Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΑΜΜΑΤΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΟΥΣ



Τον άντραν της εθάψαν τον, την ίδιαν ημέρα,
τζι’η Μαρικκού πιον σκέφκεται, πώς θα τα φκάλει πέρα,
μ’έναν μωρόν εφτά χρονών, που δεν θά σιει πατέρα; .

Η Μαρικκού με βάσανα, τζιαι πίκρες εν χορτάτη!
Πριν πέντε χρόνια έχασεν, το έναν της αμμάτι,
τζι’εν η καρκιά της με καμούς, πραγματικά γεμάτη!

Τωρά η μοίρ’ αλύπητα, πάλε ξαναχτυπά την!
Επήρεν της τον άντραν της, τζι’άφηκεν την σιειράτην,
τζιαι μια ζωή με βάσανα, τζιαι πίκρες καρτερά την.

Εις την ζωήν που βρίσκεται, αβέβαιη μπροστά της,
τον γιον της τον Κωστάκην της, εν νάσιει πιον κοντά της,
που πρέπει τούτη να σταθεί, ποδά τζιαι δα προστάτης.

Τζι’αφόσον με τον Κώσταν της, μόνοι τους πιον εμείναν,
επήεν τζι’έπιασεν δουλειάν, από τον πρώτον μήναν,
εις το σκολείον του Κωστή, μέσα εις την καττίναν.

Όμως ο γιος της, της λαλεί, τζιαι θέμα επιμένει,
μπροστά στους άλλους μαθητές, να φέρνεται σαν ξένη,
γιατί αντρέπεται να πει, μάνα του ότι ένει!

Είπεν μανά αντρέπουμαι, πάρα πολλά για σένα,
διότι οι συμμαθητές, ούλοι τους ως τον ένα,
εν να λαλούν τούτη στραβή, εν μάνα μου εμένα.

Η Μαρικκού πληγώθηκεν, μα όμως συνεχίζει,
στο σπίτι τον Κωστάκην της, μ’αγάπην να φροντίζει,
μα στο σκολείον έδειχνεν, πως δεν τον ηγνωρίζει.

Επέρασεν η Μαρικκού, μαράζια μεν ρωτήσεις!
Εσάριζεν, σφουγγάριζεν, σπίθκια επιχειρήσεις,
τζιαι σπούδασεν τον τελικά, με σιλιες δκυο στερήσεις.

Τζιαι ο Κωστής κάποια στιγμήν, εγνώρισεν την Ξένια,
που πότ’ εν να την παντρευτεί, ήσιεν για μόνην ένοια,
αμμά να πέψ’ αντρέπετουν, την μάναν του προξένια.

Σιγά–σιγά την μάναν του, αρκέφκει τζιαι μισά την!
Τα πλάσματα εν πλούσια! Το σπίτιν τους παλάτιν!
Πως εν να πέψει μιαν στραβήν, προξένια μ’ένα μμάτιν!

Αφού προβληματίστηκεν, τζι’αφού καλά το σκέφτην,
τζι’αφού την Ξένιαν πράγματι, παράφορα ρωτεύτην,
μόνος του την εζήτησεν, τζιαι τελικά παντρεύτην.

Η μάνα κλαίει τζιαι πονεί! Που τον καμόν εκάει!
Ο γιος της επαντρεύτηκεν, δεκαεφτά του Μάη,
τζι’ούτε που της επέτρεψεν, στον γάμον του να πάει.

Ο Κώστας επροόδεψεν, χωρίς κανένα ζόρι,
έκαμεν με την Ξένιαν του, δκυο γιούες τζιαι μιαν κόρη,
όμως η μάνα του να πα, έσσω του εν ημπόρει,

Τα δκυο σου πόδκια είπεν της, έσσω μου εν θα μπούσιν!
Μ’έναν αμμάτιν άμανα, ένθελω να σε δούσιν,
οι γιούες μου τζι” κόρη μου, γιατ’εν να φοηθούσιν.

Που το μαράζιν το πολλύν, λειώννει η καημένη,
γιατί το ξέρει δυστυχώς, εν καταδικασμένη,
στην νύφην τζιαι στ’αγγόνια της, να παραμείνει ξένη.

Μέχρι που μιαν Κυριακήν, την πολλοπικραμμένη,
ήβρεν την μια γειτόνισσα, ονόματι Ελένη,
ανήμπορην να σηκωστεί, τζιαι μισοπεθαμμένη.

Ελένη, εμουρμούρισεν, τζιαι λούθηκεν το κλάμα,
στον γιον μου τον Κωστάκην μου, κάμνω σου τουν το τάμα,
άμα πεθάνω τζι’ήστερα, να δώκεις τουν το γράμμα.

Τζι’η Μαρικκού τ’άλλον πρωίν, πάει να ησυχάσει!
Επέθανεν τζιαι θάψαν την, επήεν πιον να πνάσει,
τζι’έπιαν τζι’ο γιος το γράμμαν της, τζι’αννεί το να δκιαβάσει.

Εδκιάβασεν το μ’άμελλεν ο Κώστας να βοβώσει!
Εγείνηκεν ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσει,
τζι’αν του καχίσκαν μασιαιρκάν, έν ήταν να την νώσει.

Έγραφεν του η μάνα του, με λόγια πονεμένα,
πάντα ελάλες με στραβήν, γιε μου εσού εμένα,
μαν εδιερωτήθηκες, γιατ’είχα μόνον ένα!

Τότες θα ήσουν γιόκκα μου, δύο χρονών τζιαι κάτι,
που έπαιζες τζιαι κόντεψες, στου λάκκου τ’αλακάτι,
τζιαι γύρισεν τζιαι σούφκαλεν, το έναν σου αμμάτι.

Επήραμεσσε στους γιατρούς, τους πιο καλούς του κόσμου,
γιατί εγιώ το θέλησα, μάρτυρας ο Θεός μου,
να δώκω τόναν μου εγιώ, για νάσιει δκυο ο γιος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου