Τα νεανικά μου γρόνια έζησά τα στο χωρκόν μου
τζι έθελα πριν να γεράσω, πάλε τζειχαμαί να ζήσω.
να δκιαλλάξω μες στην στράταν, πον’ το σπίτι το
δικόν μου
να χαρώ τες ομορκιές του τζι ύστερα να ξηψυσιήσω.
…
τζι ας με θάψουν, εν με κόφτει, με τα σιείλη
γελαστά,
όι μες στην Ξυλοτύμπουν, που θαφτήκαν οι γονιοί
μου
τζιαι τους δκυο τα μνήματα τους τόσον μάκρος
χωριστά.
Να μου ’φήκουν νάκκον τόπον, δίπλα μου να ’ρτει η
καλή μου.