α. Άντρη Περικλέους Ονουφρίου και
β. Σωτηρούλα Χατζηκωνσταντή Τζιαμπουρή
ενώνουν τις φωνές τους και δημιουργούν μια ποιητική συλλογή,
Παράπονο [ Άντρη Περικλέους Ονουφρίου]
Από την πρώτη μου ανάσα
Νεράιδα
Νεράιδα κρυμμένη σένα παραμύθι. Σταχτοπούτα των καιρών
Σπρώχνω να βγω.
Κτυπήματα λευκής μεμβράνης,
σ αλλοδαπούς ρυθμούς.
Μουτζουρωμενο πρόσωπο
σχήμα του κορμιού διάφανο
πέπλο ουρανού.
Έτσι χτυπιέται η ψυχή,
παλεύει αδιέξοδα ζωής
Μα πάντα εκεί εγκλωβισμένη
στην σιωπή....
χαμένος ο πρίγκιπας χρόνος
διαλυμένο το γοβάκι της ελπίδας
κι εκείνη η άμαξα αργεί
περασμένα μεσάνυχτα ζωής
όλα σκεπασμένα με σκόνη ονείρου!!
**
Στην αγκαλιά τ ολόγιομου
γέρνω την ψυχή μου.
σύντροφο της σκέψης
κι έρωτα κορμί μου.
ψάχνω τις λακκούβες του
να ντύσω τ όνειρό μου
που μείνε γυμνό στις
λέξεις των στιγμών μου.
**
Ικεσία προσευχή..
Κάντε τόπο, βαράτε προσοχή.
Γιορτάζει η πατρίδα μου,
που έμεινε μισή.Την βγάλαν
στα παζάρια, την έπαιξαν στα
ζάρια, της κόψανε τα δύο της
τα ποδάρια. Ακρωτηριασμένη
μα τρανή, κοιτάει το λιόγερμα
και κάνει προσευχή.
Ετούτο το θεριό που την
κρατάει στα σκέλια του σφικτά,
να λιώσει μιαν αυγή. Σύννεφο
σκόνη να γενεί και Λευτέρη
το χώμα να φιλεί.
Έλληνες πρώτοι την αγγίξανε.
Ενδοξοι οι Αχαιοί..
Βιασμός της Αφροδίτης.
Έγκλημα χωρίς τιμωρία.
Ασέλγησαν απάνω της όρνεα
και κοράκια. Μέσα κι εξώ απ αυτήν.
Μα η Κύπρος τραγουδεί
στους αιώνες μια ωδή, πάντα με φωνή ελληνική. Λευτεριά ν
ανθίσει μιαν αυγή.
Το θεϊκό φως του ήλιου
χύνεται ηδονικά στηνΓιε μου
Στερεύουν τα αισθήματα.
Καταρρέουν σαν πύργοι στην άμμο.
Οι καιροί αλλάζουν συνεχώς.
Άνθρωποι διέρχονται τις στράτες,
διαβάτες του μεσονυκτίου,
και χάνονται στο βάθος.
Αλλά εγώ ειμ έδω, ακοίμητος
φρουρός της καρδιάς σου.
Μην εκθέτεις τα όνειρά σε
γκαλερί αλήθειας. Τ αγοράζουν
με κάλπικο νόμισμα κι εσύ μένεις
μόνος να γλύφεις πληγές σαν
κακοποιημένο σκυλί.
Εγώ θα στέκω αθέατη στο πλάι σου.
Αλλά κι αν φύγω, ερήμην μου, έχω
καταθέσει την ψυχή μου στον
λογαριασμό της σκέψη σου. Να τραβάς
συμβουλές και ελπίδα, υλικά ονείρων,
και θάρρος. Μην γονατίσεις, κι αν συμβεί
σήκω αμέσως. Να θυμηθείς το βλέμμα μου
όταν λέω σ αγαπώ, το χάδι μου όταν
σφαδάζεις απ τον πόνο, την αγκαλιά μου
όταν βασίλευει ο ήλιος στην καρδιά σου.
Ξέρεις, στα λάθη σου θα δίνω πιότερη
αγάπη σαν χέρι για να σηκωθείς.
Και πότε πότε να πίνεις κι ένα ποτηράκι
μαζί μου. Έτσι για να κοινωνούμε αγάπη
και να τραγουδάμε την ζωή να μην στεγνώσει.