Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ατσίκκος Γιακουμής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ατσίκκος Γιακουμής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν /Ατσίκκος Γιακουμής

Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν
νυχτοξημερωννούμαστιν τζι’ άγρυπνοι καρτερούμεν
να ξαναπάμεν έσσω μας, τζει κάτω να ταφούμεν.
Βρίσκουσιν τρόπους, κάθονται εις τες συνομιλίες,
μα λύσην ’εν ι-βρίσκουσιν, πιντώννουν τες αιτίες.
Οι ξένοι πάντα μάχουνται για το δικόν τους κκιάρι
τζιαι μας ’δα κάτω να τα βρουν ―πετσίν, τζι’ άλλοι τομάρι.
Όπου αγάπη τζι’ ο Θεός, οι πρωτινοί λαλούσι,
έτσι έχουν μιαν δύναμιν τζιαι τ’ άδικον νικούσι,
τούτ’ εν’ η στράτα η καλή, τζι’ ούλλοι μας να τη[ν] δούμεν,
ατ τ’ ’εν να λείψ’ η προσφυγιά τζιαι να ξαναστραφούμεν
στα σπίθκια μας που καρτερούν, τζι’ ειρήνικά να ζιούμεν.


Γιακουμής Ατσίκκος (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στη Λύση στις 14 Αυγούστου το 1911. Γονείς του ο Κυριάκος Γιακουμή Χατζηξενή και Κουλλού Γρηγόρη Κατσούνα.  Το 1974 με την Τουρκική εισβολή, πρόσφυγας στην Ξυλοτύμπου όπου έμεινε 6 χρόνια και στη συνέχεια στο συνοικισμό Καμάρες στη Λάρνακα όπου παρέμεινε μέχρι και τον θάνατό του το 1995. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές και βραβεύτηκε για την ποίησή του σε διαγωνισμούς του Κατακλυσμού και εκπροσώπησε την Κύπρο μέσω του ΡΙΚ τόσο σε παγκόσμιους ποιητικούς διαγωνισμούς, αλλά και σε διαγωνισμό παραδοσιακής Μουσικής στην Ιαπωνία.

Ποιητικές Συλλογές
  • Το Φεγγάρι του Γεννάρη /1985
  • Το ξερίζωμα / 1986
  • Η τελευταία μου κατάθεση/1994

[Εν πεθανίσκω καρτερώ] / Ατσίκκος Γιακουμής

Εν πεθανίσκω καρτερώ
τούτη η ποινή να λήξει
να’ ρτει ειρήνη τζιαι χαρά
η στράτα μας ν΄ανοίξει
να πάμε πάλε στο βορκάν
πον τα δικά μας τα χωρκά
να μεν μας τρώει η πλήξη
ν΄ανθίσουν να μυρίσουσιν
τα φκιόρα της αυλής μας
πον ριζιμιά εν ζωντανά πον η μισή ζωή μας

Για τον Γρηγόρη Αυξεντίου / Ατσίκκος Γιακουμής

Μαύρα ντυμένη σύλλουρη η Κύπρος δακρυσμένη
πουπανωθκιόν σου στέκεται ματζιελλοπληγωμένη
κλαίει απαρηόρητη η μαυροκαϋμένη
πόχασεν τέθκιον ήρωα τζ΄ακόμαν  σκλαβωμένη
Ήσουν τζιε εν νάσαι ήρωας, της Κύπρου μας καμάριν
Της Λύσης ο τιμητικός, της λεφτεριάς χαπάριν

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙΝ ΤΟΥ ΓΕΝΝΑΡΗ (απόσπασμα) / Ατσίκκος Γιακουμής



Το νιν τζαι το ξυλάλετρον, η σπάθη με την βούλαν
ο άδρωπος, τα δκυό φτερά, εν ερκαλεία ούλα.
Τζαι δκυο τεμόνια ομπροστά που ζέχνασιν την μούλαν
τζι εμαμμουρεύκασιν την γην ΄πο ούλα να γιωρκίσει
να φα γονιός με τα παιθκιά
γιατί εν τζείνη που τα δκια
του κόσμου της να ζήσει.
Γιατί που πρωτοπλάστηκεν
με τον θεόν σεβάστηκεν
η γη να τον ταΐσει.
Εν χώμαν της, εν μάλιν της τζαι τζείνη να το ρίζει,
να τρω να πίνει ώσπου ζιει τζαι πίσω να γυρίζει,
χώμα πάλε να γίνεται. τζαι κανενού ΄ν χαρίζει.



Επεξηγήσεις

νιν:το υνί
σπάθη:εξάρτημα του κυπριακού αλέτρου
βούλα: η ξύλινη θέση του αρότρου που μπαίνει το υνί
άδρωπος: εξάρτημα του κυπριακού αλέτρου (το μέρος που κρατεί ο γεωργός)
μαμμουρεύκω: καλλιεργώ καλά
σεβάστηκεν, σεβάζομαι: έρχομαι σε συμφωνία

  


[Αν λάχει τζιαι πεθάνω δα τζι εσε΄ςι στη Λυσην πάτε] /Ατσίκκος Γιακουμής



Αν λάχει τζιαι πεθάνω δα τζι εσε΄ςι στη Λυσην πάτε
να μου τη τη σιαιρετήσετε
Τζιαι να την αρωτήσετε
αν κόμα μ΄αθθυμάται
Έσσω της εγεννήθηκα
Εξήντα δκυο γρονών εγίνηκα
με τα πολλά καλά της
Τότε αισθάνομουν χαρά
Αμμά μας πρόσφυγας τωρά
σύνορα μακριά της
Θεέ μου δώς μου πομονήν κουράγιον πέρκι ζήσω
στο σπίτι που γεννήθηκα τζιαι θέλω να γυρίσω
Την εκκλησιάν την όμορφη της Λύσης ν΄αντικρίσω
Ελεύθερος χαρούμενος να μπώ να προσσυνήσω.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

[Φτώσια] / Ατσίκκος Γιακουμής

Φτώσια πού  εγεννήθηκες ποιοι ήτουν οι γονιοί σου
ποιοί ήτουν οι δασκάλοι σου, ποια  ήτουν η φυλή σου;
Τζιαι τζείνου ποννά ορκιστείς κατύσσιη της ζωής του
μέραν καλή πκιον εν θωρεί, κανεί σε πκιον κρεμμίστου

Ο ΠΠΑΡΑΣ / Ατσίκκος Γιακουμής

Ππαρά ποιος σε πρωτόπλασε
που ναν’ καταραμένος
στην πίσσα τζιαι στην κόλαση
τζιει μέσα ναν’ χωσμένος
ππαρά χτίζεις, χαλάς τον κόσμο αναγείρνεις
κάμνεις πολέμους σκοτωμούς
τζιαι κλάματα κουρτίζεις
πολείς, γοράζεις πλάσματα
τα πάντα καταστρέφεις
πατρίδα πίστη τζιαι τιμή κάθε καλό ξιστρέφεις

[Είμαι στραός, αγράμματος] / Ατσίκκος Γιακουμής

Είμαι στραός, αγράμματος κουλούτζιν εγ γαίζω
Μάχω ναν φως μες στη κκελλέν κοντά μου το τζιοιμίζω
δείγνει μου στράταν παρπατώ τζιαι βκαίνω τζιαι γυρίζω
με δίχως πέτρες τζιαι πηλόν δίχως αρκάτες κτίζω
σπίθκια κονάτζια ξώπρωτα μάλιμ μου που το ρίζω

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

[Έντεκα γρόνους ] / Ατσίκκος Γιακουμής

Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν
νυχτοξημερωννούμαστιν τζι’ άγρυπνοι καρτερούμεν
να ξαναπάμεν έσσω μας, τζει κάτω να ταφούμεν.
Βρίσκουσιν τρόπους, κάθονται εις τες συνομιλίες,
μα λύσην ’εν ι-βρίσκουσιν, πιντώννουν τες αιτίες.
Οι ξένοι πάντα μάχουνται για το δικόν τους κκιάρι
τζιαι μας ’δα κάτω να τα βρουν ―πετσίν, τζι’ άλλοι τομάρι.
Όπου αγάπη τζι’ ο Θεός, οι πρωτινοί λαλούσι,
έτσι έχουν μιαν δύναμιν τζιαι τ’ άδικον νικούσι,
τούτ’ εν’ η στράτα η καλή, τζι’ ούλλοι μας να τη[ν] δούμεν,
ατ τ’ ’εν να λείψ’ η προσφυγιά τζιαι να ξαναστραφούμεν
στα σπίθκια μας που καρτερούν, τζι’ ειρήνικά να ζιούμεν.