Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΕΤΤΥ
Την πήρε απαλά
στην αγκαλιά της και
προχώρησε μέχρι
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
του παλιού σπιτιού
μπήκε χαμογελώντας
στην κουζίνα
-απόψε θα έβαζε τα δυνατά της-
οι μυρωδιές θα τον έφερναν αμέσως κοντά της
-δεν έχει χρόνο-
από το ξύλινο ράφι
αρπάζει τη μεγάλη πιατέλα
αυτή με τις λευκές μαργαρίτες στη μέση
και την αφήνει στο τραπέζι
δύο ποτήρια για κρασί ακόμη
κόκκινο
-κάποιος είναι στην πόρτα της-
λυγίζει το σώμα και την ακουμπάει
στο πιάτο με χαρά
κάθεται στην καρέκλα της και περιμένει
-κανείς-
μόνο η νεκρή
νυφίτσα να κείτεται
μπροστά της
ΑΡΑΧΝΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ
Φοράω τις χοντρές λαστιχένιες μπότες
και μπαίνω στην αφιλόξενη
κάμαρα από σύρμα λεπτό φτιαγμένη
και παλιά ανάγλυφα γράμματα
-δεν έχω τίποτα να χάσω-
πάνω σε πιάτα με τουλίπες
τοποθετώ το γυμνό σου
κεφάλι και κεντάω
σε ακίνητο λαιμό
μακριά φύλλα
με μια αράχνη από βρεγμένο νήμα
σου κλείνω το στόμα
και σου δείχνω με το δάκτυλο
όρθιο ανοικτό ψαλίδι
να ισορροπεί σε γέρικους φόβους
από βελούδο
-περπάτησε λοιπόν προς τον κήπο με τα ρόδα-
γράφει το καπέλο του πατέρα
το αφήνω στο πλάι σου
από το σώμα μου βγαίνουν
γυναίκες, άνδρες και ζώα από μαλλί
-δεν σε βλέπω πια-
ανοίγω με το χέρι το ξύλινο συρτάρι
παίρνω μαχαίρι και πιρούνι
χωρίζω στα δύο τα ανάκατα γράμματα
της ασημένιας πιατέλας
και γράφω στη μέση
-τι κάνουν όλοι αυτοί οι ξένοι στο σπίτι μου;
ΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ
Κάθε μέρα
ανοίγω και
κλείνω
πόρτες
κουρνιάζω
σαν γέρικη
γάτα σε σκοτεινές
γωνιές δωματίων
ανεβαίνω πάνω σε
τρεμάμενα τραπέζια
σκαρφαλώνω σε ράφια
και σέρνομαι ανάμεσα
σε ξεραμένη σκόνη
και πολύτιμα ευρήματα
περασμένων καιρών
-ξεχνάω να φάω-
κάθε βράδυ η μουσική
μου χαλάει τις ώρες
και μου ανοίγει τη ψυχή
που τρεμοσβήνει
στα κεντημένα σεντόνια
-ξεχνάω να φάω-
κάθε μέρα και κάθε
νύχτα κυλιέμαι σε δωμάτια
μαζί με πτώματα και παλιούς καημούς
βγάζω κόκκινα νύχια
και ακουμπώ τα χείλη μου πάνω
σε λευκά στόματα που ψηλαφώ στους τοίχους
με τα ξεβαμμένα μικρά σχέδια
πρόσωπα ξένα μου ζεσταίνουν
το κορμί καθώς
όλο και περισσότερο
χώνομαι μέσα στα κουφώματα
μέχρι που χάνομαι
ολότελα
στα θεμέλια ενός
εγκαταλελειμμένου
παγερού
ισογείου.
ΦΟΒΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Στην κοφτερή
σου άκρη στέκομαι
με έρωτα και φόβο
να στάζουν
στα μακριά
δάκτυλα
Από κάτω
νερό και αλάτι
και το μαχαίρι
να ξεπροβάλλει και
να χώνεται πάλι
με δύναμη
με λύσσα
με πείσμα
ασταμάτητα
στα υγρά σου βάθη
μέχρι να δύσει
ο ήλιος
Οι ΚΟΥΚΛΕΣ
Οι ώρες στοιβάζονται
μαζί με βιβλία σε κουρασμένα δωμάτια
μικρές σκονισμένες κούκλες από
φθηνή δαντέλα
και μακρινά ταξίδια στο κούφιο μυαλό
κρατούν πίσω
από παλιό λερωμένο γυαλί
ακίνητο τον περσινό
χειμώνα
Την πήρε απαλά
στην αγκαλιά της και
προχώρησε μέχρι
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
του παλιού σπιτιού
μπήκε χαμογελώντας
στην κουζίνα
-απόψε θα έβαζε τα δυνατά της-
οι μυρωδιές θα τον έφερναν αμέσως κοντά της
-δεν έχει χρόνο-
από το ξύλινο ράφι
αρπάζει τη μεγάλη πιατέλα
αυτή με τις λευκές μαργαρίτες στη μέση
και την αφήνει στο τραπέζι
δύο ποτήρια για κρασί ακόμη
κόκκινο
-κάποιος είναι στην πόρτα της-
λυγίζει το σώμα και την ακουμπάει
στο πιάτο με χαρά
κάθεται στην καρέκλα της και περιμένει
-κανείς-
μόνο η νεκρή
νυφίτσα να κείτεται
μπροστά της
ΑΡΑΧΝΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ
Φοράω τις χοντρές λαστιχένιες μπότες
και μπαίνω στην αφιλόξενη
κάμαρα από σύρμα λεπτό φτιαγμένη
και παλιά ανάγλυφα γράμματα
-δεν έχω τίποτα να χάσω-
πάνω σε πιάτα με τουλίπες
τοποθετώ το γυμνό σου
κεφάλι και κεντάω
σε ακίνητο λαιμό
μακριά φύλλα
με μια αράχνη από βρεγμένο νήμα
σου κλείνω το στόμα
και σου δείχνω με το δάκτυλο
όρθιο ανοικτό ψαλίδι
να ισορροπεί σε γέρικους φόβους
από βελούδο
-περπάτησε λοιπόν προς τον κήπο με τα ρόδα-
γράφει το καπέλο του πατέρα
το αφήνω στο πλάι σου
από το σώμα μου βγαίνουν
γυναίκες, άνδρες και ζώα από μαλλί
-δεν σε βλέπω πια-
ανοίγω με το χέρι το ξύλινο συρτάρι
παίρνω μαχαίρι και πιρούνι
χωρίζω στα δύο τα ανάκατα γράμματα
της ασημένιας πιατέλας
και γράφω στη μέση
-τι κάνουν όλοι αυτοί οι ξένοι στο σπίτι μου;
ΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ
Κάθε μέρα
ανοίγω και
κλείνω
πόρτες
κουρνιάζω
σαν γέρικη
γάτα σε σκοτεινές
γωνιές δωματίων
ανεβαίνω πάνω σε
τρεμάμενα τραπέζια
σκαρφαλώνω σε ράφια
και σέρνομαι ανάμεσα
σε ξεραμένη σκόνη
και πολύτιμα ευρήματα
περασμένων καιρών
-ξεχνάω να φάω-
κάθε βράδυ η μουσική
μου χαλάει τις ώρες
και μου ανοίγει τη ψυχή
που τρεμοσβήνει
στα κεντημένα σεντόνια
-ξεχνάω να φάω-
κάθε μέρα και κάθε
νύχτα κυλιέμαι σε δωμάτια
μαζί με πτώματα και παλιούς καημούς
βγάζω κόκκινα νύχια
και ακουμπώ τα χείλη μου πάνω
σε λευκά στόματα που ψηλαφώ στους τοίχους
με τα ξεβαμμένα μικρά σχέδια
πρόσωπα ξένα μου ζεσταίνουν
το κορμί καθώς
όλο και περισσότερο
χώνομαι μέσα στα κουφώματα
μέχρι που χάνομαι
ολότελα
στα θεμέλια ενός
εγκαταλελειμμένου
παγερού
ισογείου.
ΦΟΒΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Στην κοφτερή
σου άκρη στέκομαι
με έρωτα και φόβο
να στάζουν
στα μακριά
δάκτυλα
Από κάτω
νερό και αλάτι
και το μαχαίρι
να ξεπροβάλλει και
να χώνεται πάλι
με δύναμη
με λύσσα
με πείσμα
ασταμάτητα
στα υγρά σου βάθη
μέχρι να δύσει
ο ήλιος
Οι ΚΟΥΚΛΕΣ
Οι ώρες στοιβάζονται
μαζί με βιβλία σε κουρασμένα δωμάτια
μικρές σκονισμένες κούκλες από
φθηνή δαντέλα
και μακρινά ταξίδια στο κούφιο μυαλό
κρατούν πίσω
από παλιό λερωμένο γυαλί
ακίνητο τον περσινό
χειμώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου