Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικήτα Δάφνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικήτα Δάφνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Μαύρα Σκυλιά: Ποιητική Συλλογή της Δάφνης Νικήτα (Εκδόσεις Καστανιώτη 2015)

…η ζωή θα κυλήσει
με την υπόσχεση 
να υπάρχει όσο και 
το όνειρο 
ένα τίναγμα 
στη γαληνή 
τίποτε άλλο…

...

…λάθος ονόματα 
ανείπωτες υποσχέσεις 
μια μέρα θα αποκαλυφθεί η αλήθεια 
στη σιωπή 
μέσα σε αδειανά σπίτια 
με φλεγόμενους τοίχους

...

…με πλησιάζεις 
και αρχίζει το βαλς 
μ’ εσένα μαζί 
για λίγο 
πολύ 
λίγο 
όταν ξαφνικά 
έτσι απλά 
όπως πέφτει η κρύα νύχτα 
σε χάνω 
μένω τότε μόνη 
με επιδέσμους ακόμη στα άκρα …

...

Στο μπαλκόνι σου 
δεν είσαι μόνος 
από δίπλα σου περνούν 
μαγικοί αυλοί 
και απαλοί αέρηδες. 
Στο μπαλκόνι μου 
δεν είμαι μόνη 
γιατί από δίπλα μου 
περνάς και πάλι 
 - αθόρυβα - 
μαγικός τροβαδούρος 
σε δροσερή σιωπή

...

Έβρεχε το σύννεφο 
η σταγόνα στο χέρι μου 
ο ουρανός στα μάτια μου

...

Θα σε θυμάμαι 
όπως 
τα βράδια που βρέχει 
και φυσά στα πέτρινα σοκάκια 
της Πράγας, εκεί που 
ξεχύνονται οι γέφυρες 
με τα γκρίζα αγάλματα 
και τα αόρατα φιλιά…

Η κούκλα / Δάφνη Νικήτα



Βλέπω τα λεπτά της πόδια
να κρέμονται από το ράφι
το δέρμα της είναι πράσινο
-δεν θυμάμαι αν σου είπα πως σ' αγαπώ-
τα δάκτυλα της κόκκαλα μυτερά
μα τα χείλη της σαν αίμα
αφήνουν τη μέρα να τρέχει
σαν καπνός μέχρι να φτάσει
νύχτα πια στο πλάι μου
-μα αφού σου το είπα πως σ' αγαπώ-
είναι όμορφη σαν παιδί που στο χέρι έχει κλωστή
με μια καρδιά στο τέλος
και καθώς φυσάει ο άνεμος αυτή φεύγει ψηλά
-προσευχή σε ουρανό-
τη βλέπω να τρέμει
σηκώνω το βλέμμα να την αγγίξω
την κρύβουν όμως τα σύννεφα που γεννάει ο νους
όταν το φιλί σπάει με δύναμη στο πάτωμα
και οι ανάσες μιας αιμάτινης νύχτας παγώνουν και καίνε
χαράζοντας τα κρυστάλλινα πρόσωπα
βλέπω τον έρωτα σου να τρέχει από τα μάτια σου
σαν προσευχή που φεύγει ψηλά
και πίσω της αφήνει λέξεις που μου χαιδεύουν τα δάκτυλα
μ' αγκαλιάζουν σφικτά
μέχρι να πονέσω
μέχρι να πω
πως σ' αγαπώ
ξανά και ξανά
μέχρι να γεμίσει το δωμάτιο
με κόκκαλα μυτερά
σαν λευκά σύννεφα
μέχρι να τη δω και πάλι απέναντι μου
να χαμογελάει και από
τα κόκκινα χείλη να γεννιέται
ολόκληρο και πάλι
το φιλί

Το βροχερό βαγόνι: Ποιητική Συλλογή της Δάφνης Νικήτα (εκδόσεις :Το Ροδακιό, 2007)

ΤΟ ΒΡΟΧΕΡΟ ΒΑΓΟΝΙ

Βρέχει
καθώς το
ξύλινο βαγόνι
χαράζει τις γραμμές
Από το ανοιχτό παράθυρο
σε βλέπω να κρεμάς κλωστές
από τον ουρανό
και στην άκρη τους
το χαμόγελό σου.


ΣΑΝ ΑΓΚΑΘΙ

Χωρίς εσένα
μέσα σε κοιλιά
γεμάτη λόγια
το αγκάθι
δε μ' αφήνει
να χαρώ
της μέρας
τα κρυμμένα


ΒΡΑΔΙΝΗ ΕΞΟΔΟΣ

Απόψε
λέω
να σ' επισκεφθώ
έντυσα λοιπόν
με χρώμα τα μαλλιά
κτένισα τα ρούχα
και περπάτησα μέχρι
την πόρτα σου

Τότε
ακούω μια φωνή
-ακούω τη φωνή σου-
που ανέβηκε
στη στέγη
μ' ένα σύννεφο
στη μέση
να πει ένα τραγούδι


ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΠΑΓΩΣΕ

Το νερό
είναι κρύο
γι αυτό λέω να μπω
σ΄ αυτό το αναποδογυρισμένο
καρυδότσουφλο που βρήκα
στο τέλος του παλιού παραμυθιού
- αυτό που φεύγει μακριά -
Από τότε γυρνάω
μαζί του σε κύκλους
μέσα σ΄ ένα ποτήρι
παγωμένη βροχή.



ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΑΠΟ ΖΑΧΑΡΗ

Κρύβω στις τσέπες
τριαντάφυλλα από ζάχαρη
και περπατώ στους ζεστούς
διαδρόμους του
κόκκινου λαβύρινθου
- Ακούω τα βήματά σου –
Η γυναίκα με το διάφανο φόρεμα
ισορροπεί στις άκρες των δακτύλων της
καθώς ένας άντρας με κεφάλι αλόγου
και ξερά χόρτα στο χέρι
υποκλίνεται με χάρη μπροστά της
Βγαίνω σε ξέφωτο
γεμάτο μυρωδιές από παραμύθια ξεχασμένα
στον πάτο της λίμνης με τα χιλιάδες νούφαρα
Τι κάνουν τα πράσινα μικρά ποντίκια με τα ξωτικά;
- Ακούω τα βήματα σου –
Ψάχνω να βρω τη γυναίκα
αυτή με τα λευκά πέταλα στο μέτωπο
να τεντώνει πάνω σε στρώμα που γράφει
σ’ αγαπώ
το ατροφικό κορμί της.
Στο τέλος ανοίγω την κόκκινη πόρτα
και τότε ξαφνικά
ο καθρέφτης –



ΦΛΑΟΥΤΟ ΑΠΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟ 

Τα μεσάνυκτα
η πνοή ενός φλάουτου
ζωντανεύει τη μορφή σου
σε σκηνή
σκοτεινή.
Χορεύεις μαζί με τις
μαύρες φιγούρες
αυτές που ταξίδευσαν
μαζί σου
πάνω απ’ τον ωκεανό.
Χωρίς οίκτο τα πόδια
και τα χέρια κτυπάνε τον τοίχο
οι ήχοι των χρόνων που πέρασαν παντού –
τινάζω το κορμί να σε αγγίξω
και όμως σαν ψέματα
από ψηλά κατεβαίνουν
με δύναμη αναμένα κρύσταλλα
και απλώνονται
σαν μικρές φωτιές
που καίνε
τα πάντα.



ΜΑΡΤΗΣ ΤΟΥ 41’

Πίσω από
σκιές και αινίγματα
πλάι στη μεγάλη γέφυρα
της κρύας πολιτείας
σε λευκό κουρέλι
βρήκα το σκονισμένο βιβλίο
Μάρτης του 41’, έγραφε
χαρισμένο για τα δέκα σου χρόνια
κι έτσι έμαθα
κρυφά και σιωπηλά
πως χρόνια πολλά πριν
γνώρισες όπως και γω
όλα τα θλιμμένα μυστικά
που ξέμειναν στις ρωγμές
του κόκκινου σπιτιού
εκεί που αρχίζει το ποτάμι
στο πίσω ράφι
της ξύλινης
βιβλιοθήκης.



ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΕΠΟΧΗΣ

Και ξαφνικά
φτερά λευκά παντού
φωνές και δάκρυα
από το κρύο πάτωμα
για την νύκτα που έρχεται
αργά σαν άστρο
που δεν πέφτει ποτέ
στους υγρούς δρόμους
του βορρά η γυναίκα
με το κεντημένο φόρεμα ακόμη
ψάχνει να βρει την μορφή
του χθεσινού ονείρου.
Χάνεται σε μέρος σκοτεινό
με θόρυβο από μηχανές
και ανθρώπους
φτερά λευκά παντού.
Κανείς δεν την γυρεύει
κι όμως την αγαπούν
σαν πορτραίτο εποχής
φτιαγμένο απ’ το δικό σου χέρι
καθώς μάτια γριάς
καρφώνονται πάνω
στο άψυχο
κορμί της.



ΣΟΦΙΤΑ


Το φεγγάρι είναι
κιόλας εφτά ημερών
έλα,
στην επιφάνεια της λίμνης
βλέπω αυτά που ζητάς
μην αργείς γιατί κόκκινες μικρές
πεταλούδες βάφουν το νερό.
Στην Οσάκα σε περιμένουν
κοιτώντας τον ουρανό
ενώ εσύ ερωτεύεσαι
κρυμμένη στο βάθος
της στενής σοφίτας.
Πάνω σε ζεστό χαλί
ονόματα εραστών που κουβαλάς
απ’ τις γκρίζες πολιτείες της Δύσης
σε κρατούν ζωντανή
τα βράδια.
Σε είδα να φεύγεις νωρίς
κρατώντας αγκαλιά το
παγωμένο σώμα του
χθεσινού φεγγαριού.

Η περιπέτεια της Μπέττυ και άλλα ποιήματα: Ποιητική Συλλογή της Δάφνης Νικήτα μετάφραση (εκδόσεις: poema, 2009)

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΕΤΤΥ 

Την πήρε απαλά
στην αγκαλιά της και 
προχώρησε μέχρι 
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
του παλιού σπιτιού
μπήκε χαμογελώντας
στην κουζίνα
-απόψε θα έβαζε τα δυνατά της-
οι μυρωδιές θα τον έφερναν αμέσως κοντά της
-δεν έχει χρόνο-
από το ξύλινο ράφι
αρπάζει τη μεγάλη πιατέλα 
αυτή με τις λευκές μαργαρίτες στη μέση
και την αφήνει στο τραπέζι
δύο ποτήρια για κρασί ακόμη
κόκκινο
-κάποιος είναι στην πόρτα της-
λυγίζει το σώμα και την ακουμπάει 
στο πιάτο με χαρά
κάθεται στην καρέκλα της και περιμένει
-κανείς-
μόνο η νεκρή
νυφίτσα να κείτεται
μπροστά της


ΑΡΑΧΝΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ


Φοράω τις χοντρές λαστιχένιες μπότες 
και μπαίνω στην αφιλόξενη
κάμαρα από σύρμα λεπτό φτιαγμένη
και παλιά ανάγλυφα γράμματα
-δεν έχω τίποτα να χάσω- 
πάνω σε πιάτα με τουλίπες 
τοποθετώ το γυμνό σου
κεφάλι και κεντάω 
σε ακίνητο λαιμό
μακριά φύλλα 
με μια αράχνη από βρεγμένο νήμα 
σου κλείνω το στόμα 
και σου δείχνω με το δάκτυλο
όρθιο ανοικτό ψαλίδι
να ισορροπεί σε γέρικους φόβους
από βελούδο 
-περπάτησε λοιπόν προς τον κήπο με τα ρόδα- 
γράφει το καπέλο του πατέρα
το αφήνω στο πλάι σου 
από το σώμα μου βγαίνουν 
γυναίκες, άνδρες και ζώα από μαλλί 
-δεν σε βλέπω πια-
ανοίγω με το χέρι το ξύλινο συρτάρι
παίρνω μαχαίρι και πιρούνι 
χωρίζω στα δύο τα ανάκατα γράμματα
της ασημένιας πιατέλας
και γράφω στη μέση 
-τι κάνουν όλοι αυτοί οι ξένοι στο σπίτι μου;




ΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ


Κάθε μέρα
ανοίγω και
κλείνω
πόρτες
κουρνιάζω
σαν γέρικη
γάτα σε σκοτεινές
γωνιές δωματίων
ανεβαίνω πάνω σε
τρεμάμενα τραπέζια
σκαρφαλώνω σε ράφια
και σέρνομαι ανάμεσα
σε ξεραμένη σκόνη
και πολύτιμα ευρήματα
περασμένων καιρών
-ξεχνάω να φάω-
κάθε βράδυ η μουσική
μου χαλάει τις ώρες
και μου ανοίγει τη ψυχή
που τρεμοσβήνει
στα κεντημένα σεντόνια
-ξεχνάω να φάω-
κάθε μέρα και κάθε
νύχτα κυλιέμαι σε δωμάτια
μαζί με πτώματα και παλιούς καημούς
βγάζω κόκκινα νύχια
και ακουμπώ τα χείλη μου πάνω
σε λευκά στόματα που ψηλαφώ στους τοίχους
με τα ξεβαμμένα μικρά σχέδια
πρόσωπα ξένα μου ζεσταίνουν
το κορμί καθώς
όλο και περισσότερο
χώνομαι μέσα στα κουφώματα
μέχρι που χάνομαι
ολότελα
στα θεμέλια ενός
εγκαταλελειμμένου
παγερού
ισογείου.



ΦΟΒΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ 

Στην κοφτερή 
σου άκρη στέκομαι
με έρωτα και φόβο
να στάζουν 
στα μακριά
δάκτυλα 
Από κάτω
νερό και αλάτι
και το μαχαίρι 
να ξεπροβάλλει και 
να χώνεται πάλι
με δύναμη
με λύσσα
με πείσμα
ασταμάτητα
στα υγρά σου βάθη
μέχρι να δύσει
ο ήλιος



Οι ΚΟΥΚΛΕΣ



Οι ώρες στοιβάζονται
μαζί με βιβλία σε κουρασμένα δωμάτια
μικρές σκονισμένες κούκλες από
φθηνή δαντέλα  
και μακρινά ταξίδια στο κούφιο μυαλό
κρατούν πίσω
από παλιό λερωμένο γυαλί
ακίνητο τον περσινό
χειμώνα

Δάφνη Νικήτα (βιογραφικά στοιχεία)

Η Δάφνη Νικήτα γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1973. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο University of Kent at Canterbury και στο Goldsmiths' College, University of London (ΜΑ).  Τον Ιούνιο του 1999 εκπροσώπησε την Κύπρο στον τομέα της ποίησης στην Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρωπαϊκών Χωρών και Χωρών της Μεσογείου, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη.

Ποιητικές Συλλογές

  •  "Μπουκάλια από το ίδιο άρωμα" 1992
  • Το βροχερό βαγόνι, Το Ροδακιό 2007
  • Η περιπέτεια της Μπέττυ και άλλα ποιήματα, poema 2009






Το φίδι σε άκρη / Νικήτα Δάφνη

Τελικά σε βρήκα
να κοιμάσαι κάτω από το κίτρινο φύλλο
που στην άκρη του μεγαλώνει
το διάφανο φίδι
της αόρατης
σκέψης σου.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Η μαύρη μπαλαρίνα / Νικήτα Δάφνη



Σήμερα πήρε το γράμμα
στα χέρια της
το φως από την υγρή πλατεία με τα ψηλά φανάρια
γλιστρά στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου
το κρυστάλλινο πρόσωπο ακουμπάει στην άδεια παλάμη
-πρέπει να σε αφήσω πια-
Το φόρεμά της λάμπει κάτω από τη φωτισμένη ομπρέλα της σκυφτής κάμαρας
τα παπούτσια με τις μαύρες κορδέλες ισορροπούν στις μύτες ανάποδα σε ταβάνι
με αγγέλους και τριαντάφυλλα από μαλακό χαρτί
χορεύει με τα χέρια ανοικτά σε κύκλους
από λευκή κιμωλία και παλιά φαντάσματα
χωρίς μουσική, όμως όλα είναι όμορφα
μόνο ο ήχος της μυστικής ιστορίας οδηγεί τον παράξενο ρυθμό της
-θέλω να πάω εκεί έξω χωρίς εσένα-
Ο χορός δυναμώνει,
το δωμάτιο μεγαλώνει,
το σώμα  αιωρείται τεντωμένο σαν σχοινί,
το γράμμα εκεί
πάνω στο χαμηλό τραπέζι του περσινού ονείρου
όταν η μαύρη μπαλαρίνα σωριάζεται στο πάτωμα,
σε μια λίμνη
από το δάκρυ
μιας ανόητης
νύχτας.

Ο μολυβένιος άνθρωπος / Νικήτα Δάφνη



Και ξαφνικά
απλώνει το χέρι
και πετάει τη χρυσή
επιταγή στο ποτάμι
που στις όχθες του
ανασαίνουν με δυσκολία
ανάμεσα σε βρώμικα σεντόνια
και τυφλά σκυλιά
οι απόκληροι της μολυβένιας χώρας
με τα κλειστά παράθυρα
και τα κρύα μπαλκόνια
Ανεβαίνει στην άκρη του μεγάλου γεφυριού
πετάει από το κεφάλι
το στέμμα του δειλού άρχοντα
ξεριζώνει από το βαρύ παλτό
τα μικρά πολύτιμα εικονίδια της νίκης
ανοίγει τα μακριά του χέρια
και πηδά
στο κενό.

Παγωμένα πουλιά / Νικήτα Δάφνη




Αυτά που μου
δίνεις είναι ψίχουλα για παγωμένα πουλιά 
που κρέμονται τα βράδια στα παράθυρα  των σπιτιών
των ρημαγμένων πόλεων.