Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Φτιάχνω λέξεις που κάνουν θόρυβο
Επιτέλους
Κάποιος να ενοχλήσει τις σιωπές
Κάποιος να πει όσα κυλάνε μέσα του
και όσα αντίθετα ορμάνε
Κυρίως όσα
μέχρι το στόμα φτάνουν
Όταν το βρουν κλειστό
βουλιάζουνε στα σπλάχνα
Κι ο χρόνος
το αμίλητο
το αγίνωτο
το άφθαστο
τα μετατρέπουν σε οξέα
Έτσι λιώνουν αντιστάσεις
Εξουδετερώνουν ψήγματα υπομονής
Γι’ αυτό μαστορεύω
Γι’ αυτό ξενυχτώ
Γι’ αυτό με ακούτε χωρίς να βλέπετε
με πόσο κόπο
με πόσο πόνο
βάζω κραυγές μέσα στις λέξεις
Ανεβαίνω σε θάλασσα
Κατεβαίνω σε ουρανό
Κι είναι ο κήπος μου γεμάτος γλάρους
Και τα λουλούδια κύματα ίσαμε το μπόι μου
Όσο να τα διαβώ χάνω τον λόγο και τα λόγια μου
Κτυπώ σε βράχο κι εσείς ακούτε
πώς είναι να πεθαίνει
πώς είναι ν’ ανασταίνεται
και πώς εκρήγνυται
από μοναξιά μία φωνή

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

ΦΩΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Κάποτε δέντρο κάποτε πουλί
Κι η σιγανή βροχή ένα φλασκί κρασί
για τους συνοδοιπόρους
Περπατώ τινάζοντας από τα πέλματα τον χρόνο
κι ας είναι πάντα
ολισθηρό το οδόστρωμα
Καλύτερο όμως από δρόμο ανώμαλο
ή δρόμο υπό κατασκευή
Για τυχερό με λογαριάζουν κι ευτυχή
Έχω αγαπηθεί
από όσα κόπασαν μέσα μου
τον προπατορικό θρήνο
Όμως η έκφραση βυθίζεται πλέον
στη φυσική της λίμνη
Και να επινοήσω δεν μπορώ
σε τόση ομοιομορφία του βυθού
Επιθυμώ διακαώς μια επιμήκυνση
στην έμπνευση του συγγραφέα
Να γεμίσει περιστέρια η παρουσία μου
με τα κλαδιά από άλλη μια στεριά
στην κιβωτό που με αρνιέται
Σε πεδιάδα εύφορη
ελευθερώνω ζεύγη των επιθυμιών
Όσα γονιμοποιούνται στις ώρες των κατακλυσμών
αντί να βουλιάξουν
γίνονται νησιά
Κερδίζω έτσι έναν ακόμη χάρτη
Mυρίζει Λίμνη Αχερουσία
Αναπνέω με αχόρταγη τη μήτρα
Γεννιέται
θάλασσα Ερυθρά

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

ΕΝΑ ΦΟΡΕΜΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Στην κούνια της ήρθαν οι Μοίρες
Σκίσανε το παραμύθι και το είπαν καθαρά
Στα δεκαοκτώ θα παντρευόταν
Στα είκοσι τρία θα ήταν χήρα πεσόντος εισβολής
Καρφιτσώσανε τον χρησμό στον άνεμο
Εκείνος λυπήθηκε
Τον φύσηξε μακριά
Μα έμειναν τα λόγια
Ρημαγμένο τούλι στο νανούρισμα
΄Επειτα άραξε μες στις ζωές
Το καλοκαίρι με τα μαύρα του πανιά στην πλώρη
Με τα καρφιά του, το σφυρί
Ο Μινώταυρος ούρλιαζε στην πρύμνη ολοζώντανος
Ξερνούσε σταύρωση
Μάζευε κόκαλα
Κι ήταν το στόμα του μια στέρνα αίμα
Εκείνη γυμνή από το σώμα της αγάπης
Έβαλε το φόρεμα του πένθους
Μεταλλικά κουμπιά μπροστά να της τρυπούν το στήθος
Μακρύ μανίκι
Μαύρη κάλτσα χοντρή ίσαμε τη σφαγιασμένη γάμπα
Και στο κεφάλι κατάμαυρο μαντίλι
Mάζεψε άρον άρον
Την αμαρτία των ξέμπλεκων μαλλιών
Ντροπή για χήρα τόση ελευθερία
Από τότε κανείς δεν είδε πώς τόσο μαύρο
Απορρόφησε σιγά σιγά τα χρώματα απ΄τα μάτια της
Κανείς δεν πρόσεξε το δέρμα από κάτω
Που λίγο λίγο υποχωρούσε
Αφήνοντας μονάχα φλέβες να κουβαλούν
Βελόνες μέχρι την καρδιά
Φωτογραφίες, αγγίγματα
Τον έρωτα τσαλαπατημένης νιότης
Κανείς δεν βλέπει κανείς δεν μαρτυρά
Πως κάτω από το μαύρο ένδυμα
Ένα κορμί λαμπάδα λιώνει όσο να κάψει τη ζωή του
Χρόνο με τον χρόνο στα μνημόσυνα του ήρωα
Το φόρεμα μακραίνει
Το φόρεμα πλαταίνει
Γεμίζει σκοτεινούς υδρατμούς
Γίνεται σύννεφο με κεραυνούς στο στέρνο
Σκύβει εκείνη μες στον κόσμο
Το μαζεύει όπως όπως με τα δόντια
Και τότε πένθιμες κλωστές
Πέφτουν καταρρακτωδώς από το στόμα
Όταν μιλάει βρέχεσαι θλίψη
Όταν σωπαίνει
Ρόγχος του τέλους σε διαπερνά
Αβοήθητος πεθαίνεις μες στον θάνατό της
Η επιστήμη του πόνου σηκώνει τα χέρια ψηλά
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

MANA MOY / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Mάνα
Σε κρατάω ακόμα απ΄το χέρι
μέσα στο ράγισμα της νιότης 
Νήμα αόρατο
στα χτυποκάρδια ανάμεσα
γέρνει επάνω μας
σαν ανθισμένος κλώνος μυγδαλιάς
και μας γεμίζει αιώνια άνοιξη
Μάνα μου
Ξυπνώ πρωί, όλους τους χρόνους
ανασκουμπώνομαι πριν φύγει ο ήλιος
πλένω με την αγάπη σου τα πανωσέντονά μου
να’ χω κατάλευκα να σκέπω τα όνειρά μου
Mάνα μου εσύ
Αιώνιο πρόσωπο στους βράχους της ερήμου χαραγμένο
κοίταζες με δυο μάτια όαση τα ασταθή μου βήματα στην άμμο
Μάτια γεμάτα πράσινο ζωής, βρύσες που κελαρύζανε την έγνοια
με κράτησαν ολόρθο μέσα στην πείνα και τη δίψα του καιρού
Αχ, Μάνα
Μεγάλωσα, γερνάω
Ασπρομαλλιάζει η σκέψη και η έγνοια μου
Εσύ πάντα νέα
Αγάπη που δεν άγγιξαν ρυτίδες
βρέχεις μ΄αθάνατο νερό
θνησιγενείς μου στίχους
από το Άλφα ως το ΄Απειρο
από τη μάχη ως τον πόλεμο
Πάντα Εσύ, ασπίδα της ψυχής μου
Και τώρα, Μάνα
Κάθε που πέφτει νύχτα, γίνεσαι άστρο
Φως μου γεμάτο μουσική από νανούρισμα παλιό
«΄Αγια Μαρίνα τζιαι τζιυρά …»
Περνούν τα χρόνια
με δυο νότες καρφωμένες μες στις λέξεις μου
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

Το δείπνο / Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου


Πάντα έρχεται η ώρα για το δείπνο
Έχει σημασία τι θα στρώσει κανείς για βράδυ
Σε τι εν τέλει θα προσευχηθεί
Έχει σημασία σε τι θα σηκώσει το ποτήρι της ανάγκης
Άσπρο πάτο
ή άσπρη ζωή;
"Χειμερία Ζάλη" , εκδόσεις Μανδραγόρας

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

ΧΕΙΜΕΡΙΑ ΖΑΛΗ: Ποιητική Συλλογή της Ελένης Αρτεμίου- Φωτιάδου εκδοθείσα από τις εκδόσεις Μανδραγόρας / 2017



ΡΑΓΙΣΜΕΝΗ ΚΡΟΥΣΤΑ 

Φέτος δεν έχουμε βροχές
είπες
κοιτάζοντας τη ραγισμένη κρούστα του καιρού
Σκάβει πολύ ο ήλιος το περίβλημά μας
Τόσο που απρόσεχτα εξακοντίζει τον Θεό
στα δώματα της απουσίας του
Ύστερα
εσύ
εγώ
μια κλίση προς τα άνω
αβεβαιότητας
Και το εμείς στο πρώτο πρόσωπο ενικού


Σελ. 10


***

Ισορροπία αστάθειας

Σκέφτομαι πως έρχονται οι έρωτες
σαν αρπαγή της νύχτας
Σαν ανάληψη κυρίου σκοπού
στα ύψη που καραδοκεί το μυστηριακό του θείου
Ξέρουν οι νύχτες να φοράνε
το προσωπείο μιας παλιάς μας ευκαιρίας
Ξέρουν για ώρες να υποδύονται το ανέμελο
Τα πρωινά, όμως,
περνάει μια γριά κάτω απ’ το παράθυρό μας
σκελετωμένη από έλλειψη ευτυχίας
Τη βλέπουμε να σκύβει στους σκουπιδοτενεκέδες
Να κτενίζει με τα μάτια
τόσα ξέμπλεκα φίδια των ονείρων μας
Κι ύστερα από ώρες των αιώνων
νηστική και διψασμένη αποχωρεί
σέρνοντας με κούραση τις σκέψεις της
Απ’ το υστέρημα
κανείς δεν δίνει
Μες στο υστέρημα
ουδείς λαμβάνει
Ισορροπία που συντηρεί μονίμως
την ασταθή διέλευση του βίου μας

Σελ 14

**

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Πάντα έρχεται η ώρα για το δείπνο
Έχει σημασία τι θα στρώσει κανείς για το βράδυ
Σε τι εν τέλει θα προσευχηθεί
Έχει σημασία σε τι θα σηκώσει το ποτήρι της ανάγκης
Άσπρο πάτο
ή άσπρη ζωή; 

Σελ 21

**

ΑΝΑΚΡΙΣΗ

Οι ανακρίσεις γίνονται
με εκτυφλωτικό το φως των προβολέων στα μάτια
Με ήλιο να καίει 
στους εβδομήντα και πλέον βαθμούς της ηλικίας
Εκεί που δεν αντέχεις
Λυγίζεις
Ομολογείς όλο το σκότος που φοβάσαι

Σελ 27

**

ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ

Ν΄ανάψεις ένα δρόμο είναι  το ζητούμενο
Εκεί που σβήνει μία διαδρομή 
να  ΄χει φωτιά το μάτι σου 
να δει
να πυρπολήσει όσα δεν φαίνονται 

Σελ 40

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου (βιογραφία)

Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου κατάγεται από την Αμμόχωστο. Είναι διευθύντρια Δημοτικής Εκπαίδευσης και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στον κλάδο της Εκπαιδευτικής Διοίκησης. Ασχολείται με την ποίηση και την παιδική λογοτεχνία καθώς και με το ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σενάριο. Το λογοτεχνικό της έργο έχει τύχει διαφόρων διακρίσεων. Είναι συνεργάτης της International Art Academy. 
Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία ποίησης: 
  • "Το ταξίδι του ήλιου στο φεγγάρι", 2007, 
  • "Αλεξ-ήνεμος", εκδ. Πήλιο, 2010 (βραβείο Κώστα Μόντη), 
  • "Οι διαδρομές του Αδάμ", εκδ. Πήλιο, 2010, 
  • "Κατεπείγον", χαϊκού, εκδ. Μανδραγόρας, 2011, 
  •  "Ο κύκλος ενός τετράγωνου έρωτα", εκδ. Πήλιο, 2012,
  •  "Διμερής συμφωνία", εκδ. Μανδραγόρας, 2013. 
Επίσης, τη συλλογή μικρών πεζών "Αφύπνιση 800 mg", εκδ. Μανδραγόρας, 2012, 
καθώς και τα βιβλία παιδικής λογοτεχνίας:
  •  "Χρόνος είναι και γυρίζει", 2000, 
  • "Στη λιακαδοχώρα", 2005 (κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου), 
  • "Ο πρωταθλητής", 2009 (κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου), 
  • "Ο Μπαμπακένιος", 2009, 
  • "Άρης ο Φεγγάρης", 2010, 
  • "Ο κήπος με τις τριανταφυλλιές", 2011, 
  • "Ο μικρός κύριος Ου!", 2011, 
  • "Ο βασιλιάς Ξεκούτης", παιδικό θέατρο, 2011 (βραβείο Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου).

Σαράντα χρόνια μνήμη υπό κατοχή: 4 ποιήματα της ποιήτριας Αρτεμίου - Φωτιάδου Ελένης

Σαράντα χρόνια μετά την εισβολή, η ποιήτρια Αρτεμίου - Φωτιάδου  Ελένη ζεσταίνει τις μνήμες με τέσσερα εξαιρετικά ποιήματά της , που δημοσιεύτηκαν φέτος στο Τεύχος 5 της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς. Ένα τεύχος αφιερωμένο στην Κύπρο.


*

Σαράντα χρόνια μνήμη υπό κατοχή

Ο χρόνος  παραμόνευε  και πάλι στο σκοτάδι
Πρόταξε το όπλο του
Σήκωσα ψηλά  τη μνήμη
Είμαι μονάχα οχτώ χρονών είπα
Θέλω να ζήσω μες στο παρελθόν μου
Προετοιμάζοντας το μέλλον μου
Μην κοιτάς τα γκρίζα  χέρια μου
Τα σκονισμένα μου τα μάτια
Είμαι μονάχα οκτώ χρονών
Σαράντα χρόνια τώρα
Στολίζω τα μαλλιά στις κούκλες μου
Με αποξηραμένη λύπη
Κοιμάμαι  πλάι στις βαλσαμωμένες πεταλούδες μου
Ελευθερώνοντας τα πρωινά την προοπτική τους να πετάξουν
Δε σκέφτομαι πια με λέξεις
Με χρώμα μόνο απ΄τα γεννήματα της γης μου
Έχω αποκλείσει από καιρό τις πένθιμες προσμίξεις
Η άνοιξη απ΄το Βορρά
 Μοσχοβολάει πάντα  ρόδα κι ανθολέμονα
Ελιά  και στάρι και  νοτισμένο πράσινο του κάμπου
Κι ένα ελαφρύ αεράκι  απ΄το πέλαγο
Με τις ματοβαμμένες πλώρες των ονείρων μας
Πλάθει στο κόκκινό τους τη νέα καρδιά μας  


**
Αγνοούμενες αγάπες

Ο καημός ξαγρυπνά στο περβάζι με τα κίτρινα χρόνια
Περάσανε σκληροί χειμώνες κι ηπιότεροι
Τα καλοκαίρια κοίταζαν κλεφτά μες στις ζωές
Και ξεστρατίζανε
Αδύναμα ν΄αντέξουνε τ’ αγιάζι 
Όταν  φυσούσε από αγνοούμενες αγάπες

΄Ενα πιάτο  ραγισμένη πορσελάνη από καρδιά
Στο τραπέζι με τις κίτρινες κορδέλες
Τα κίτρινα σημειώματα επάνω στο ψυγείο
« Μην αργείς.  Σε περιμένω μες στο ηλιοβασίλεμα
Τον ήλιο καλοπιάνω μήπως δύσει»

***
Στα μάτια του

Χαράζω στα μάτια του παιδιού μου τη λέξη πατρίδα
Τη γράφω στους τοίχους της ζωής του
Μήπως και γίνουνε οι φθόγγοι της παράθυρα
Που με τα δυο φτερά του  αητός
Διάπλατα θ΄ανοίξει
Σ΄εαρινή μυσταγωγία της Ανάστασης

****

Πένθος γένους θηλυκού

Είναι θαρρώ το ίδιο μαύρο τσεμπέρι
Επάνω στα μαλλιά της
Κάποτε τούτα τα ξέμπλεκα όνειρα
 ΄Ητανε της νιότης στόλισμα
Τώρα σαν γλάροι κάτασπροι
Βουτάνε μες στο γερο-χρόνο
Γυρεύοντας τροφή για επιβίωση
 Κι ύστερα αναδύονται μικρές γοργόνες
Ρωτώντας διψασμένα τις τρικυμισμένες μέρες
«Ζει ο βασιλιάς της πίστης μας; »
«Ζει και βασιλεύει»
 Απαντάει σταθερά   το ατσάλι
Μιας ανοξείδωτης ψυχής



Δημοσιεύτηκαν στο 5ο τεύχος  της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΠΟΘΟΙ


Αγρίεψέ με θάλασσα
‘Οταν με λούσεις με τη μάνητά σου
δεν θέλω ράβδους της πανσέληνου 
σε μια θυρίδα αναμνήσεων
ούτε της νύχτας αναχώρηση
σε φωταγωγημένες ώρες
Αν χρειαστεί και κάποιες νότες μου
ας σβήσουν στην υγρή αγχόνη
Κι αν επιβάλλεται , τα βήματά μου
να γίνουνε βράχοι
που πάνω θα σπάνε οι ευαίσθητοί μου φλοίσβοι
Αγρίεψέ με πέλαγο
όταν με ντύσεις με την αύρα του βυθού σου
όταν επάνω στις λεπτές μου φλέβες
αναπνεύσουν τα μικρά αγέννητα δελφίνια
Κι όταν τα τέρατα θα εφορμούν
-προϊστορικές καταβολές μου-
να εκποιήσουν ένα πλεούμενο ιστορίας μου
αγρίεψέ με
προτού γαλήνιος περιπέσω
στις μικρές διαθήκες των Θεών μου
Ε.Α.Φωτιάδου 
« Η Λίμνη των Κύκλων» , Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Αποκατάσταση

της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Κοιμήσου μικρή μου πόλη
με όλα τα φώτα σου ανοιχτά
Τώρα που δεν αχούν τους ήχους οι άνθρωποι
εσύ απερίσπαστη θε να κοιτάξεις τις ρωγμές
τις γρατσουνιές πάνω στους τοίχους
Κάπου το συρματόπλεγμα έχει σχιστεί
και μια καρδιά σε σχήμα τριαντάφυλλου
ανάσκελα ατενίζει τ’ άστρα
Κοιμήσου μ’ ανοιχτές προθέσεις
Ως το πρωί σαν υπνοβάτης
θ’ αντανακλάς την ύπαρξή σου

Ποιητική Συλλογή: «Η λίμνη των κύκλων» 2014

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Β΄Βραβείο στους Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης Δελφοί , 2009


Στις συνοικίες σβήνουνε σιγά σιγά τα φώτα
Απλώνουν οι γυναίκες μια κουρασμένη μέρα να στεγνώσει
Περνούν οι σκέψεις στα μικρά τα καλντερίμια ακροβατώντας
Mισάνοιχτα παντζούρια βρίσκουν , ψυχές ανήσυχες π’ αρνήθηκαν τον ύπνο
Γλιστρούν με δόσεις μιας χαμένης ευτυχίας
Στα προσκεφάλια με κεντίδια μιας προίκας ξεχασμένης
Κιτρινισμένης απ’ του καιρού τη φλυαρία
Τότε ανοίγουν τα μισόκλειστά τους βλέφαρα οι ίσκιοι
Χαμογελούν ηδονικά μες στου καθρέφτη την απάθεια
Παραμορφώνοντας τα είδωλα μιας άλλης λογικής
Στο πορτατίφ μια τύψη περιφέρεται
Σαν πεταλούδα που γυρεύει να καεί μέσα στον κύκλο
΄Εξω σκυλιά ποδοπατούν τα ίχνη της συνήθειας
Στα υπολείμματα της μέρας αναζητούνε τη συνέχεια
Σιγά σιγά στις συνοικίες σβήνουν οι αποδράσεις
Και μια παράφρονη σελήνη χορεύει μες στην έλλειψή της
Αύριο θα ΄ναι μια μέρα βροχερή
Το είπε το δελτίο της βαθιάς υποταγής
Στα σπίτια θα κλειστούν τα μαραμένα κρίνα
Τα ξεθωριασμένα γιούλια και τα γιασεμιά
Θα βγάλουν απ’ τα μπαούλα οι κυράδες
Να στρώσουν χράμια και κιλίμια στην ανία τους
Θα βγουν κι οι νοικοκύρηδες για το βραχνά του μεροκάματου
Με τα κασκέτα τους κρυψώνες της αζήτητής τους μοίρας
Σβήνουν σιγά σιγά της μέρας ημιτελείς διαδρομές
Στις συνοικίες προβάλλει διαβατάρης ο Μορφέας με το γαλάζιο του μανδύα
Αύριο , λέει , γι’ αυτούς που ακούνε τη σιωπή των κεραυνών
Ο ήλιος απ’ τη Δύση θα προβάλει με τις ατίθασες , ξανθές του μπούκλες
Μ’ ένα ροδόχρωμο μαντίλι θ’ απλώσει νέους ορίζοντες στα πέλαγα
Ταξίδια νέα θ’ ακουμπήσει μες στις καρδιές που δε λησμόνησαν να φλέγονται.....
.

ΠΙΡΟΓΑ


Περιπλέω τη σκέψη σου 
με μια μικρή πιρόγα 
καμωμένη από δέρμα ηλιοκαμένης νύχτας
Ξάπλωνε ώρες κάτω από το φως σου
κι αφηνότανε σε έναν απρόσμενα καλό καιρό
Προχωρώ με χτύπο παράξενο
από ανυπόμονη καρδιά
Τραβάω όρθια κουπί
να βλέπω όλο και μακρύτερα
στο πυκνό δάσος της αγάπης που σε κρύβει
Ακουμπώ για λίγο στις ακτές
αδειάζω το εμπόρευμα του έρωτα
το ανταλλάζω με εξωτικούς καρπούς από τα μάτια σου
και φεύγω πάλι για τη θάλασσά μου
γεμάτη από τη γη και το ύδωρ που παρέδωσες

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου



O χειμώνας έμπαινε με τα βαριά λευκά του βήματα μέσα στους δρόμους και μέσα στις ψυχές. Χτυπούσε κάνα δυο φορές την πόρτα τους κι άμα δεν έπαιρνε απάντηση, σαν διαρρήκτης παραβίαζε τον κόσμο τους κι αλώνιζε μέσα στα τελευταία ψίχουλα των αντιστάσεών τους. Καθότανε, ίδιος μουσαφίρης, δίχως πρόσκληση στα όνειρά τους και πεινασμένος καταβρόχθιζε ό, τι απέμεινε από την τελευταία επέλαση της λύπης. 

Η πτήση του προσγειωνόταν από λεπτό σε λεπτό. Ο γαλάζιος ουρανός της πατρίδας είχε αρχίσει ήδη, δειλά δειλά , να γαργαλάει τις αισθήσεις του. Κι εκείνος , με ένα δισάκι μνήμες φορτωμένος στον ανήφορο του κόσμου, ετοιμάστηκε να εισπνεύσει ξανά το λυτρωτικό οξυγόνο της πατρίδας. Κοίταξε τις ουλές του χρόνου στα δυο , αποστεωμένα του χέρια και θάρρεψε πως κοίταξε μαζί και τα τραύματα που άφησε επάνω του ένας ακήρυχτος πόλεμος θανάτου και ζωής. Είχε φύγει παλικαράκι από την πατρίδα, ήρθε μετά μια δυο φορές να αποχαιρετίσει μάνα και πατέρα στο στερνό ταξίδι κι ύστερα τον κατάπιε η βιοπάλη της ξενιτιάς . Τώρα, στα εβδομήντα πέντε του πια, γύρναγε σαν Οδυσσέας σε μιαν Ιθάκη δίχως Πηνελόπες και μνηστήρες. Καλύτερα έτσι. Είχε κουραστεί με τις αναμετρήσεις. Καιρός να αράξει σε ένα απάνεμο λιμάνι και να ξεχαστεί μέσα στην απραξία, μέχρι του ΄Αγγελου η ρομφαία να σηκώσει ψηλά την ύπαρξή του ως την αιωνιότητα. 
Πέρασε σχετικά γρήγορα τις διατυπώσεις του αεροδρομίου, πήρε τις λιγοστές αποσκευές του, κάλεσε ένα ταξί, χάθηκε στον ορυμαγδό του δρόμου και της μεγαλούπολης. Από το παράθυρό του περνούσε ένας κόσμος γνώριμος, μα αλαργινός. Πολλά τα χρόνια που έζησε στα ξένα. Το ταξί διάβηκε μέσα από παλιά κτίρια νοσταλγικά, μέσα από νεόδμητες οικοδομές , αδιάφορες για τις μικρές και μεγάλες μνήμες του και ξεχύθηκε στην επαρχία, διασχίζοντας σε λίγο μεγάλα και μικρά χωριουδάκια. ΄Ένα οικείο χρώμα, μια γνώριμη μουσική έφτανε ολοένα στα αυτιά του, σαν νανούρισμα μάνας, που ξύπναγε αντί να κοιμίζει τα όνειρά του. 
Το αυτοκίνητο σταμάτησε σε λίγο σε μια μικρή αυλή με κληματαριά στην πρόσοψη, γέρικη, γυμνή, σαν τη ζωή του. Κατέβηκε, πλήρωσε, κοίταξε το μικρό σπίτι απέναντί του, που κράταγε μέσα του χρόνια παιδικά, βήματα εφηβικά, νεανικά πετάγματα σε ψέματα και αλήθειες . Του φάνηκε πως είδε μια μαντίλα όμοια με της μάνας του, σκουρόχρωμη, να ανεμίζει στο παραθύρι. Και πως βαριά τα βήματα από τις μπότες του πατέρα χαράκτηκαν επάνω στο λιθόστρωτο δρομάκι της εισόδου.
Κι άκουσε τα γέλια του Κωστή και του Αργύρη στην αλάνα, να κυνηγάνε με αλαλαγμούς και παιδιάστικα γέλια ένα πάνινο τόπι . Κι εκείνος, σαν μεγαλύτερος αδερφός, που όφειλε να κουμαντάρει τα μικρότερα τα ατίθασα, να πασκίζει άτσαλα μα επίμονα να επιβάλει την τάξη. Κι ύστερα θάρρεψε πως βγήκε η μάνα στο κατώφλι, με τα χέρια ακόμα να μοσχομυρίζουν από το δείπνο της Αγάπης, Να ανοίγει την αγκαλιά της και να χάνεται μέσα όλη η ζωηράδα των παιδιών. ΄Υστερα τίποτα! Σιωπή! Και μια μοναξιά, που κρυφογέλαγε μέσα στα ξερά φύλλα, το άκαρπο χώμα, τις πένθιμες ανάσες του αγέρα , έτσι καθώς περνούσε ανάμεσα στην έλλειψη.
Εδώ, λοιπόν, στη ζήση του την πρώτη, είχε έρθει για να έβρει το στερνό σταθμό του; Ρίγησε, μα δεν πτοήθηκε. ΄Εσπρωξε ελαφρά την πόρτα κι εκείνη άνοιξε διάπλατα λες και τον καλωσόριζε. Τα βήματά του αντήχησαν στο κενό του δωματίου. Αράχνες υποδέχτηκαν τη συγκίνησή του και ένα θλιμμένο ημίφως γλίστρησε από τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια. Εκεί στόλιζε κάποτε η μάνα τα γεράνια της. Εκεί ακουμπούσε κάποτε κι ο κύρης τα σύνεργα της ψαρικής. Εκεί κάποτε στεκότανε κι εκείνος έφηβος, σαν ονειρευότανε μια θάλασσα να τον περιμένει, να του ανοίγει όλους τους δρόμους 
Κι ύστερα ήρθε να τον ανταμώσει ένας φλοίσβος παιχνιδιάρης, νοσταλγικός. Κι ένα πέλαγο γεμάτο άμμο και στιχάκια μιας ανέμελης ζωής. ΄Ενιωσε τις γερασμένες αρτηρίες του να κοκκινίζουν πάλι με αίμα . Και τη ζωή να κυλάει ξέφρενα σε όλες τις αισθήσεις που κοίμιζε χρόνια η ξενιτιά. ΄Ένα ανοιξιάτικο χάδι , όμοιο με σκίρτημα ερωτικό, ήρθε να τον ακουμπήσει χειμωνιάτικα, σαν φιλί ζωής σε ετοιμοθάνατη θέληση. 
Τάχυνε το βήμα, άδραξε το χτες και το έριξε μαγιά στη ζύμη για το σήμερα. Ετούτο το σπίτι άξιζε μια ανάσταση. Και η μοναξιασμένη για καιρό ζωή του άξιζε μια επιστροφή στα όνειρα. Ανασκουμπώθηκε. Το σπίτι ήθελε καθάρισμα, η κληματαριά κλάδεμα. Και τα πεζούλια, σιωπηλά εκλιπαρούσαν για δυο πολύχρωμα γεράνια. 
Κόντευε σούρουπο, σαν τέλεψε και κάθισε για λίγο στο κατώφλι. Είχε δουλέψει ώρες, μα καμιά κούραση δεν ήρθε να ακουμπήσει βαριά στα μέλη του. Από μακριά η καμπάνα της εκκλησίας του Aϊ- Γιώργη, κάλεσε μες στο βάδισμα της νύχτας τις αγνές ψυχές. Σταυροκοπήθηκε, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, άφησε μια προσευχή να βγει και να σεργιανίσει επάνω στη φροντισμένη πια κληματαριά, τα καθαρά τα σκαλοπάτια, τα ορθάνοιχτα παράθυρα, που αψηφούσανε το κρύο του χειμώνα. Και χύθηκε τότε έξω η φωνή του σαν ψίθυρος ηχηρός. 
«Σταμάτα, ΄Αγγελε, με τη χρυσή ρομφαία, που ανοίγει δρόμους στην αιωνιότητα. Βρήκα ακόμα ένα μονοπάτι, εκεί που νόμιζα πως όλα είχαν κλείσει…΄Οχι, δεν είναι τώρα ο καιρός. Με τρέφει πάλι τούτος ο ήλιος της πατρίδας και βγαίνει , δειλά , άλλο ένα φύλλο μου, μία ακόμα ρίζα. Βλέπεις, δε γερνάω! Μονάχα μεγαλώνω, ωριμάζω…θέλω!»



Ενα διήγημά από τη συλλογή διηγημάτων " Αφύπνιση 800 mg", Eκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2012.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ


 της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ελέγχοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής του. Απέναντί του πρόβαλε  μια σκοτεινή φιγούρα, που πάσκιζε να κλέψει λίγο χρώμα από τη στολή του Αϊ-Βασίλη. Μα το βλέμμα παρέμενε θολό, τα χέρια φορτωμένα  νεανικές αμαρτίες, η θέλησή του αμετανόητη.
Απόψε έριχνε στη μάχη το μεγάλο κόλπο. ΄Η όλα ή τίποτα. Από τη μια ο πλούτος των λίγων κι από την άλλη η δική του ανέχεια, που άγγιζε πια τα όρια της απελπισίας.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλο και κάποιοι θα είχαν βγει για την απαραίτητη διασκέδαση των ημερών. Κι αυτός, ενδεδυμένος με την αθωότητα ενός ΄Αγιου Βασίλη, θα μπούκαρε στα σπίτια των καλοζωισμένων και θα φρόντιζε να πάρει λίγη από τη δική τους ευτυχία. ΄Οχι, κλοπή δεν την ονόμαζε. Σαν δίκαιη μοιρασιά την έβλεπε, μια και οι λίγοι είχαν τα πολλά και οι πολλοί τα λίγα.
Από μέρες είχε βάλει στο μάτι μια πολυτελή βίλα, κάπως απομονωμένη από τα άλλα σπίτια της περιοχής. Σκύλο δεν είχε να τη φυλάει . Κάποιες πληροφορίες, που φρόντισε με τρόπο να αποσπάσει από ένα μπακάλικο της γειτονιάς, μιλούσαν για ένα μοναχικό ένοικο, εβδομήντα περίπου χρόνων, επαναπατρισθέντα από τη Νότια Αφρική, ο οποίος έμενε στη βίλα μαζί με μια αλλοδαπή οικιακή  βοηθό και έναν ηλικιωμένο κηπουρό. Εύκολη λεία! ΄Οσο για το σύστημα  συναγερμού, είχε πια αποκτήσει ειδικότητα στο είδος, μια και είχε δουλέψει ένα φεγγάρι σε εταιρεία που προμήθευε τα καταστήματα με τέτοια συστήματα σε χονδρικές τιμές.
Βγήκε στον δρόμο, καλύπτοντας τους χτύπους της καρδιάς του κάτω από την κόκκινη στολή της αθωότητας. Στην τσέπη μέσα βαθιά, ένα ρίγος τον διαπερνούσε, καθώς τον άγγιζε το μέταλλο από το κρύο περίστροφο που κουβαλούσε. Κάποιες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει ήδη να χορεύουν τον τρελό χορό της πτώσης. Ο καιρός έστηνε σαν απαιτητικός σκηνοθέτης το σκηνικό του και οι άνθρωποι τρέχανε την τελευταία  στιγμή να μάθουνε την πρόζα ενός άχαρου ρόλου και να στηθούν με αξιοπρέπεια μπρος στη μεγάλη φυγή του χρόνου.
Και τότε πρόβαλε  εκεί στη γωνία το κόκκινο γαρίφαλο. Από ποιαν άνοιξη άραγε ξέφυγε κι έφτασε μέχρι τις αισθήσεις του; Κατακόκκινο σαν αίμα ζωής, τυλιγμένο σε σελοφάν για προστασία κι από πίσω ένα μικρό τρεμάμενο χέρι, μια μικρή τρεμάμενη φράση. « Πάρτε, κύριε, σας παρακαλώ!» ΄Υστερα η φράση σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο ρολόι κι απέμεινε να κρέμεται παράφωνα επάνω στα άσπρα γένια του « Αγίου» . Ο μικρός μάζεψε δειλά το γαρίφαλό του, το έριξε σε ένα καλάθι με καμιά ντουζίνα άλλα και στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας  με το στόμα ανοικτό, με την καρδιά ορθάνοικτη. ΄Ητανε γύρω στα οχτώ, ελαφροντυμένος, παρά το κρύο, με παπούτσια άσπρα , καλοκαιρινά μες στο καταχείμωνο, μάγουλα κατακόκκινα από το πέρασμα του κρύου βοριά.
« Είσαι ο ΄Αγιος Βασίλης; Ο πραγματικός ΄Αγιος Βασίλης;» κατάφερε να ψελλίσει μετά την πρώτη έκπληξη. 
Τα έχασε. ΄Ενιωσε τα χέρια του να τρέμουν, τα έβαλε στις τσέπες, μα το περίστροφο, λες και απέκτησε ξάφνου δόντια καρχαρία, τον δάγκωσε γερά και τον μάτωσε ίσια μέσα στα ψίχουλα μιας ξεχασμένης παιδικότητας.
« ΄Ηρθες για να μου φέρεις δώρο;» συνέχισε ο μικρός και έσκυψε  με λαχτάρα ίσια στα μάτια της αγαπημένης του μορφής.
« Τον κοίταξε με έκπληξη στην αρχή, με κάποια αμηχανία στη συνέχεια.
« Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρω;» κατάφερε στο τέλος να μουρμουρίσει, με φωνή  που φάνηκε παράξενη ακόμα και στον ίδιο.
Ο μικρός αναθάρρησε. Να λοιπόν, που δεν πήγε χαμένο εκείνο το γραμματάκι που έστειλε στον ΄Αγιο Βασίλη. Με κάποιο  δισταγμό βέβαια, μια και  δεν ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στα χέρια του η ευχή του. Μα να που γίνονται και θαύματα  κι η αγαπημένη  φιγούρα με τη μακριά γενειάδα ήταν μπροστά του.
« Δεν ξέρω αν μπορείς να μου δώσεις αυτό που θέλω, κι ας είσαι ΄Αγιος…»
Κάτι μέσα του αναδεύτηκε περίεργα. Κουβαλούσε τόση θλίψη στις χορδές της ετούτη η φωνή του αγοριού, καθώς  ερχόταν και τον άγγιζε σαν παραπονεμένο χάδι, που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει:
« Και τι είναι αυτό που θέλεις;»
« Ο πατέρας μου δεν έχει δουλειά και η μάνα μου δεν έχει άλλο κουράγιο. Πουλάω λουλούδια για να έχουμε ένα κομμάτι ψωμί …Αν μπορείς, αγόρασε, σε παρακαλώ, τούτο το καλάθι με τα γαρίφαλα. Δεν είναι ακριβά, αλλά θα φτάσουν για λίγο ρύζι».
Οι   νιφάδες άρχισαν να πέφτουν πιο πυκνές  και να σκεπάζουν όλες τις γκρίζες σκέψεις και προθέσεις. Κοίταξε ξανά το αγόρι με το ελαφρύ ντύσιμο και τη μεγάλη προσπάθεια για χαμόγελο στην άκρη των χειλιών.   Και τότε μια ερινύα ξύπνησε από τον λήθαργο , ντύθηκε ξανά την εγρήγορσή της κι ήρθε  μες στην ψυχή του , τόσο βαριά, που αμέσως θέλησε να την εκτινάξει στα ύψη και να μην την ξαναβρεί στον δρόμο του.
Ακούμπησε στο μικρό, λευκό χέρι του αγοριού με δέος, όπως θα άγγιζε κανείς εικόνα του Χριστού.
« ‘ Εχω λίγα κέρματα στην τσέπη μου», είπε. « Και θαρρώ πως κάπου πιο πάνω στη διασταύρωση, καθώς ερχόμουν, ένα μικρό εστιατόριο ήταν ακόμα ανοικτό. Νομίζω πως μπορούμε και οι δύο να απολαύσουμε ένα ωραίο  ζεστό σάντουιτς με αχνιστές πατάτες. Τι λες;»
Τα χείλη του αγοριού δεν μίλησαν. Τα μάτια του, όμως, κατέβηκαν με λέξεις ορμητικές, ζεστές και πνίξανε το ψυχρό αγέρι,  που μέρες τώρα πάλευε να παγώσει τον ΄Ανθρωπο μέσα του.

Σε λίγο, με έναν  μικρό ΄Αγιο, ανηφόρισε  στην καινούργια του ζωή . Καθισμένοι οι δυο τους αντίκρυ , μοιράστηκαν ένα πιάτο και δυο χαμόγελα. ΄Ενα καλάθι κατακόκκινα γαρίφαλα ανάμεσά τους μύριζε καινούργια αρχή κι αγάπη. 

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΩΤΑ


΄Ενα κομμάτι έρωτα
Αφημένο στο τραπέζι με το σπασμένο πόδι
Με μισές δαγκωματιές κάτω απ΄την κρούστα 
Ψίχουλα λόγια
Απομεινάρια από χέρια παρήγορα
Γλώσσες φτωχές από αίμα και στάχυ καρπού γινωμένου
Και σαν τρίζει το πόδι το ανάπηρο
΄Ιδια με πόρτα που΄χει ξεχάσει
Ο καιρός το σκουριασμένο χάδι του
Γέρνει ετούτο το μερίδιο
Προς τη μεριά με την πιο κόκκινη καρδιά
Με την πιο κόκκινη επίστρωση
Ενός φθαρμένου ξύλινου υποστρώματος
Από ΄ να ενδεχόμενο κρατιέται
Από΄να του καιρού μαϊστράλι
Η αναπλήρωση
Ε.Α.Φωτιάδου , « Ο κύκλος ενός τετράγωνου έρωτα», Εκδόσεις Πήλιο 2012

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΑΒΒΑΤΙΑΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ


Ο θόρυβος των αυτοκινήτων
Οι φωνές του δρόμου
Οι αργόσχολες κουβέντες 
Οι χαμηλές πτήσεις
Η σιωπή της γειτονιάς
κεντημένη στις χλομές κουρτίνες
΄Ενα ραδιόφωνο που παίζει τη ρετρό του μουσική
για να θυμάσαι
τα παιδιά σου που δεν έκλαψαν
όταν γεννήθηκαν νεκρά
΄Ολα καρφιά στην πόρτα σου
για να κρεμάς τη σαββατιάτικη έξοδό σου


Ε.Α.Φωτιάδου « Η Λίμνη των Κύκλων», Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2014

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΠΟΘΟΙ


Αγρίεψέ με θάλασσα
‘Οταν με λούσεις με τη μάνητά σου
δεν θέλω ράβδους της πανσέληνου 
σε μια θυρίδα αναμνήσεων
ούτε της νύχτας αναχώρηση
σε φωταγωγημένες ώρες
Αν χρειαστεί και κάποιες νότες μου
ας σβήσουν στην υγρή αγχόνη
Κι αν επιβάλλεται , τα βήματά μου
να γίνουνε βράχοι
που πάνω θα σπάνε οι ευαίσθητοί μου φλοίσβοι
Αγρίεψέ με πέλαγο
όταν με ντύσεις με την αύρα του βυθού σου
όταν επάνω στις λεπτές μου φλέβες
αναπνεύσουν τα μικρά αγέννητα δελφίνια
Κι όταν τα τέρατα θα εφορμούν
-προϊστορικές καταβολές μου-
να εκποιήσουν ένα πλεούμενο ιστορίας μου
αγρίεψέ με
προτού γαλήνιος περιπέσω
στις μικρές διαθήκες των Θεών μου
Ε.Α.Φωτιάδου
« Η Λίμνη των Κύκλων» , Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

TO ΦΟΡΕΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Το φόρεμα της Κυριακής
μην το κρεμάσεις στην ντουλάπα
μη βάλεις ναφθαλίνες 
Μισώ τη μυρωδιά αυτή του χρόνου
Ακούμπησέ το δίπλα σου
σαν άγαλμα ακέφαλης Θεάς
που μας στολίζει το σαλόνι
απ΄την ημέρα που ενωθήκαμε
εις σάρκα μία
εις σκέψεις δύο
εις ημέρες αποκρυπτογραφημένου έρωτος
Μην καθαρίσεις το γιακά
Μ΄αρέσει ο λεκές από μεθύστακα άνεμο
την ώρα που χαμηλώνουνε τα φώτα στο λιμάνι
για ν’ αποπλεύσουν οι φωνές με ούρια συσκότιση
Κι εκείνο το φίδι που κρέμεται πλάι στο φιλί
μικρογραφία προπατορικού αμαρτήματος
κέρασέ το δυο μήλα κατακόκκινα
‘Ενα το χρωστούμενο
κι ένα για το δρόμο

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 
« Η Λίμνη των Κύκλων»
Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

ΦΩΝΗ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ



Η ζέστη δεν προερχόταν από τις εκπνοές ενός θερμού Ιούλη αλλά από τις καυτές μνήμες που έστηναν χορό με τα μαύρα πέπλα τους καθώς ο επικήδειος προχωρούσε , οι αναφορές γίνονταν πιο κόκκινες και η αντοχή της διαμελιζόταν σε ψίχουλα που τα τσιμπολογάνε άκαρδοι σπουργίτες του καιρού. Σαράντα ένα χρόνια μετά , στο τέρμα μιας επώδυνης διαδρομής, γεμάτης απορία, αγωνία μα και ελπίδα συνάμα, στεκόταν πια μπροστά στην αλήθεια που υποψιαζόταν μα δεν αποδεχόταν, μπροστά στα οστά ενός πατέρα που τη συνόδεψε σε όλα τα χρόνια της σαν ένα βλέμμα σε μια φωτογραφία, σαν μια σκιά μέσα σε μια νύχτα ατέλειωτη, χωρίς εξομολόγηση . Σε απόκρυψη μονάχα τα μηνύματά του σκότους της, μέχρι που ένα πρωί η σύγχρονη επιστήμη της ταυτοποίησης οστών τράβηξε απότομα τις κουρτίνες που κάλυπταν τα δικά της ερωτήματα και της παρουσίασαν το λόγο της απουσίας τόσων χρόνων, ενδεδυμένο με πατριωτικά χρώματα και εθνική συγκίνηση. Ο αγνοούμενος πατέρας που έγινε πια γνωστός, με το χαμόγελο εκείνο στη φωτογραφία που μίκραινε σιγά σιγά ώσπου χάθηκε βαθιά μες στην ψυχή της, σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια περίμενε τη δικαίωσή του σε ένα ομαδικό τάφο, σε μια ομαδική παράνοια των λαών. ΄Ηθελε να φωνάξει, ήθελε να κλάψει, ήθελε ακόμα να ζωγραφίσει ένα τεράστιο «Γιατί» πάνω στον Πενταδάχτυλο, ακριβώς πάνω από τη μισοφέγγαρη χαρακιά των ξένων. Και να ξεθάψει ήθελε τη μάνα της, τον μόνο άνθρωπο που περπάτησε δίπλα της προτού χαθεί μες στον απόλυτο πόνο , στα σαράντα πέντε της μόλις. Μα μίλησε μόνο με τη σιωπή της, έτσι καθώς την τύλιξε στο σάβανο του χρόνου και την ακούμπησε επάνω σε ένα φέρετρο με το οποίο κήδευε την απουσία και την παρουσία του άγνωστου πατέρα αντάμα.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στην κορύφωσή του καθώς το εξέχον πρόσωπο της πολιτικής ζωής του τόπου απελευθέρωνε όλες τις καλολογικές δάφνες της ομιλίας του. Μα εκείνη , υπακούοντας σε μια δική της εσωτερική φωνή , έκλεισε τα μάτια θέλοντας να κλείσει απ΄έξω και τις λέξεις, διψώντας και πεινώντας μονάχα για το δικό του άγγιγμα, για τον δικό του λόγο. Και λες και άγγελος Δευτέρας Παρουσίας εισάκουσε την πεθυμιά της, ήρθε και σήκωσε μπροστά της όλα όσα δεν έζησε . Το τρυφερό χέρι του πατέρα στα μάγουλα, στα μαλλιά της. Το γέλιο της ευτυχίας τους στο κυνηγητό, στο κρυφτό μέσα στα δέντρα του περιβολιού τους . Το βλέμμα του σε μια σχολική γιορτή. Την ανάσα του σε μια έγνοια της, σε ένα προβληματισμό της. Όλα τα φαντάστηκε εκείνη τη στιγμή. Με σάρκα και αίμα. Κι όλα τα άκουσε σαν δικό της « Πάτερ ημών» , με ακροατή άλλο κανένα εξόν απ΄την ψυχή της. 
Κι ήρθε μια στιγμή μέσα στη φαντασίωσή της, που θάρρεψε πως εκείνη η ανατριχίλα στο κορμί της, εκείνο το θρόισμα της καλοκαιρινής αύρας δίπλα της , ήτανε ίσως ένα φιλί του απολογητικό για όσα θα΄θελε να της προσφέρει και δεν μπόρεσε.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στο τέλος του, το ίδιο και η αντοχή της και ποιος ξέρει ποιος άγγελος ή ποιος δαίμονας εκείνη την ώρα άφησε στην άκρη τα προσχήματα της μέρας , έβαλε επιτέλους φωνή στη σιωπή της κι άκουσαν όλοι μες στο χειροκρότημα ένα κλάμα σαν φραγμό σε όλους εκείνους που δεν έζησαν, σε όλους εκείνους που δεν ήξεραν!