Η Αππωμένη
Λαλεί ο πετεινός τζι εν ι-ξυπνά
δρώννει ‘ποδρώννει μες τα μαξιλάρκα
παραμιλά
«Πο ‘ννά ‘ρτεις βάλε φορεσιάν!»
δρώννει ‘ποδρώννει μες τα μαξιλάρκα
παραμιλά
«Πο ‘ννά ‘ρτεις βάλε φορεσιάν!»
ως τζαι μες τ’όρομαν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
ως τζαι τον πετεινόν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
ως τζαι τον πετεινόν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
Φέγγει το πρώτον φως
φέγγει το μεσομέριν
«Νά ‘ρτεις με φορεσιάν!»7
Τζι είπασιν κάτιχωρκανοί
ότι ακουστήν τρεις φορές ο πετεινός που παραμίλαν μες τα
πίτουρα
ότι ακούστην να λαλεί
«Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν!»
φέγγει το μεσομέριν
«Νά ‘ρτεις με φορεσιάν!»7
Τζι είπασιν κάτιχωρκανοί
ότι ακουστήν τρεις φορές ο πετεινός που παραμίλαν μες τα
πίτουρα
ότι ακούστην να λαλεί
«Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν!»
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
αππωμένη: κακομαθημένη, αυτή που κάνει νάζια
δρώννει: ιδρώνει
φορεσ̌ιάν: κουστούμι
εκαούρτισεν: καβούρδισε
χαράς το κακόν: μα τι κακό είναι αυτό!
δρώννει: ιδρώνει
φορεσ̌ιάν: κουστούμι
εκαούρτισεν: καβούρδισε
χαράς το κακόν: μα τι κακό είναι αυτό!
***
Η Καρτάνα
Τζαι μάνα μου χαρώ σε
τζαι λαμπρόν να σε κάψει
τζαι σκάφτει σου τον λάκκον σου
τζαι κάθεται πά’στα φκιά σου
γιατί εν καρτάνα που γεννησιμιού της.
τζαι λαμπρόν να σε κάψει
τζαι σκάφτει σου τον λάκκον σου
τζαι κάθεται πά’στα φκιά σου
γιατί εν καρτάνα που γεννησιμιού της.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
καρτάνα: ραδιούργα, κακιά
λαμπρόν: φωτιά
φκια: αυτιά
λαμπρόν: φωτιά
φκια: αυτιά
***