Στην κούνια της ήρθαν οι Μοίρες
Σκίσανε το παραμύθι και το είπαν καθαρά
Στα δεκαοκτώ θα παντρευόταν
Στα είκοσι τρία θα ήταν χήρα πεσόντος εισβολής
Καρφιτσώσανε τον χρησμό στον άνεμο
Εκείνος λυπήθηκε
Τον φύσηξε μακριά
Μα έμειναν τα λόγια
Ρημαγμένο τούλι στο νανούρισμα
΄Επειτα άραξε μες στις ζωές
Το καλοκαίρι με τα μαύρα του πανιά στην πλώρη
Με τα καρφιά του, το σφυρί
Ο Μινώταυρος ούρλιαζε στην πρύμνη ολοζώντανος
Ξερνούσε σταύρωση
Μάζευε κόκαλα
Κι ήταν το στόμα του μια στέρνα αίμα
Εκείνη γυμνή από το σώμα της αγάπης
Έβαλε το φόρεμα του πένθους
Μεταλλικά κουμπιά μπροστά να της τρυπούν το στήθος
Μακρύ μανίκι
Μαύρη κάλτσα χοντρή ίσαμε τη σφαγιασμένη γάμπα
Και στο κεφάλι κατάμαυρο μαντίλι
Mάζεψε άρον άρον
Την αμαρτία των ξέμπλεκων μαλλιών
Ντροπή για χήρα τόση ελευθερία
Από τότε κανείς δεν είδε πώς τόσο μαύρο
Απορρόφησε σιγά σιγά τα χρώματα απ΄τα μάτια της
Κανείς δεν πρόσεξε το δέρμα από κάτω
Που λίγο λίγο υποχωρούσε
Αφήνοντας μονάχα φλέβες να κουβαλούν
Βελόνες μέχρι την καρδιά
Φωτογραφίες, αγγίγματα
Τον έρωτα τσαλαπατημένης νιότης
Κανείς δεν βλέπει κανείς δεν μαρτυρά
Πως κάτω από το μαύρο ένδυμα
Ένα κορμί λαμπάδα λιώνει όσο να κάψει τη ζωή του
Χρόνο με τον χρόνο στα μνημόσυνα του ήρωα
Το φόρεμα μακραίνει
Το φόρεμα πλαταίνει
Γεμίζει σκοτεινούς υδρατμούς
Γίνεται σύννεφο με κεραυνούς στο στέρνο
Σκύβει εκείνη μες στον κόσμο
Το μαζεύει όπως όπως με τα δόντια
Και τότε πένθιμες κλωστές
Πέφτουν καταρρακτωδώς από το στόμα
Όταν μιλάει βρέχεσαι θλίψη
Όταν σωπαίνει
Ρόγχος του τέλους σε διαπερνά
Αβοήθητος πεθαίνεις μες στον θάνατό της
Η επιστήμη του πόνου σηκώνει τα χέρια ψηλά
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου