Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παναγιώτου Ευτυχία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παναγιώτου Ευτυχία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια / Παναγιώτου Ευτυχία

χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.

ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά

τρυπιέται απ’ το μυαλό.

ίσως κάτι συνταρακτικό

όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα


             — εγκάθετη

             μελωδία σε σύστημα τυφλό.

χέρι μέσα σε χέρια

κι ένα κλικ

επώδυνο,

             μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.

εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.

θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·

νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.



ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις

μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.


αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,

έναν τρυποκάρυδο πιστό,

παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,

λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.

(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.

ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.

βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,

κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),

τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα


αυτό που δεν μπορώ να δω


το λένε χαρά


(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές

γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)

μια λέξη μου —π’ αγωνιά κι όλα πάλι συσκοτίζονται.


η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα


κάτι αδύνατο να ειπωθεί

ειλικρινά

ανθρώπινο εντελώς.

Ευτυχία Παναγιώτου (βιογραφικά στοιχεία)

Η Ευτυχία Παναγιώτου (1980) γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράζει ποίηση, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά. Η ίδια έχει μεταφράσει τα "Ερωτικά ποίηματα" της Ανν Σέξτον, καθώς και ποιήματα της Ανν Κάρσον. 

Έγραψε τα βιβλία ποίησης 

  •  "Μέγας κηπουρός" (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) και
  •  "Μαύρη Μωραλίνα" (Κέδρος, 2010)
  • Χορευτές / 2014 / Κοινωνία των (δε)κάτων

Μπορείτε να επισκεφτείτε και την σελίδα: https://exwtico.wordpress.com/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1/

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Μέγας κηπουρός : Ποιητική Συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007

ARS POETICA
κανείς δεν είδε το μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα.
έφευγε απ' το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ' ένα
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά -δεν
το 'ξερε κανείς- μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών.
τότε ήταν που αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.


ΚΑΙ ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ

τη νύχτα έρχονται οι σκέψεις
πλανόδιοι λειτουργοί και μύστες.
με αποφεύγουν τη μέρα όταν χλομή
ξυπνώ απ' τη λήθη
ενώ το βράδυ κάνουν κύκλους στον λευκό
ουρανό -πίσω μού κρατάνε τα χέρια.
με γδύνουν, με βιάζουν, με περιγελούν,
τη νύχτα, όταν έρχονται, παραμονεύουν
πρώτα μην είναι άλλος κανείς
στο προσκεφάλι μου
έρωτας ή τρέλα.

Μαύρη Μωραλίνα: Ποιητική Συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου / Κέδρος, 2010





κοιτάξτε τη Μωραλίνα 
έχει κόψει τα μαλλιά της
κλαίει με το πάθος της κυρίας 

Μοντιλιάνι
κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης 

που χάθηκε Οκτώβριο μήνα
όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη 

αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου
ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει
με ανάπηρους φθόγγους των πουλιών
νεκρόφιλος κανείς δεν είναι



***

ανθρωπογραφία της Francesca Woodman, Αμερικανίδας
φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε στα 22 της, θέτοντας
τέλος στο ταλέντο της

μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια.
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα


             — εγκάθετη
             μελωδία σε σύστημα τυφλό.
χέρι μέσα σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
             μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.
εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.



ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.


αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα


αυτό που δεν μπορώ να δω


το λένε χαρά


(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη μου —π’ αγωνιά— κι όλα πάλι συσκοτίζονται.


η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα


κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά

ανθρώπινο εντελώς.

«Χορευτές», Ποιητική Συλλογή της κας Ευτυχίας Παναγιώτου, / εκδόσεις Κέδρος, 2014

Η απόπειρα της ελευθερίας

Με τρύπιο το σώμα, το φιτίλι να τρέμει,
το ποίημα πυροτεχνουργός.
Μαύρες τολύπες το ξετίναξαν. Οι Μοίρες
παίζανε
γεμάτο ζάρι
-Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο-
την τύφλα τους λευκό κουτσό.
Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.
Μά μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.
Τα παιδικά σου μάτια θυμούνται
μια έκρηξη. Τον πυρετό
που ανέβαινε
των πεθαμένων.
Ακούς από κάτω
το γδαρμένο γυαλί-

***

Οι υφάντρες

Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.
Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε· δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.
Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.
Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.



***
Λίγο πριν σηκωθείς  
Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βάλς.
Κι αν την κορόνα σού έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής˙
στα γόνατα είχε πέσει


***
Τόσα κορμιά χαϊδέψαμε
στο χαμίνι του πατρικού κλήρου.
τα μυρωμένα μας μέλη ακόμα γλιστρούν
το ’να μες στ’άλλο μουδιασμένα
και το κέντημα της ηδονής μας, νωπό,
πλέκει ένα πρόσωπο,
που είναι η ζωή μας.


«Αν(ν)» / Παναγιώτου Ευτυχία

«Αν το ποίημα είναι ένα αίνιγμα.
Αν η λύση υπάρχει και κάποιος φωνάζει Πρέπει να τη βρεις.
Αν αυτός που φωνάζει δεν είναι το ποίημα, κι ο ποιητής απουσιάζει.
Αν είσαι εσύ, μα ως αναγνώστης δεν έχεις το κλειδί.
Αν όμως το κλειδί υπάρχει, Πρέπει να ψάξεις.
Αν το να ψάχνεις σημαίνει να παρατηρείς τον άντρα δίπλα σου.
Αν ο άντρας δίπλα σου είναι ο σύζυγος και τον ρωτάς Πού είναι τo κλειδί;
Αν το ερώτημα Πού είναι το κλειδί; προκαλεί αναστάτωση.
Αν το ποίημα χάνει τον έλεγχο, γίνεται στιχομυθία (κάπως ρευστή).
Αν στη στιχομυθία τα «πάντα ε», και ο άντρας γίνεσαι εσύ, η γυναίκα εκείνος.
Αν πρέπει να επιλέξεις, θα επιλέξεις να είσαι η γυναίκα.
Αν πρέπει να επιλέξει, θα επιλέξει να είναι ο άντρας (πάντως όχι ο σύζυγος).
Αν έχει επιλογή, θα επιλέξει βεβαίως την ερωμένη.
Αν η στιχομυθία απαιτεί ρόλους, τότε εσύ είσαι ο θύτης, εγώ είμαι το θύμα.
Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι Το κλειδί το έχεις εσύ.
Αν ο άντρας δίπλα σου χάρισε το κλειδί στη λάθος γυναίκα.
Αν της είπε μια ρήση του Πρόδικου: «Αν διπλασιαστεί η επιθυμία είναι έρωτας, αν διπλασιαστεί ο έρωτας γίνεται μανία».
Αν εκείνη τού απάντησε με στίχο της Αν(ν) Κάρσον: «Αν διπλασιαστεί η μανία γίνεται γάμος».
Αν ο έρωτας σε ωθεί στο γάμο. Αν ο γάμος σε εξωθεί στον έρωτα.
Αν το να είμαστε άντρες και γυναίκες σε ένα ποίημα με στιχομυθία όπου ψάχνουμε ένα κλειδί αποτελεί ένα αίνιγμα σχετικά με το γάμο.
Αν το να ψάχνεις λύση στο αίνιγμα είναι ένας δρόμος στρωμένος με κλάμα.
Αν βρεις στις λέξεις της «ένα χάσμα στο δράμα το δράμα είσ’ εσύ».
Αν το να κλαις και να κλαις σημαίνει πως το ποίημα το αισθάνεσαι.
Αν το ποίημα δεν πρέπει μόνο να το αισθάνεσαι μα και να το κατανοείς, πρέπει να ψάξεις Πιο πολύ.
Αν το να ψάχνεις πιο πολύ σημαίνει ν’ αποκρυπτογραφείς λέξεις.
Αν το ν’ αποκρυπτογραφείς λέξεις είναι μεταφυσική.
Αν η ποίηση είναι ένα ον, «ἀεί ἀπορούμενον καὶ ζητούμενον», είπε ο Αριστοτέλης.
Αν ψάχνεις για ένα αίνιγμα που λέγεται ποίημα, πρέπει να αναβάλεις το γάμο, που είναι, ούτως ή άλλως, ένα αίνιγμα.
Αν το ποίημα είναι σε ξένη γλώσσα, πώς να μιλήσεις με λέξεις.
Αν ένα ποίημα– είναι ένα όνομα».

το χάρισμα / Παναγιώτου Ευτυχία

εμείς δεν είχαμε δει την ουτοπία;                                                           ξημέρωνε η αγάπη
τα πέλματά μας είχαν πυροδοτήσει έκσταση.                                   και χάναμε ηδονικά
                                                                           
                                                                    το φως μας

μα όσο η μουσική το πάτωμα έκαιγε
όσο οι ήχοι τα μέσα μας άναβαν
τόσο τα πλήθη γύρω πάγωναν, τόσο ο ουρανός σκοτείνιαζε
κι ένας αγκώνας αίφνης πετάχτηκε να μας χωρίσει.

σ' έστρεψε μακριά μου.
όλο μίκραινες, όλο αναρροφιόσουν
και σε δάγκωνα να μείνεις, ολόκληρο σ' έσερνα απ' το μανίκι
μέχρι που έφτασες να γίνεις ίσος με μια τελεία.
τα τεντωμένα μου δάχτυλα βρήκαν το ρούχο αδειανό.




κούφιο χέρι
η καημένη η μαμά σκυμμένη πνίγει ένα λυγμό
ο μπαμπάς ράβεται κοστούμι τη συγγνώμη
κι εγώ κορίτσι στα δεκαπέντε, με τις πλάτες γυρισμένες,
παρακολουθώ απ' το τζάμι τη βροχή.

κάτι είχε από καιρό συμβεί.

θυμάμαι μόνο
μπαλόνια


μαμά μπαμπά κοίτα ένα μπαλόνι, τα μπαλόνια είν' ωραία, οι άνθρωποι είν' ωραία μπαλόνια φεύγουν οι άνθρωποι φεύγουν στον ουρανό μπαλόνια στα χέρια τους μπαλόνια - — 


το δικό μου χέρι έμμονο, γράφει

                                                       για εκρηκτικά
με διαύγεια στο τίποτα
με ουτοπία στις φλέβες

απασφαλίζει το κάτω μου κουμπί.
το λες αυνανισμό αντιρρησία και

γελάει, το κοριτσάκι γελάει, εμείς γελάμε, είμαστε, μόνοι εγώ κι εσύ.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

σας δίνει το ελεύθερο / Παναγιώτου Ευτυχία

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.

κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.

με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.



και πυροβολούν αλύπητα.

κανείς δεν με βρίσκει.


εστιάζουν σε ό,τι λέγεται

—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—

και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.


εγώ όμως ζω

— χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.


σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.

για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα 

ό,τι αξίζει.


κάπως έτσι αναπνέω.

πώς να το πω απλά;


μέσα στον κόσμο χάνεις

μόνο νύχτες.