Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαππούρας Ανδρέας (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαππούρας Ανδρέας (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Μαππούρας Ανδρέας (βιογραφικό)

Γεννήθηκε στην Αραδίππου το 1918. Η μόρφωσή του ήταν μέχρι και της ε΄τάξης του δημοτικού σχολείου. Για βιοποριστικούς λόγους άσκησε διάφορα επαγγέλματα όπως: βοσκός, οικοδόμος, εργάτης στα λατομεία και στα μαρμαράδικα της Αραδίππου.
Η αρχή της ποιητικής του πορείας φαίνεται να ξεκίνησε ύστερα από τη γνωριμία του, με τον ποιητάρη Αναστάση Γρίβα  και μετά με τον ποιητάρη.  Μαζί τους τραγουδούσε σε διάφορα πανηγύρια. Το 1948 ξεκίνησε να γράφει δικά του λαϊκά ποιήματα που τα τύπωνε σε φυλλάδες και τα πουλούσε σε ολόκληρη τη Κύπρο. Με το τρόπο αυτό εξασφάλιζε και τα προς ζην της οικογενείας του.  
Ποιητικές φυλλάδες- Συλλογές:
  • 1948: Ο λυπηρός θάνατος του Γεωργίου Κ. Κάστανου εκ του χωρίου Σωτήρα Αμμοχώστου, γενόμενος την 9ην Νοεμβρίου 1948. Την 3ην ημέραν του γάμου του.
  • 1978: Οι Γέρο Πλάτανοι με 56 ποιήματα. 
  • 1992: Το νέο θαύμα της Παναγίας του Τζύκκου. Περπάτησε 20χρονο παράλυτο. Αραδίππου. 

Τα ποιήματα του σχολίαζαν την καθημερινότητα και την τρέχουσα επικαιρότητα αλλά και διεθνή γεγονότα Πέθανε στις 17 Μαρτίου 1997. 

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Ο νεκρός ποιητής

                

Άμα πεθάν’ ο ποιητής
τότεν να τον γυρέψουν
μπορεί κόμα στην μνήμη του
κερί για να του πέψουν.

Ν’ ακούσουν τα τραούδκια του
ν’ ακούσουν την φωνήν του
και να τους πει τα βάσανα
που τράβαν στην ζωήν του.

Που ζιεί γυρίζει τα χωριά    
τραούδκια να πουλήσει
για να συνάξει κάτι τι
που θέλει για να ζήσει.

Πολλά ανάρκοι να βρεθούν
να τον υποστηρίξουν
και την καλή τους την καρκιάν
για λλόου του να δείξουν.

Τώρα, μακούει με λαλεί
επέθανεν εθάφτη
και στου Μουχτάρη το χαρτί
ένας νεκρός εγράφτη

 Τα κόκκαλά του μείνασιν
παρέα με το χώμα
στην γην πιον εν ιστρέφεται
με ξαναννοίει στόμα

 Ας το σκεφτούν οι ζωντανοί
και να το μελετήσουν
τους ποιητές που μείνασιν
για να τους βοηθούσιν

 Όι άμα πεθάνουσιν
να κλαιν πουπανωθκιόν τους
και να γυρεύκουν δανεικά
ρούχα για το θαφκιόν τους.



Τ’ όνομαν του ποιητή
αθάνατον μεινίσκει
και μες στο χώμα μανιχά
τον νεπαμόν του βρίσκει.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Έπαρτους σιαιρετίσματα

Στην μνήμην του αξέχαστου συνάερφού μου
Ποιητή
Αείμνηστου Κυριάκου Καρνέρα
Έφυες Γέρο Πλάτανε τζι εσού κατόπιν τ’ άλλου,
θέλω να πω, του φίλου μας του μακαρίτη Παύλου.
Μπορεί να σου ’πεν κάποτε, φαίνεται μιαν ημέρα,
“Έτο πααίννω, τζι έρκεσαι κατόπιν μου, Καρνέρα”.
Συμφωνημένοι να ’σαστον ήτουν να γελαστείτε
που έξι μήνες τζι ύστερα να πάεις να βρεθείτε.
Αν δειτε τους συντρόφους μας τζει κάτω τζει που πάτε,
περνούν νάκκον καλλίτερα κανέναν αρωτάτε.
Τζει κάτω πέρκι ’εν έσιει κλέφτες, όπως ’δα πάνω,
όσα τζι αν έχουν θέλουσιν για να ’χουν παραπάνω.
Ούτε ’εν να γυρίζουσιν τες πόρτες να κτυπούσιν
για Δήμαρχους τζιαι βουλευτές ψήφους για να ζητούσιν.
Αν κάμνουσιν πυρηνικά, πυραύλους τζιαι κανόνια,
’εν να λαλούμεν του Θεού να μας πιντώννει γρόνια.
Αν ’εν την ίδιαν ζωή που ζιουν οι πεθαμμένοι,
να μείνουμεν στον τόπον μας που ’μαστον μαθημένοι.
’Πο τούτα ούλα ’εν έσιει στον Άδην σαν λαλούσιν,
έπαρ’ τους σιαιρετίσματα τζιαι να μας καρτερούσιν.

Στον αείμνηστον Παύλον Λιασίδην

Έφυες με παράπονον της προσφυγιάς θκειέ Παύλο
τζι ’εν θα ’χουμε συνάδερφον όπως εσέναν άλλο.
Σαν να ’σουν ένας τζιύρης μας με τες παραντζελιές σου
τζι έθελα πάντα να πατώ μέσα στες αυλατζιές σου.
Α(ν) δεις που τους συντρόφους μας κανέναν εις τον Άδη
πε τους κανέναν ποίημα ας εν’ τζιαι για σημάδι.
Παλαίσην, για τον Κουρουζιά, τον Γιώρκον Κατσαντώνη,
πε τους το λλιανίσκουμεν ώσπου περνούν οι γρόνοι.
Τζι αν ευρεθούμεν κάποτε στον Άδη τζι εν’ κισμέτι
τζι έσιει λαούτα τζιαι βκιολιά  κάμνεις μας ζιαφέτι.
Έναν κλωνί βασιλιτζιάν στεφάνι σου χαρίζω
τζι ως που ’χω πάνω μου οπνιάν εν να σε μακαρίζω.