Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αχνιώτης Χαμπής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αχνιώτης Χαμπής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

ΤΟ ΜΕΤΩΠΟΝ ΣΟΥ ΝΑΝ ΨΗΛΑ / Αχνιώτης Χαμπής


Γιέ μου τωρά που μιάλυνες, ελα δαμέ τζιαι κάτσε,
τζι’αφού το ξέρεις σ’αγαπώ,
άκουσε πρώτα τι θα πώ,
τζιαι σκέφτου πιον τζιαι πράξε.
Θκίαλεξε τζαι με προσοχήν, την στράταν πουν να πιάεις,
γιατ’η ζωή ειναι καλή,
αν έσιεις νου στην τζεφαλή,
όπου ξεβείς τζιαι πάεις.
Όπως σε ξέρω ως τωρά, εθ θέλω να αλλάξεις!
Νάσιεις την σοβαρότηταν,
τζιαι πάντα τιμιότηταν,
όπου τζιαι να θκιαλλάξεις.
Για πάντα σου τους φίλους σου, θκιάλεε έναν έναν,
τζι’αν θέλεις κάμε εκατόν,
όμως αν ειναι δυνατόν,
καλλύττερους που σέναν.
Πόφευκε όσους μάχουνται, με την παρανομίαν!
Που κάμνουν ξηλωσίματα,
τζιαι έχουσιν μπλεξίματα,
με την αστυνομίαν.
Μακρά που τα ναρκωτικά, μακρά που συμμορίες,
μακρά που τα παλιόπαιδα,
που μπαίννουν μες τα γήπεδα,
τζιαι κάμνουν φασαρίες
Να μεν ημπλέξεις πούποτε, κρώστου τζαι μέν του γέρου,
τζι’αν δείς κακόν να σε τραβά,
κάμε τ’αμμάθκια τα στραβά,
τζιαί ρέξε τζιείττεμέρου.
Οι πράξεις μας ναν τίμιες, να μεν ηπροσβαρτούμεν,
για πάντα μας περήφανοι, σαν τύχει να λαλούμεν,
για μιάν τιμήν τζι’υπόληψην, στον κόσμον τούτον ζιούμεν.
Χαμπής Αχνιώτης

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΑΜΜΑΤΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΟΥΣ



Τον άντραν της εθάψαν τον, την ίδιαν ημέρα,
τζι’η Μαρικκού πιον σκέφκεται, πώς θα τα φκάλει πέρα,
μ’έναν μωρόν εφτά χρονών, που δεν θά σιει πατέρα; .

Η Μαρικκού με βάσανα, τζιαι πίκρες εν χορτάτη!
Πριν πέντε χρόνια έχασεν, το έναν της αμμάτι,
τζι’εν η καρκιά της με καμούς, πραγματικά γεμάτη!

Τωρά η μοίρ’ αλύπητα, πάλε ξαναχτυπά την!
Επήρεν της τον άντραν της, τζι’άφηκεν την σιειράτην,
τζιαι μια ζωή με βάσανα, τζιαι πίκρες καρτερά την.

Εις την ζωήν που βρίσκεται, αβέβαιη μπροστά της,
τον γιον της τον Κωστάκην της, εν νάσιει πιον κοντά της,
που πρέπει τούτη να σταθεί, ποδά τζιαι δα προστάτης.

Τζι’αφόσον με τον Κώσταν της, μόνοι τους πιον εμείναν,
επήεν τζι’έπιασεν δουλειάν, από τον πρώτον μήναν,
εις το σκολείον του Κωστή, μέσα εις την καττίναν.

Όμως ο γιος της, της λαλεί, τζιαι θέμα επιμένει,
μπροστά στους άλλους μαθητές, να φέρνεται σαν ξένη,
γιατί αντρέπεται να πει, μάνα του ότι ένει!

Είπεν μανά αντρέπουμαι, πάρα πολλά για σένα,
διότι οι συμμαθητές, ούλοι τους ως τον ένα,
εν να λαλούν τούτη στραβή, εν μάνα μου εμένα.

Η Μαρικκού πληγώθηκεν, μα όμως συνεχίζει,
στο σπίτι τον Κωστάκην της, μ’αγάπην να φροντίζει,
μα στο σκολείον έδειχνεν, πως δεν τον ηγνωρίζει.

Επέρασεν η Μαρικκού, μαράζια μεν ρωτήσεις!
Εσάριζεν, σφουγγάριζεν, σπίθκια επιχειρήσεις,
τζιαι σπούδασεν τον τελικά, με σιλιες δκυο στερήσεις.

Τζιαι ο Κωστής κάποια στιγμήν, εγνώρισεν την Ξένια,
που πότ’ εν να την παντρευτεί, ήσιεν για μόνην ένοια,
αμμά να πέψ’ αντρέπετουν, την μάναν του προξένια.

Σιγά–σιγά την μάναν του, αρκέφκει τζιαι μισά την!
Τα πλάσματα εν πλούσια! Το σπίτιν τους παλάτιν!
Πως εν να πέψει μιαν στραβήν, προξένια μ’ένα μμάτιν!

Αφού προβληματίστηκεν, τζι’αφού καλά το σκέφτην,
τζι’αφού την Ξένιαν πράγματι, παράφορα ρωτεύτην,
μόνος του την εζήτησεν, τζιαι τελικά παντρεύτην.

Η μάνα κλαίει τζιαι πονεί! Που τον καμόν εκάει!
Ο γιος της επαντρεύτηκεν, δεκαεφτά του Μάη,
τζι’ούτε που της επέτρεψεν, στον γάμον του να πάει.

Ο Κώστας επροόδεψεν, χωρίς κανένα ζόρι,
έκαμεν με την Ξένιαν του, δκυο γιούες τζιαι μιαν κόρη,
όμως η μάνα του να πα, έσσω του εν ημπόρει,

Τα δκυο σου πόδκια είπεν της, έσσω μου εν θα μπούσιν!
Μ’έναν αμμάτιν άμανα, ένθελω να σε δούσιν,
οι γιούες μου τζι” κόρη μου, γιατ’εν να φοηθούσιν.

Που το μαράζιν το πολλύν, λειώννει η καημένη,
γιατί το ξέρει δυστυχώς, εν καταδικασμένη,
στην νύφην τζιαι στ’αγγόνια της, να παραμείνει ξένη.

Μέχρι που μιαν Κυριακήν, την πολλοπικραμμένη,
ήβρεν την μια γειτόνισσα, ονόματι Ελένη,
ανήμπορην να σηκωστεί, τζιαι μισοπεθαμμένη.

Ελένη, εμουρμούρισεν, τζιαι λούθηκεν το κλάμα,
στον γιον μου τον Κωστάκην μου, κάμνω σου τουν το τάμα,
άμα πεθάνω τζι’ήστερα, να δώκεις τουν το γράμμα.

Τζι’η Μαρικκού τ’άλλον πρωίν, πάει να ησυχάσει!
Επέθανεν τζιαι θάψαν την, επήεν πιον να πνάσει,
τζι’έπιαν τζι’ο γιος το γράμμαν της, τζι’αννεί το να δκιαβάσει.

Εδκιάβασεν το μ’άμελλεν ο Κώστας να βοβώσει!
Εγείνηκεν ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσει,
τζι’αν του καχίσκαν μασιαιρκάν, έν ήταν να την νώσει.

Έγραφεν του η μάνα του, με λόγια πονεμένα,
πάντα ελάλες με στραβήν, γιε μου εσού εμένα,
μαν εδιερωτήθηκες, γιατ’είχα μόνον ένα!

Τότες θα ήσουν γιόκκα μου, δύο χρονών τζιαι κάτι,
που έπαιζες τζιαι κόντεψες, στου λάκκου τ’αλακάτι,
τζιαι γύρισεν τζιαι σούφκαλεν, το έναν σου αμμάτι.

Επήραμεσσε στους γιατρούς, τους πιο καλούς του κόσμου,
γιατί εγιώ το θέλησα, μάρτυρας ο Θεός μου,
να δώκω τόναν μου εγιώ, για νάσιει δκυο ο γιος μου.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ / Χαμπής Αχνιώτης


Μάνα το ξέρω τρέχουσιν, μαύρα τα δάκρυα σου,
για μέναν τόσα πέρασες,
τζι΄όμως τωρά που γέρασες,
βρίσκουμε μακριά σου.
Όμως τζιαν είμαι μακρυά, μάνα μ’αγαπημένη,
την δική σου την μορφήν,
έχω την μέσα μου κρυφήν,
μες την καρκιάν χωσμένη.
Μάνα τζιαν είμαι μακρυά, τζι’η ξενιδκιά με τρώει,
τζιαι αν τον νου μου χάννω τον,
τον γιόκκα σου ξιχάννω τον,
αλλά εσέναν όϊ !!!
Για μέναν είσαι μάνα μου, σ’ορκίζουμαι στο φως μου,
από χαμέ ως την κορφή,
η ωραιόττερη μορφή,
ολόκληρου του κόσμου.
Μάνα θυμούμαι λάλες μου, στον τόπον μου ανήκω,
τζι’ούτε που το φαντάζεσουν,
τζιαμέ που με χρειάζεσουν,
να φύω να σ’αφήκω.
Για μέναν ξέρω μάνα μου, τζιαι την ζωήν χαρίζεις,
μ’άμα τον κόσμον γύρισα,
εσυνειδητοποίησα,
πόσον πολλά αξίζεις.
Μάνα μου κάμε πομονήν, τζιαι πάλε ννάρτω πίσω,
πόξω που τα ξωπόρκια σου,
θα ππέσω εις τα πόδκια σου
συγνώμην να ζητήσω.
Τζι’άμα τα σιέρκ’αννοίξω τα, τζιαι πω συχώρισέ μου,
στην αγκαλιάν μου εν να μπεις,
τζιαι ξέρω μάνα θα μου πεις,
νάσαι καλά χρυσέ μου.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Χαμπής Αχνιώτης:Ποιητής που γράφει δημοτική ναι είναι ποιητής αλλά όχι Κύπριος Λαϊκός ποιητής.

  

ΚΥΠΡΟΣ ΜΟΥ

Τους σκλαβομένους τόπους σου,ποττέ μόν τους ξιχάννω.        
Το μόνον πράμαν που ποθώ,
κοντά τους πάλε να βρεθώ,
θέλω προτού πεθάνω.

Στα σκλαβομένα μέρη σου,θέλω να πάω πίσω.
Στες στράτες π΄αναγιώθηκα,
Θεέ μου ν΄αξιώθηκα,
να ξαναπαρπατήσω.

Παιδκιά μου στούντα χώματα,πουν πάντ΄αγαπημένα,
που βρίσκουντε εις τον βορκά,
εχουμεν κάμποσα χωρκά,
τωρά πουν σκλαβομένα.

Είπα σας το πολλές φορές,να σας ξαναθυμήσω.
Λεύτερα θ΄άναι γλήορα,
τζιαι τότες ούλοι σίουρα,
θέλω να πάτε πίσω.

Εγιώ παιδκιά μου γέρασα. Τα πόδκια μόν κρατούσιν.
Μπορεί να είμαι τζιαι νεκρός,
άμα θα έρτει ο τζιαιρός,
για να λευτερωθούσιν.

Για τούτον φήννω σας ριτζιάν,αν τύχει τζιαι πεθάνω,
έθ θελω να με θάψετε.
Ξύλα παιδκιά μου ν΄άψετε,
τζιαι βάρτε με που πάνω.

Τζι΄άμα θα κρούσω να γινώ,σταχτός χαμέ ππεμένος,
σωρέψετε μ΄ως το κουτσιή,
τζιαι γιώ να πάω που ποτζιεί,  
ασσέν τζιαι πεθαμμένος.

Βόρτε με σ΄έναν μαστραππίν,παιδκιά μ΄αγαπημένα,
τζι΄άμα θα έρτει ο τζιαιρός,τα Τουρκοπατημένα,
πίσω για να τα πιάσετε,
όϊ να με ξιάσετε,
επάρτε με τζιαι μένα.

Τζιαι φκάρτε λούκκον ξέβαθον, στο σιος μιας αροδάφνας,
τζιαι βάρτε μέσα τον σταχτό,
για πάντα πιον να νεπαφτώ,
στα χώματα της Άχνας.

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

Ο Χαμπής ο Αχνιώτης γεννήθηκε στο χωριό Άχνα της επαρχίας Αμμοχώστου στις 5/11/1948. Με την Κυπριακή Λαϊκή Ποίηση ασχολείται από μικρός, όμως συστηματικά άρχισε να γράφει μετά την εισβολή όπου και πήρε το όνομα Χαμπής Αχνιώτης. Κατάγεται από πολύ φτωχή οικογένεια και έχει περάσει πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Ως ποιητής έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, όλες γραμμένες στην Κυπριακή Διάλεκτο. Είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές πένες της Λαϊκής Κυπριακής Ποίησης και είναι βαθειά ερωτευμένος με την Λαική Παράδοση της Μεγαλονήσου.   Δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος από την εξέλιξη της Λαικής Κυπριακής Ποίησης αφού όπως ο ίδιος παρατηρεί εύστοχα: «…τη στιγμή που φαίνεται ένας νέος ποιητής πεθαίνουν δυο παλιοί…» Θα περίμενε ειδικά κίνητρα από την Πολιτεία ώστε οι νέοι της Κύπρου να έχουν την δυνατότητα να ασχοληθούν με το είδος αυτό της Ποίησης. Ο ίδιος πάντως θα συνεχίσει να γράφει Λαική Ποίηση. «….γιατί ο κύκλος του ποιητή κλείνει μόνο με τον θάνατο του.» επισημαίνει χαρακτηριστικά.  Σήμερα ζει στο Ζύγι, είναι νυμφευμένος με την Ελένη Σεβερή με την οποία απέκτησε δυο παιδιά τον Μάριο και την Θέκλη.
Τον ευχαριστούμε που δέχτηκε να παραχωρήσει αυτή την συνέντευξη και να μέσα από τις ουσιώδεις απαντήσεις του, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του.


1.     Ξεριζωμένος λοιπόν στην ίδια σας την Πατρίδα. Πρόσφυγας όπως χιλιάδες άλλοι πατριώτες. Σαράντα χρόνια μετά, αν και ο χρόνος επουλώνει τις πληγές, ο πόνος της χαμένης Πατρίδας παραμένει. Πόσο έχει επηρεάσει  αυτή η ανοικτή πληγή την ποίησή σας;
Ο ξεριζωμός και η προσφυγιά επηρέασαν την ποίηση μου τόσο που για τον χωριό μου, για τον πόθο της επιστροφής, και γενικά για την προσφυγιά έγραψα αρκετά ποιήματα.
2.     Εραστής της Λαικής Κυπριακής ποίησης, ασχολείστε με αυτή από πολύ μικρός . Πως γεννιούνται τα ποιήματά σας. Ποια εσωτερική  δύναμη ξεπηδά μέσα από την ψυχή σας και μετουσιώνει τον κόσμο σας σε στίχους;
Τα θέματα των ποιημάτων μου τα παίρνω από δικά μου βιώματα, από τη ζωή της υπαίθρου, από καταστάσεις της καθημερινής ζωής, έχω γράψει επίσης θρησκευτικά ποιήματα, γνωμικά και άλλα…
3.     Γράφετε στην Κυπριακή Διάλεκτο. Ένα γλωσσικό ιδίωμα που δεν διδάσκεται, όπως φυσικά  και όλοι οι διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσας. Και παλαιότερα σπουδαίοι Κύπριοι Ποιητές (Λιπέρτης, Μαρκίδης, Μαυρίδης Νίκος, Μιχαηλίδης Βασίλης,  ακόμα και ο Κ. Μόντης κ.αλ) έγραψαν ποιήματά τους στην Κυπριακή Γλώσσα. Πιστεύεται ότι εάν γραφεί Λαϊκή Ποίηση στην Κύπρο, στην Δημοτική θα χάσει την ισχύ της. Η δύναμή της είναι η Κυπριακή Διάλεκτος;
Θα μπορούσα να γράψω και στη δημοτική με την ίδια ευκολία, όμως μου αρέσει να γράφω πάντα στην Κυπριακή διάλεκτο. Πιστεύω ο Κύπριος Λαϊκός ποιητής πρέπει να γράφει στην Κυπριακή διάλεκτο. Ποιητής που γράφει δημοτική ναι είναι ποιητής αλλά όχι Κύπριος Λαϊκός ποιητής.
4.     Εσείς έχετε προσπαθήσει να γράψετε Λαϊκή ποίηση στη Δημοτική Γλώσσα; Θα ήταν σαν να αθετούσατε έναν όρκο,  αυτή την σχέση λατρείας που έχετε αναπτύξει με αυτό το είδος ποίησης;
Εγώ έχω γράψει δυο τρία ποιήματα στη δημοτική μετά που  Ελλαδίτες φίλοι μού το ζήτησαν και τα έγραψα έτσι για να τα καταλαβαίνουν πιο καλά, όμως δεν τα περιέλαβα σε καμιά ποιητική μου συλλογή.

5.     Μετά την Τουρκική Εισβολή αλλάξατε το όνομά σας και από Χαμπής Χρυσοστόμου γίνατε Χαμπής Αχνιώτης. Όπως είπατε θεωρείτε έτσι ότι προβάλλετε το χωριό σας. Αντιληφθήκατε κάποιες αντιδράσεις; Οι φίλοι, οι γνωστοί πως υποδεχτήκανε αυτή σας την απόφαση;
Μετά την βάρβαρη Τουρκική εισβολή άλλαξα το όνομα μου και από Χαμπής Χρυσοστόμου, έγινα Χαμπής Αχνιώτης. Αυτό ιδιαίτερα οι χωριανοί μου το δέχτηκαν θετικά γιατί έτσι προβάλλω το χωριό τους.
6.     Περιπλανηθήκατε μετά το 1974 ανά την Κύπρο, μέχρι που κατασταλάξατε στο Ζύγι. Οι συγχωριανοί σας (αν κάνω λάθος διορθώστε με ) επιλέξανε το Δασάκι της Άχνας. Η απόσταση από το κατεχόμενο ερημωμένο χωριό είναι ελάχιστη. Ποιες σκέψεις σας στροβιλίζουν στην θέα των ερημόσπιτων, στην θέα των χορταριασμένων αυλών;
Ως εκ της θέσεως του το χωριό μου είναι ορατό από τις ελεύθερες περιοχές, και ιδικά το σπίτι μου που ευρίσκεται άκρα του χωριού το βλέπω πολύ καθαρά, μισογκρεμισμένο με χορταριασμένη αυλή. Σχετικά με αυτή την κατάσταση έγραψα και ιδικό ποίημα..  ΕΙΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ποιητική συλλογή με την πένναν της καρκιάς, σελίδα 199
7.     Έχετε γράψει 7 ποιητικές συλλογές. Ψάχνοντας για το έργο σας ανακάλυψα τις παρακάτω:
Κυπριακές Ρίμες
Με τον καμόν του γυρισμού
της πέννας μου οι ρίμες
 Με την πένναν της καρκιάς
              Με το γαιμαν της καρκιάς μου

Ποιες είναι οι άλλες δύο;

Όσον αφορά τες εκδόσεις μου,

·        ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΡΙΜΕΣ 1990,  
·        ΝΕΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΡΙΜΕΣ 1993
·        ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΜΟΝ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ 1996,
·        ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΒΟΡΚΑ 2002,
·        ΤΗΣ ΠΕΝΝΑΣ ΜΟΥ ΟΙ ΡΙΜΕΣ 2005, 
·        ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΝΑΝ ΤΗΣ ΚΑΡΚΙΑΣ 2008,
·        ΜΕ ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΗΣ ΚΑΡΚΙΑΣ ΜΟΥ 2010.

8.      Τα ποιήματά σας έχουν μια μελωδικότητα. Μια έντονη μουσικότητα και  προς αυτή την κατεύθυνση βοηθά το μέτρο του  δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Θέλω να σας ρωτήσω για τα  Τσιαττιστά. Τα Τσιατιστά  αποτελούν ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια της Κυπριακής λαϊκής ποιητικής δημιουργίας. Έχετε ασχοληθεί με αυτό το είδος; Γράφετε Τσιατιστά; Συμμετέχετε σε αυτοσχέδιους αγώνες αλλά και σε οργανωμένους;  Θα αποτελούσε στόχο για εσάς η έκδοση κάποιας ποιητικής συλλογής με Τσιατιστά;
Η Κυπριακή λαϊκή ποίηση θα μπορούσα να πω αποτελείται από τα κλασσικά ποιήματα όπου έχουν γράψει όλοι οι Κύπριοι Λαϊκοί ποιητές, από τα αφηγηματικά ποιήματα, δίστιχα και τα τσιαττιστά. Έχω ασχοληθεί με όλα τα είδη αυτά, και έχω και βραβευθεί πολλές φορές σε όλες τες περιπτώσεις. Με τσιαττιστά θα μπορούσα να βγάλω πολλά βιβλία, όμως αντιλαμβάνεσθε ότι επειδή είναι αυτοσχέδια σε διαγωνισμούς, δεν καταγράφονταν δυστυχώς. Ορισμένα τσιαττίσματα που έχουν διασωθεί τα περιέλαβα στην ποιητική μου συλλογή Με το γαίμαν της καρκιάς μου.
9.     Έχετε περάσει στην 7η δεκαετία της ζωής σας. Όλο αυτό το ταξίδι της ζωής, σας πρόσφερε σημαντικές  εμπειρίες, λύπες και χαρές. Ποια γεγονότα της ζωής σας θα χαρακτηρίζατε σαν τα σημαντικότερα; 
Σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου θα έλεγα είναι το ότι στα δεκατέσσερα μου μετοίκισα στο Liverpool στην Αγγλία για δουλειά, στα 18 όταν επέστρεψα και γνώρισα και παντρεύτηκα την γυναίκα μου, η γέννησης των παιδιών μου, και το 1992 όταν σε διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξε το ΡΙΚ και όπου έλαβαν μέρος όλοι οι Κύπριοι ποιητές, πήρα το πρώτο βραβείο.
10.                        Η δημιουργία Λαικής Ποίησης είναι ένα έμφυτο χάρισμα ή μπορεί να αποκτηθεί με σκληρή εργασία;  Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να ισχύουν και τα δύο και να ζούνε αρμονικά. Το χάρισμα θέλει δουλειά για να τελειοποιηθεί. Εσείς τι λέτε;
Η δημιουργία Λαϊκής Ποίησης είναι έμφυτο χάρισμα, το οποίο το οποίο θέλει δουλειά να τελειοποιηθεί.
11.                        Οι Λαικοί Ποιητές της Κύπρου, αισθάνομαι ότι χάνονται. Είναι μια διαπίστωση που εσείς συμμερίζεστε; Υπάρχουν καινούργιες πένες, νέοι άνθρωποι που μπορούν να συνεχίσουν αυτή την παράδοση και να πάνε την Κυπριακή Λαική Ποίηση ακόμα πιο πέρα; Ακόμα πιο μπροστά;
Η Κυπριακή Λαϊκή Ποίηση πιστεύω ότι όσο πάει χάνεται…. Δεν έχουν κίνητρα οι νέοι σήμερα να ασχοληθούν….  Καμιά κυβέρνηση δεν βοήθησε την παράδοση… τη στιγμή που φαίνεται ένας νέος ποιητής πεθαίνουν δυο παλιοί…
12.                        Μπορείτε να μου αναφέρετε κάποιους σημαντικούς λαικούς ποιητές της Κύπρου, πλην των αναγνωρισμένων που προανέφερα σε κάποια πρωτινή ερώτηση;
Αξιόλογοι Κύπριοι Λαϊκοί ποιητές που έφυγαν είναι, ο Κώστας Κατσαντώνης, Χαμπής Κολοκάσης, Καρνέρας και άλλοι…
13.                        Συνεργαστήκατε με το ΡΙΚ ως συγγραφέας  Κυπριώτικων σκετς και συνεργάζεστε ακόμα. Πως και δεν εκδώσατε κάποιο σχετικό βιβλίο με Κυπριακά σκετς;
Έχω γράψει πολλά Κυπριώτικα Σκετς τα οποία έχουν μεταδοθεί από το ΡΙΚ και προβληματίζομαι κατά πόσο πρέπει να τα εκδώσω. Θα πουληθούν άραγε; Θα βγάλω τα έξοδα μου;
14.                        Εκτός όμως από την Λαική Ποίηση της Κύπρου, υπάρχει και η άλλη οδός. Η Λυρική Ποίηση, η Επική, η Δραματική κτλ. Ποια η δική σας σχέση με τα άλλα είδη ποιήσεως. Διαβάζετε σύγχρονους Κύπριους ή μη Ποιητές;  Ο λόγος τους είναι αρκετός για να σας συνεπάρει;
Σέβομαι κάθε άλλο είδος ποίησης αλλά θεωρώ ότι κανένα άλλο είδος δεν συναγωνίζεται τες ρίμες.
15.                        Θα ξαναγυρίσω στη ποίησή  σας; Σε ένα ποίημά σας γράφετε;
Πέτε μου ποια κοιβέρνηση, έφκειν να κυβερνήσει,
τζιαι έκαμεν προσπάθειες, για να διατηρίσει,
την λαϊκήν την ποίησην, να μεν χαθεί να σβήσει;

Είστε αλήθεια πικραμένος από την συμπεριφορά της Πολιτείας προς το είδος της τέχνης που υπηρετείται; Τι θα περιμένατε; Τι θα προσδοκούσατε;
Είμαι πολύ απογοητευμένος με την πολιτεία που δεν φροντίζει να διατηρήσει την λαϊκή ποίηση, και γενικότερα τες ρίζες μας. Βρίσκουν την φθηνή δικαιολογία του οικονομικού, και όμως εγώ ένας απλώς άνθρωπος λέω ότι αν δυο φορές τον χρόνο διοργάνωναν διαγωνισμούς λαϊκής ποίησης θα τους στοίχιζε ελάχιστα, και θα έδιναν ένα κίνητρο στους ποιητές να ασχοληθούν να διακριθούν και να φανούν και νέοι ποιητές.
16.                        Τι ορισμό θα δίνατε στην Λαϊκή Κυπριακή ποίηση; Τι είναι για σας τελικά η ποίηση
Με ανώτερο αριθμό το δέκα, θα έδινα δέκα στην Κυπριακή Λαϊκή Ποίηση και κατώτερους αριθμούς σε άλλα είδη ποίησης.
17.                         Αισθάνεστε ότι μετά από τόσα χρόνια γραφής έχετε ολοκληρώσει τον κύκλο σας ή έχετε κουράγιο να συνεχίσετε να γράφετε..
Μετά από τόσα χρόνια γραφής το βλέπω ότι όσο περνούν τα χρόνια γράφω όλο και καλύτερα και θα γράφω όσο ζω, γιατί ο κύκλος του ποιητή κλείνει μόνο με τον θάνατο του. 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ερωτικά του Χαμπή Αχνιώτη

1
Μέσα στο Βατοπαίδιον,
αν βκάλουν έτσι σκέδιον,
φέτη το καλοτζιαίρι,
σε θρόνον να με βάλουσιν,
γούμενον να με κάμουσιν,
να μου φιλούν το σιέρι,
ούλα χαμνώ τα του βουνού,
άμα μου πει η Ελενού,
εν να γινούμεν ταίρι.
2
Τα σιείλη σου εν ζάχαρης,
οι ρόγες σου εν μέλη,
τζι’ ολόκληρον το σώμα σου,
των μελισσιών κυψέλη.
3
Σ’έναν ποτζίν μιτσικουρίν,
να βάλω μέσα νακκουρίν,
αν μου το επιτρέπει,
που το νερόν πουν να νιφτεί,
όποιος τυφλός θα τ’αλειφτεί,
εφτείς θα ξαναμπλέπει.
4
Άμα μου είπεν καθαρά, καλέ μον να πεθάνω,
γιατ’ έχω όγκον στο κορμίν τζιαι δεν μπορώ να γιάνω,
έπιασενμε μια τρεμουσιά,
τζιαι νόμισα η στιασιά,
πως έππεφτεν που πάνω.
5
Αν με δακκάσει μια κουφή,
τζιαι κάμει τζιει, πως εν να φει,
θα την ευκαριστήσω,
γιατί αφού μ’αρνήθηκες,
τζιαι δεν με ελυπήθηκες,
εν θέλω πιον να ζήσω,
όμως θα κάμω μιαν ευτζιήν,
για σέναν κόρη την κατζιήν,
προτού να ξεψυσιήσω,
άμα το σώμαν μου ταφεί,
έτσι τζιαι σέναν μια κουφή,
να σε βουρά που πίσω.
6
Να δέχετουν να μ’έπαιρνεν, κοντά της σαν αρκάτη,
τζι’η πιερωμή μου ναν φιλιά,
νάμαι παιδίν του βασιλιά,
αρνιούμαι το παλάτι.
7
Τηλέφωνον μου χτύπησεν, τζι’είπεν πως με πεθύμησεν,
κοντά της τουν τες ώρες,
τζι’ευτείς στα βούρη έππεσα,
τζι’όπως εβούρουν έρεσσα,
τζιαι κάρα τζιαι μοτόρες.
Χαμπής Αχνιώτης

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΤΩΠΟΝ ΣΟΥ ΝΑΝ ΨΗΛΑ


Γιέ μου τωρά που μιάλυνες, ελα δαμέ τζιαι κάτσε,
τζι’αφού το ξέρεις σ’αγαπώ,
άκουσε πρώτα τι θα πώ,
τζιαι σκέφτου πιον τζιαι πράξε.
Θκίαλεξε τζαι με προσοχήν, την στράταν πουν να πιάεις,
γιατ’η ζωή ειναι καλή,
αν έσιεις νου στην τζεφαλή,
όπου ξεβείς τζιαι πάεις.
Όπως σε ξέρω ως τωρά, εθ θέλω να αλλάξεις!
Νάσιεις την σοβαρότηταν,
τζιαι πάντα τιμιότηταν,
όπου τζιαι να θκιαλλάξεις.
Για πάντα σου τους φίλους σου, θκιάλεε έναν έναν,
τζι’αν θέλεις κάμε εκατόν,
όμως αν ειναι δυνατόν,
καλλύττερους που σέναν.
Πόφευκε όσους μάχουνται, με την παρανομίαν!
Που κάμνουν ξηλωσίματα,
τζιαι έχουσιν μπλεξίματα,
με την αστυνομίαν.
Μακρά που τα ναρκωτικά, μακρά που συμμορίες,
μακρά που τα παλιόπαιδα,
που μπαίννουν μες τα γήπεδα,
τζιαι κάμνουν φασαρίες
Να μεν ημπλέξεις πούποτε, κρώστου τζαι μέν του γέρου,
τζι’αν δείς κακόν να σε τραβά,
κάμε τ’αμμάθκια τα στραβά,
τζιαί ρέξε τζιείττεμέρου.
Οι πράξεις μας ναν τίμιες, να μεν ηπροσβαρτούμεν,
για πάντα μας περήφανοι, σαν τύχει να λαλούμεν,
για μιάν τιμήν τζι’υπόληψην, στον κόσμον τούτον ζιούμεν.
Χαμπής Αχνιώτης

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ


Τούντο ταξίδιν της ζωής, μοιάζει πολλά με πλοίον,
που πάνω έσιει μας τζιαι μας,
τζιαι προχωρά κατά δυσμάς,
τζιαι πάει λλίον λλίον.
Άμα τζιαι γιω γεννήθηκα, την ίδιαν ημέραν,
π’αρκίνεφκα τον βίον μου,
είχα τζιαι γιω το πλοίον μου,
έτοιμον τζιαι καρτέραν.
Τζιαι μου λαλούσαν οι γονιοί, του πλοίου να γνωρίσεις,
τον χειρισμόν των μηχανών,
τζι’ άνω που είκοσι χρονών,
ταξίδιν ν’αρκινήσεις.
Μες τα σκολεία θώρουν τα, τα χρόνια να περνούσιν,
τζιαι κάμναν μου συνέχειαν, χωρίς να σταματούσιν,
μαθήματα κάθε λοής,
όπως το πλοίον της ζωής,
ίνταλος κοιβερνούσιν.
Τζιαι ούλον τούτον τον τζιαιρόν, με βοηθόν μιαν βάρκα,
συγχρόνως του σκολείου μου,
εγέμοννα του πλοίου μου,
με όνειρα τ’αμπάρκα.
Τζι’αμάκλεισα τα είκοσι, καταρτισμένος ήδη,
ούλον ελπίδες τζιαι χαρές,
εσήκωσα τες άγκυρες,
τζι’ άρκεψα το ταξίδι.
Σε λλίον λλία όνειρα, έφκαλα που τ’αμπάρκα,
τζιαι πήα τζιαι παντρεύτηκα,
τζιαι ενοικοτζιυρεύτηκα,
μα σφίξαν τα ζωνάρκα.
Το πλοίον μου ο άνεμος, άρκεψεν να το δέρνει!
Σαν ήμουν δίχως χρήματα,
άρκεφκεν πας τα κύματα,
ν’ανεβοκατεβαίνει.
Σε κάθε δυσκολίαν μου, σε κάθε μου μαράζι,
τζι’εμπόδιον που βρέχετουν,
το πλοίον μου εδέρνετουν,
που μπόρες τζιαι χαλάζι.
Μες τες φουρτούνες της ζωής, στο πλοίον τόσα χρόνια,
ήβραν με πιον τα γεραδκιά,
γιατί σαν ήμουν με παιδκιά,
εβρέθηκα μ’αγγόνια.
Μες τες τόσες μου τες μπόρες, τζιαι θαλασσοταραχές,
η ζωή μου εν εχάρει,
τζιαι το πλοίον μου εφθάρει,
πούσιεν τόσες αντοχές.
Τούντο πλοίον της ζωής μου, έθθελω να σταματήσει,
μα χάλασεν τζιεν σάζεται,
τζι’ όπως θωρώ βιάζεται,
να φτάσει εις την δύση.
Τα όνειρα που έκαμνα, πούχα τα νιάτα τάρκα,
στα χρόνια που περάσασιν,
τα πιο πολλά μουχλιάσασιν,
που μείναν μες τ’αμπάρκα.
Μα ως την ύστερην στιγμήν, θέλω τα ναν κοντά μου,
τζι’ οταν θα κρεμοτσακκιστώ,
τζιαι με το πλοίον βυθιστώ,
να βυθιστούν μιτά μου.
Χαμπής Αχνιώτης

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ ΕΝ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ


Πολλοί στην Κύπρον δυστυχώς, στουν το νησίν που ζιούσιν,
αθ θέλουν ναν ειληκρινείς, να το παραδεχτούσιν,
την γλώσσαν την Κυπριακήν, έθθελουν να μιλούσιν.

Περιφρονούν τζι’υποτιμούν, όσους την αγαπούσιν,
τζιαι μάλιστα εμάθασιν, χώρκατους να λαλούσιν,
όσους την συντηχάννουσιν, τζιαι την διατυρούσιν.

Ακόμα τζι’οι πολιτικοί, άμαν εν να μιλήσουν,
λαλούσιν την τοπολαλιάν, θα την διατηρήσουν,
μα πάντα τους ξιχάννουν την, άμα θα κυβερνήσουν.

Πέτε μου ποια κοιβέρνηση, έφκειν να κυβερνήσει,
τζιαι έκαμεν προσπάθειες, για να διατηρίσει,
την λαϊκήν την ποίησην, να μεν χαθεί να σβήσει;

Τους Λαϊκούς τους ποιητές, τες ρίζες που κρατούσιν,
φήννουν τους να γεράσουσιν, να σβήσουν να χαθούσιν.
με δίχα να δκιαβάσουσιν, τι γράφουν τι λαλούσιν.

Όποια κυβέρνηση τζιαν φκει, πας τουν το θέμαν σφάλλει,
γιατί θωρούν τον Χάρονταν, στον τάφον που τους βάλλει,
τζιαι δεν η-δκιούσιν κίνητρα, νακολουθήσουν άλλοι.

Εν η αλήθκεια υπουργοί, προέδροι που περάσαν,
τες ρίζες της παράδοσης, ούλοι τες εξιχάσαν,
τζιαι δεν τες εποτήσασιν, ούτε τες ελιπάσαν.

Πάλε διανοούμενοι, βρίσκουσιν πάντα τρόπον,
για όσους γράφουσιν πεζά, ποίματα στουν τον τόπον,
κάθε χρονιάν να τους τιμούν, τζιαι να βραβεύκουν πρώτον.

Λατρέβκουν τουν την ποίησην, τζιαι έναν πρώτον φκάλλουν,
τζι’ οι Λαϊκοί οι ποιητές, την γλώσσαν που προβάλλουν,
εν δεύτερης ποιότητας, τζι’υπόψην εν τους βάλλουν.

Σαν ποιητής ειληκρινά, νιώθω μεγάλην θλίψη.
που κάθε μια Κυβέρνηση, τα σιέρκα της θα νύψει,
τζι’αφήννουν την παράδοσην, να ξιχαστεί να λείψει.

Θα νοσταλγήσουν κάποτε, πολλοί τα περασμένα,
τζιεν νάβρουσιν ποιήματα, κάπου παλιά γραμμένα,
μα αν γυρέψουν ποιητές, έθ θάβρουσιν κανένα.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Άκουσε γιέ μου τους γονιούς,είνταν που σου λαλούσιν!
Σταμάτα πιόν τα κλάματα,
προσπάθα μάθε γράμματα,
τζι΄έν να σου χρειαστούσιν.

Άρκον πουν νάσαι άδρωπος, δουλειάν για να κουρτίσεις,
θαν δύσκολα τα πράματα!
Αμ μεν ηξέρεις γράμματα,
εμ μπόρα την κρατήσεις.

Τα γράμματα στον άδρωπον, εν φώς μέσα στα μμάδκια,
είτ΄επιστήμονας γινεί,
είτε δουλεύκει το υνί,
μέσα εις τα χωράφκια.

Μα τζι΄οποιανδήποτε δουλειάν, ο άδρωπος τζι΄άν κάμνει,
θά ΄σιει να κάμει με χαρκιά,
πρέπει να ξέρει πόσα δκιά,
τζιαι πόσα εν που πιάννει.

Πρέπει να ξέρει γράμματα, να μπόρα λοαρκάζει,
δουλειάν με όποιονδήποτε,
να μεν γιελιέται τίποτε,
πουλά είτε γοράζει.

Για τούτον γιέ μου δκιάβαζε,τζιαι πάντα να θυμάσαι,
αν μείνεις αμελέτητος,
κούτσουρος απελέτζιητος,

για πάντα σου εν νάσαι.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Αγάπουν την τζι΄ενόμιζα,

Αγάπουν την τζι΄ενόμιζα,
ο κόσμος εν δικός μου,
μ΄άμα μου είπεν καθαρά,
ο τζιύρης της ομπρός μου,
πως εν με θέλει για γαμπρόν,

εσκούλλησεμμε ναν λαμπρόν,
που θόλωσεν το φώς μου,
τζι’είεν με τζιαι κατάλαβεν,
ποιος είναι ο σκοπός μου,
τζιαι φώναξε μου μονομιάς,
γιέ μου να μεν γινείς φονιάς,
τζι΄έν να γινείς γαμπρός μο
υ.
Χαμπής Αχνιώτης

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΕΝ ΑΞΙΟΙ ΕΠΑΙΝΟΥ


Με το σκολείον ξεκινάς, τον κόσμον να γνωρίσεις,
τζι’ άμαν ενηλικιωθείς, τότε θα προσπαθήσεις,
να αποχτήσεις μιαν δουλειάν, για να μπορείς να ζήσεις.
Τζιαι στην ζωήν με τα καλά, αλλά τζιαι τα κακά της,
ίσως γινείς ένας γιατρός! Ίσως γινείς αρκάτης,
ίσως τεχνίτης, βοηθός, η κάπου επιστάτης.
Μπορεί ν’αννοίξεις μιαν δουλειάν, τζιαι νάσαι εργοδότης!
Μπορεί να γίνεις νομικός! Μόνιμος στρατιώτης,
δάσκαλος η γραμματικός, η να γινείς αγρότης.
Δουλειές υπάρχουσιν πολλές! Κάποιαν εν να δκιαλέξεις,
τζιαι στη ζωήν θα πας μπροστά, κάπου θα προοδέψεις,
φτάννει να έσιεις θέλησην, τζι’όρεξην να δουλέψεις.
Κάποτε ίσως αισθανθείς, πως είσ’αδικημένος,
αν δεις τον άλλον ναν πναστός, τζαι κουστουμαρισμένος,
τζιαι σού να ξυμαρίζεσαι, τζιαι νάσαι ποσταμένος.
Αν είναι δύσκολη δουλειά, που σού’ππεσεν εσένα,
θα κάμεις παρατήρησην, τζιαι Κύπρον τζιαι στα ξένα,
πως οι πναστοί πιερώννουνται, καλλύτερα που σένα.
Θα δεις στον κόσμον πλάσματα, πας τουν την γην που ζιούσιν,
που γιατί ήβρασιν δουλειάν, καλήν να βολευτούσιν,
τα άλλα επαγγέλματα, να τα περιφρονούσιν.
Ποτούτους έσιει κάμποσους, που είναι περιπαίχτες,
τζιαι γιω γνωρίζω μερικούς, τζιαι θεορώ τους φταίχτες,
διότι σχολιάζουσιν, τους σκυβαλλοσυλλέχτες.
Τζιαι τίποτ’ εν ησκέφκουνται, πως τούτοι θα ξυπνήσουν,
η ώρα δκυο που το πρωίν, τες στράτες να γυρίσουν,
να πιάσουσιν τα σκύβαλλα, να τα μετακομίσουν!
Τζιαι τα δικά τους φυσικά, έθθα τα ποηρίσουν,
παν τους τα φήκουν έσσω τους, σίουρα ννα βρομίσουν,
τζι’ έρκουνται δίχως αντροπήν, να τους κατηορίσουν!
Θα έπρεπεν τουλάχιστον, τα λόγια να ποφεύκουν!
Εν αντροπή τα πλάσματα, που τίμια δουλεύκουν,
νάρκουνται έτσι άδικα, να τα κουτσομπολεύκουν!
Ταιρκάζει τους εχτίμηση, τουλάχιστον νομίζω,
τζιαι τουν τους κουτσομπόλιες, που ξέρω τζιαι γνωρίζω,
τουλάχιστον αχάριστους, εγιώ χαραχτιρίζω.
Δουλεύκουν μες τες μυροδκιές, τζιαι πάντα ξενυχτούσιν,
τζι’ οι δήμοι μας θα έπρεπεν, πιο δίκαια να δούσιν,
τζιαι να τους δκιούσιν τα διπλά, απόσα τους ιδκιούσιν.
Προτού τελειώσω θάθελα, να πω ακόμα κάτι!
Όπου σου τύχει να βρεθείς, στην Κύπρον τζι’ άλλα κράτη,
να εχτιμάς τζιαι τον γραφκιάν, τζιαι μάστρον τζιαι αρκάτη.
Δούλεψε όπουδήποτε, ότι τζιαν θέλεις γαίνου,
μα νάναι κατανοητόν, τζιαι ντόπιου μα τζιαι ξένου,
άμα δουλεύκεις τίμια, εισ’ άξιος επαίνου!
Χαμπής Αχνιώτης

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΚ


Εσού που μπαίννεις στην κλεψιάν, να πιάσεις για να ζήσεις,
τζιαι με τους κόπους τ’αλλουνού, θα φάς τζιαι θα γλεντήσεις,
στο τέλος κάπου θα πιαστείς, τζιαι θα λογοδοτήσεις.
Τζιαι σου που είσαι καυκατζιής, τζιαι που τα καταφέρνεις,
να μπλέκεσαι μες τον καφκάν, τα πλάσματα να δέρνεις,
τζιαι σούνι ότι έσπειρες, πίσω στο τέλος παίρνεις.
Πάλε εάν ο σατανάς πει σου ν’ αποφασίσεις,
να κάμεις φόνον τζιαι ζωήν, πλασμάτου να στερήσεις,
η συντροφκιά σου θαν ο φος, όσον τζιαιρόν θα ζήσεις.
Θα τρέμεις φίλους του νεκρού, μπροστά σου μεν τζιαι φκούσιν,
μιαν νύχταν μες τα σκοτεινά, τζιαι με θυμόν σου πούσιν,
πως θα σου πάρουν τη ζωήν, για να εκδικηθούσιν.
Αν είσαι πάλε άνθρωπος, πουθ θέλεις τα παιδκιά σου,
τζι’εν τα λυπάται τίποτε, η άπονη καρκιά σου,
εν θάσιεις πλάσμαν να σε δει, μετά στα γεραδκιά σου.
Για τούτον τα μηνήματα, που τουν τους στίχους πιάσε,
τζι’ όπου τζι’αν είσαι πας την γην, όπου τζι’ αν τύχει νάσαι,
μακρά από το άδικον, τζιαι πάντα να θυμάσαι.
Τα έργα μας που κάμνουσιν, πλάσματα να πονούσιν,
να ξέρουμεν σαν μπούμερανκ, ούλα εν να στραφούσιν,
αλύπητα τζιαι άπονα, πάνω μας να χτυπούσιν.
Χαμπής Αχνιώτης