίο ήλιο,

τα φορέσαμε Κυριακή πρωί και βγήκαμε στη

    θάλασσα.

Πίσω από μια πέτρα, κρεμασμένο σ' ένα αγκάθι

ήτανε το φθινόπωρο.

Το χαιρετίσαμε και γυρίσαμε σπίτι.

Φορέσαμε τις έγνοιες μας, τη φτώχεια μας,

πήραμε τη στεγνή μας γλώσσα

και περιμέναμε το ρυθμό της βροχής

που βάραινε με την αργοπορία της.

Καλοκαίρι της Λάρνακας / Μολέσκης Γιώργος



Το φως αυτό που καίει τη θάλασσα

ποτάμι χύνεται από την παραλία

και την πόλη καταβρέχει.



Γυμνό γυρίζει μες στους δρόμους,

ανακατεύεται με μαγαζάτορες,

εμπόρους, πλανόδιους πωλητές,

με τραπεζιτικούς και ταχυδρομικούς

κι άλλους λογής λογής υπάλληλους.



Πίσω ακολουθεί κι η θάλασσα

σέρνοντας τους παρδαλούς αποδημητικούς της εραστές.



Όλων τα σώματα υγρά, φωτίζονται

ως το αίμα και την ψυχή τους.

Και βλέπεις να γυμνώνονται τα σώματα

ως τα απόκρυφά τους μέρη

συχνά αποκαλύπτοντας τέλεια ομορφιά,

θεοποιημένη με το φωτοστέφανο του ήλιου

και λατρεμένη από αμύητους και μυημένους

χωρίς καν να φοβούνται τι ψυχή θ' αποκαλύ­ψουν

πίσω από τούτη την τέλεια σάρκα.



Από τη θάλασσα εκκινά, στη θάλασσα επιστρέ­φει

το φως αυτό. Μαζί της στο βυθό ξαπλώνει

και τρέμει βλέποντας τον κόσμο να βυθίζεται

    μες στο σκοτάδι.

Παλιά γειτονιά / Μολέσκης Γιώργος

Σε κάθε αυλή υπάρχει κι ένα δέντρο

που ανεβαίνει πάνω από την τελευταία στέγη.

Σε κάθε αυλή ζει και μια γριά

που για χάρη της το δέντρο κάθε βράδυ

κατεβάζει το φεγγάρι στην αυλή.



Θα 'θελε το δέντρο να 'ναι κι ένα παιδί

και θα κατέβαζε για χάρη του τον ήλιο.

Τον ήλιο τον ίδιο, μέρα μεσημέρι, πάνω στη

    δόξα του

κι ας καίουνταν όλα,

κι ας έμενε μόνο το δέντρο, ο ήλιος και το παιδί

να ξαναχτίσουνε τον κόσμο.