Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ (βιογραφικό σημείωμα)


Γεννήθηκε στην Πενταλιά της Κύπρου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία και στις Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόνη, στο Παρίσι (Docteur d’État). Δίδαξε  Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία στα Πανεπιστήμια Laval, Κεμπέκ και Μοντρεάλ. Έχει εκδώσει  έξι βιβλία στους τομείς της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας και της ιστορίας και δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικά άρθρα στους ίδιους τομείς. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Κύπρου, της Ελλάδας και της διασποράς. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων. Δημοσίευσε χρονογραφήματα, κριτική και δοκίμια. Ποιήματα του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά και τα Αγγλικά. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία και είναι αρθρογράφος στον κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» της Κύπρου.  Από το 1983 είναι εκδότης του επιστημονικού περιοδικού «Études helléniques» / “Hellenic Studies”. Από το 1997 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης στο πρόγραμμα «Παιδεία Ομογενών»  για την ελληνόγλωσση  εκπαίδευση στη διασπορά  (Έρευνα, επιμόρφωση εκπαιδευτικών  και παραγωγή διδακτικού υλικού).


βιβλία:

(2017)Λεξήματα, Εκδόσεις Βακχικόν
(2017)Νομάδας: Η έξοδος, Εκδόσεις Βακχικόν
(2013)Η επιστροφή του αρχιερέα, Αιγαίον
(2011)Επισκόπηση της νεότερης κυπριακής ιστορίας, Ταξιδευτής
(2008)Προκρούστη του ενάρετου, Ταξιδευτής

ΚΥΠΡΟΣ 2016 / Κωνσταντινίδης Στέφανος


Και το μέλλον
να σου χαμογελά
με σάπια δόντια
και συ να ψάχνεις
στο εννοιόλεξο
τα συνώνυμα
και τα ομόρριζα
των χρησμών
που θα το προσδιορίσουν.
Και στον Όλυμπο
οι Θεοί γελάνε.

Ανάμεσα στους ήχους: Παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής της Αθηνάς Τέμβριου


Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΛΕΞΗΜΑΤΑ: Ποιητική Συλλογή του Στέφανου Κωνσταντινίδη από τις εκδόσεις Βακχικόν το έτος 2017

ΣΚΟΥΡΙΕΣ

Σκούριασαν τα όνειρά μας
Μελπομένη
όπως τα πόμολα
στις παλιές πόρτες.
Σκούριασαν
και οι σιδερωμένες αλήθειες
που μας σερβίρουν.
Σκούριασαν
κι οι ένοπλοι έρωτές μας.
Μείναμε από οράματα
ξεμείναμε από μέλλον.
Εδραιώθηκε
μια ξένη άνοιξη
βαρβαρική
και ντυθήκαμε κουρέλια
από το σεληνόφως.
Σ’ ένα σκοτεινιασμένο υπόγειο
προχωρεί η μετεξέλιξή μας
σε πετρώματα
λουλουδιών και πεταλούδων.

**

Στην Πενταλιά
ανθίσαν οι αμυγδαλιές
Αλέξανδρε
και συ
ανάμεσα στο Γρανικό
και στο Κεμπέκ
αναζητάς, λέει
τον κόσμο...
Κοίταξα
το σκληρό τοπίο
το φεγγάρι ήταν γεμάτο
δεν έμεναν παρά
κάτι μεσοτοιχίες
σημάδι πως κάποτε
ήτανε σπίτια.
Ύστερα χάθηκε
μες στη νύχτα.
Κανείς δεν έμαθε
αν πέθανε
στο Μόντρεαλ
στην Πενταλιά
ή στη Βαβυλώνα
.


**

(Ποιητής)

Σκέφτομαι
πως στις μέρες μας
ένα καλό επάγγελμα
θα ήταν συντηρητής
παλαιών επίπλων.
Θα προτιμούσα βέβαια
να δήλωνα ποιητής
αλλά όλες οι θέσεις
είναι από καιρό κατειλημμένες
από τους ποιητές
με το σωστό λεξιλόγιο.

**

ΑΜΦΙΠΟΛΗ

Στην Αμφίπολη
οι αρχαιολόγοι αναστενάζουν.
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Τολμάς να πεις όχι
να διακινδυνεύσεις τον αφορισμό;
Πάντα μια μικρή
ή μεγάλη Αμφίπολη
θα σε συνοδεύει
κι ανάμεσα σε ένα ναι
και ένα όχι
έτσι θα παίζεται η τιμή σου.

**

ΒΑΣΤΙΛΗ

Και σήμερα
είναι 14 του Ιούλη
η μέρα που λένε
πως έπεσε η Βαστίλη.
Άδικα φαίνεται όμως
να πανηγυρίζουν οι άνθρωποι
το ρίξιμό της.
Η Βαστίλη στέκει
πάντα εκεί
μια φυλακή αόρατη
να κρατά πάντα
τα όνειρά μας αλυσοδεμένα.
Κι ο Προμηθέας αργεί.

[Κάθε πρωί που ξυπνώ..] / Κωνσταντινίδης Στέφανος

Κάθε πρωί που ξυπνώ
γεμίζω μια πήλινη κούπα
με τα όνειρά μου
κι ύστερα
τα φυτεύω στον κήπο
μιας αλλόκοτης ψυχής
και περιμένω επί ματαίω
να φυτρώσουν.

[Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας] / Κωνσταντινίδης Στέφανος

Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας
Ναι. 
Με τους τριακόσιους του.
Μα΄ ταν εκεί 
και κάποιοι θεσπιείς.
Κανείς δεν τους θυμάται. 
Στους πανυγηρικούς τους 
οι ρήτορες ξεχνούν συνήθως 
ν΄ αναφερθούν σ΄ αυτούς
μιλούν όλως παρεπιμπτόντως.
Για Λακεδαιμονίους 
Ναι. 
Για Θεσπιείς 
κανένας δεν μιλάει. 

[Πολύ αμφίβολο αν η Βαστίλλη έπεσε] / Κωνσταντινίδης Στέφανος

Πολύ αμφίβολο αν η Βαστίλλη έπεσε. 
Ίσως πιο πιθανό φαίνεται 
πως στέκει ακόμη 
κι ΄  άδικα οι άνθρωποι 
πανηγυρίζουν το ρίξιμό της. 

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Τα σφυρίγματα του αλήτη: Ποιητική Συλλογή του Τεύκρου Ανθία εκδοθείσα το έτος 1929


Κατρακύλημα


 Όλο ξεπέφτεις – και ξεπέφτεις δίχως τέλος –
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).

 Το ποιο φινάλε θάχει τέτια μια ιστορία,
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δε γιατρεύεις τέτια επίφοβη πληγή.

 Πάντοτε λες : «Θαρθεί μια μέρα να ξεφύγω,
απ΄ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».

 Κι όμως το χάος σα μαγνήτης σε τραβάει
και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις,
το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει,
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.-

Σελ: 11

**

Οι καταφρονεμένοι 

Φέρε μας κάπελα, κρασί
κ’ έλα με μας να πιεις και συ.

 Ήρθαμε τώρ’ απ΄ τη δουλειά,
μ΄ άδειο μυαλό κι άδεια κοιλιά,
μες το πιοτό να ξεχαστούμε.

 (Ζωή που κάνουμε και μεις, μαρτύρια που τραβούμε!)

 Φέρε μας ένα κατοστάρι
-ν- απ΄ το στερνό σου γιοματάρι.

 Κι αφού το πιούμε, στο λεφτό,
το δοκιμάζουμε κι αυτό
που μας το λες για φίνο πράμα.

 (Ως πόσο πια να λυώνουμε στον πόνο και στο κλάμα;)

 Φέρε μαρίδες για μεζέ
κ΄ έλα να πιεις και συ, χαζέ!

 Τι; Μας λυπάσαι τα λεφτά;
Δεν έχουμε κι άλλ’ απ΄ αυτά,
που φτάνουν όσο για να πιούμε.

 (Μα όπως κι αν είναι, δώσε μας πιοτό… να ξεχαστούμε).-

Σελ: 31


**
Αντιθέσεις

Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή, που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,
και πάω να κλάψω δυνατά, να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,
σ΄ αυτή την όμορφη βραδιά, να κλάψω για όλα τα παιδιά
που μες τους δρόμους τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.

 Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής κι ο πιο μεγάλος ο Ριρής,
στο πεζοδρόμι κάθουνται, χαζεύουν και καπνίζουνε,
πιο πέρα ο Φάνης κι ο Τοτός, που τους παιδεύει ο πυρετός,
βρωμολογούν και βλαστημούν, γελούνε και δακρύζουνε.

 Και κάποιος μορφινομανής, γιος της μαντάμας της Φανής,
– σκιάχτρο και φάντασμα χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –
περνάει μπροστά τους σιωπηλά, τους αντικρύζει και γελά,
με τ΄ άθλιο παντελόνι του και το πουκάμισο το τρύπιο.

 Και μες τη σάλαν η κυρά, πλημμυρισμένη από χαρά,
παίζει Μπετόβεν και Σοπέν, πιανίσσιμο και φόρτε,
μερακλωμένη τραγουδά κ΄ έχει στο πλάι το λαδά,
που προσπαθεί πολύ κουτά να της σερβίρει κόρτε.-

Σελ: 45


Eπίλογος / Τεύκρος Ανθίας


Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.


Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Eίσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχην εσπέρα.


Kι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
και θα σιγήσει ο σίφουνας κ’ η θύελλα της ζωής σου,
Aλήτη! δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.


Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.

Το πρώτο γράμμα / Τεύκρος Ανθίας




(15 του Δεκέβρη, 1955, ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα)

Αναστασία.

Απόψε η νύχτα είναι σαν την καλοσύνη σου.

Έβρεξε. Κι ήτανε τα δάκρυα όλων των αγαπημένων μας.
Η πρώτη μπόρα –του πρώτου και στερνού τους θρήνου.
Ύστερα, μόνο μερικές σταλαγματιές 
πέφτανε σα ντιμινουέντο*
του ραγδαίου εμβατηρίου της βροχής.
Κι ήτανε κάτι δάκρυα,
που αργοκυλούσανε και σβήνανε
στα δικά σας μάγουλα 
–αγαπημένες γυναίκες, 
θεία παιδιά της τρυφερής, αιχμάλωτης στοργής μας.

Κι ήτανε κάτι σα δροσοσταλιές, 
που κρεμαστήκανε σαν κρούσταλλα
απάνω στα ματόκλαδα 
της άγρυπνης αγάπης μας, για σας, για όλο τον κόσμο.



* ντιμινουέντο, το: μουσικός όρος που δηλώνει τη 

βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου

Δον Κιχώτης / Τεύκρος Ανθίας



Τον είδα στ’ άλογό του κωμικά να προκαλεί
 το Σύμπαν, το Υπερπέραν και τα Χάη.
Κάποτε να σφυρίζει και παντού να διαλαλεί
 τ’ Άπειρο πως στα χέρια του βαστάει.

Άκουσαν τη φωνή του, όθε περνούσεν, οι τυφλοί
 και γίγαντα μεγάλο τον θαρρούσαν.
Σκύβοντας μέχρι κάτω τη φτωχή τους κεφαλή
 τα βήματα του αλόγου του φιλούσαν.

Και γέλασα ανοιχτά, κι ήταν το γέλιο εκρηκτικό,
 τόσο που ’χε θυμώσει ο Δον Κιχώτης,
ο νάνος ο γελοίος με το κορμάκι το σκυφτό,
 που φάνταζε στον κόσμο σαν ιππότης.

Ήτανε κωμικός κι ο κουρασμένος του θυμός,
 γιατ’ είχε απ’ το ταξίδι του απαυδήσει
κι άδικα προσπαθούσε, σκυθρωπός και πελιδνός,
 το λίγο του κουράγιο να κρατήσει.

Και νάνος στο άλογό του ο δυστυχής
 αρχίζει να γελάει με τ’ όνειρό του.
Θαρρώ πιο πιθανόν, από τους δυο, κατακτητής
του Σύμπαντος να γίνει τ’ άλογό του!

Δίστηλο / Τεύκρος Ανθίας



Τα φρύδια σου : δυο τίτλοι στη σειρά,
με κεφαλαία αρχαϊκά στοιχεία·
υπότιτλοι με γράμματα μικρά :
Τα βλέφαρά σου.

Κι ακολουθούνε δυο προτάσεις,
που αρχινάνε και  τελειώνουν με στιγμές.
Στο μέσο κάθε μιας και μια τελεία.
Κείμενο με των 12 ελζεβίρ :
Τα μπιρμπιλά τα δυο σου μάτια.

Λίγο πιο κάτω δυο προτάσεις άλλες,
με κόκκινο μελάνι τυπωμένες –
– ρητορικές, μακρόσυρτες προτάσεις καθαρευουσάνου :
Τα μάγουλά σου.

Κ΄ η μύτη, σα λεπτότατη γραμμή, χωρίζει
τις δύο στήλες.
Υπογραφή : Σατάν και Σαβαώθ :
Τα σκανδαλιστικά τα δυο σου χείλη.

Την ώρ΄ αυτή, που ξενυχτώ στη συλλοή σου
κι έχω μπροστά μου την υπέροχη μορφή σου,
οι στοχασμοί μου με ενοχλούν.
Δίχως ελπίδα
γιατί μέσα στον πόνο σου να ρέβω;
– Αφήστε να διαβάσω εφημερίδα!
...Κι αγριεύω.-

Tο νέο “ποιητάρικο” / Τεύκρος Ανθίας




“Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κοντά μου συναχτείτε”
πρόσφορα να μοιράσετε, γλυκό κρασί να πιείτε.

Ψωμί απ’ του κάμπου τ’ όργωμα, κρασί από δράκο αμπέλι,
πικρό απ’ τον ίδρω της δουλειάς μα, απ’ την αγάπη, μέλι.

Πολύ αγαπούσε ο δουλευτής τον κόσμο ολόγυρά του,
κ’ είχε ανοιχτό το σπίτι του, ανοιχτό σαν την καρδιά του.

Aράδα τα τραπέζια του για ξένους στρατοκόπους,
για θεριστάδες, για φτωχούς – για τους απλούς ανθρώπους.

Στην άκρη αυτός, ο κεραστής, κρασί-χαρά κερνούσε
κ’ ένας λαός στα χείλη του με πάθος τραγουδούσε.

Έπινε η νύχτα σα μπεκρού το φως από τ’ αστέρια,
έπινε ο ξένος στην αυλή, ως αργά τα καλοκαίρια.

Xωράφια, σπίτια, χάθηκαν στου δανειστή το στόμα,
μα το τραγούδι του το ζω και ζει ως λαός ακόμα.

Mίλια-σειρά τα δίστιχα στο δρόμο είναι στρωμένα,
στάχυα του απλού τραγουδιστή, μα στα χαρτιά του ούτ’ ένα.

Mίλια από στίχους θα ’θελα να γράψω για να υμνήσω
το δάσκαλό μου στην καρδιά, μα ως κάποτε θα κλείσω.

Aντρέας Παύλου ελέγουμουν και νυν Tεύκρος Aνθίας,
“ποιηταρούδιν” νηστικό – παιδί της αλητείας.

Mη μου ζητάτε, χωριανοί, να σας το τραγουδήσω,
γιατί το δάκρυ είν’ ακριβό – στη γη θα το κρατήσω.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Χρονορραφία: Ποιητική Συλλογή της Ελένης Κεφάλα από τις εκδόσεις Νεφέλη το έτος 2013

"Η ΣΚΙΑ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ"


Έτσι ξαφνικά, όπως το βουητό 
της μοτοσυκλέτας που τρέχει 
με ιλιγγιώδη ταχύτητα, 
όπως την αστραπή στον βραδινό 
ουρανό, όπως ένα τραγούδι 
που ξανακούς μετά από 
χρόνια στο ραδιόφωνο. Έτσι 
ξαφνικά, μετά από χρόνια, σ' 
ένα αστραπιαίο, ιλιγγιώδες 
βουητό θ' αντικρίσεις το πιο 
αναπάντητο απ' τα ερωτήματά σου. 
Και τότε θα ξέρεις



μπορείτε να διαβάσετε την συλλογή: https://windcapunc.firebaseapp.com/10/%CE%A7%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%81%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1.pdf

Ελένη Κεφάλα (βιογραφικά στοιχεία)

Η Ελένη Κεφάλα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και μεγάλωσε στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου. Είναι Λέκτορας Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του St Andrews στη Σκωτία. Είναι διδάκτωρ της Συγκριτικής Φιλολογίας (ελληνικής και λατινοαμερικάνικης) του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και έχει Masterʼs στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία από το ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι πτυχιούχος της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Κύπρου και έχει διδάξει ελληνική και ισπανόφωνη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας (Φιλαδέλφεια), κατέχοντας θέση μεταδιδάκτορα. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και έχει δώσει διαλέξεις σε πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, την Ισπανία, την Αργεντινή και το Μεξικό. Η ποιητική συλλογή "Χρονορραφία" (Νεφέλη, 2013), που τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Κύπρο. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, τουρκικά και ρουμανικά.

Ποιητικές Συλλογές:

(2013)Χρονορραφία, Νεφέλη
(2007)Μνήμη και παραλλαγές, Πλανόδιον

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Το τραγούδι των αδέσποτων / Κεφάλα Ελένη

Ανακαλύπτει ρήγματα στο χρόνο
μικρές οπές στα σύνορα της μνήμης
κι ανεβαίνει τις ανεμοδαρμένες νύχτες μας
για να μας βρει στʼ ανύποπτο σκοτάδι
να τραγουδάμε τα παράξενα τραγούδια μας.

(Όλα κάπως έτσι ξεκινάνε.)

Αποστάσεις / Κεφάλα Ελένη

Τώρα που σου γράφω
ίσως να βρίσκεσαι σʼ ένα λεωφορείο
που διασχίζει αργά το κέντρο μιας μεγαλούπολης σε ώρα αιχμής
ή σʼ ένα τρένο
που προσπερνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα ένα σταθμό γεμάτο κόσμο
ίσως να κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο ενός αεροπλάνου
που πετάει μέσα στην πυκνή ανοιξιάτικη ομίχλη
ή να περπατάς βιαστικά
ένα πολυσύχναστο δρόμο με καταστήματα ενώ βρέχει.
Ίσως πάλι να κάθεσαι σʼ ένα παρατημένο σπίτι
μιας μακρινής επαρχίας
και να κοιτάζεις μέσʼ απʼ το μισόκλειστο παράθυρο
το αέναο ταξίδι της σκόνης στο φως.

Μίμηση / Κεφάλα Ελένη

 Δεν έχουν το θεό τους οι
αφιλότιμοι που ακόμη κι Ε-
κείνον κιβδηλοποιό τον α-
ποκαλούν, επιρρίπτοντας του
απροκάλυπτα, αιώνες τώρα,
το κατ’ εικόνα και ομοίω-
σιν…

Ωδή στον άγνωστο ποιητή / Κεφάλα Ελένη


Πίσω από κάθε ποιητή βρίσκε-
ται κάποιος άλλος, άγνωστης
ταυτότητας, που μας δανείζει α-
πλόχερα τα λόγια του, που μας
δανείζει-unaccredited- τα λο-
για του.

Ιστορίες / Κεφάλα Ελένη


Στον Μιχάλη Χ.
Οι ιστορίες του παππού
τα παιδικά του χρόνια
το χωριό
η πρώτη του δουλειά στην πόλη
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η προσφυγιά
η ιστορία του παππού
που έφυγε μια μέρα έτσι απρόσμενα
όπως φεύγουν όλ’ οι παππούδες
μια μέρα
έτσι απρόσμενα.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ / Κεφάλα Ελένη



Μάνα με το μοναχογιό τον πολυαγαπημένο
που έστειλες στην ξενιτιά γιοφύρι να στεριώσει
κι αντί στης Άρτας να βρεθεί το στυγερό ποτάμι
στην Τροία φτιάχνει άλογο πεσκέσι να το στείλει
στους Τούρκους που μαζώχτηκαν γύρ’ απ’ το Μισολόγγι
και περιμένουν να φανεί η φεγγαροντυμένη
για να τους ζώσει στ’ άρματα και να τους χαιρετήσει
πριν ξεπορτίσουν οι Γραικοί κα τους αποτελειώσουν
στου κύκλου τα γυρίσματα που τελειωμό δεν έχουν…

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Νύφη από Πορσελάνη / Αντωνίου Ανδρέας



Θυμάμαι πως στον γάμο σου είχες φορέσει κρίνα
Και δύο τριαντάφυλλα σου στόλιζαν τις μπούκλες
Σαν στολισμένη έμοιαζες και γιορτινή βιτρίνα
Σαν κάτι πορσελάνινες, του Armand Marseille κούκλες

Το νυφικό σου που ‘τανε το πιο απαλό μετάξι
Και που για σένα ειδικά το είχανε υφάνει
Σαν πεταλούδα έμοιαζες, έτοιμη να πετάξει
Που χρόνια πια την καρτερώ κι ακόμη δεν εφάνη

Πόσο μου γέλαγες γλυκά επάνω στο περβάζι
Καθώς κρυβόσουνα δειλά πίσω από την κουρτίνα
Τις θάλασσες στα μάτια σου, τώρα ποιος τις διαβάζει;
Και ποια λευκή στο δέρμα σου κοιμάται ηλιακτίνα;

Μαζί με τους υπόλοιπους σου ‘χα πετάξει ρύζι
Μετά «Βίον Ανθόσπαρτον» σου ευχήθηκα θλιμμένα
Χωρίς εσένα σταματά ο κόσμος να γυρίζει
Χωρίς εσένα μοιάζουνε τα πάντα διαλυμένα

Κι ό,τι σου έγραψα ήτανε μ’αίμα και με μελάνι
Και δεν το σβήνει ο καιρός, η λήθη, το σφουγγάρι
Νύφη γλυκιά κι απόμακρη, σαν από πορσελάνη
Πανέμορφη κι απόκοσμη, σχεδόν σαν το Φεγγάρι

Καθωσπρεπισμός / Αντωνίου Ανδρέας

Θα γράψω ένα ποίημα να είναι καθώς πρέπει
Μπας και με δημοσιεύσουνε μες στα περιοδικά
Να χαίρεται ο γέρος ποιητής που θα το βλέπει
Μήπως και πει καμιά καλή κουβέντα ειδικά
Θα γράψω ένα ποίημα μικρό, συμπυκνωμένο
Όπως το κάνουν όλοι τους: νεοελληνικά
Θα το φισκάρω νόημα και θα ‘ναι ενωμένο
Μ’ αναφορές και με στοιχεία διακειμενικά
«Θα γράψω ένα ποίημα!» θα βγω να ντελαλήσω
Ως κάνουν οι μανάβηδες για τα λαχανικά
Μήπως κανένα αντίτυπο μπορέσω να πουλήσω
Αφού οι αναγνώστες μας γράφουν κανονικά

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Απόσπασμα Ποιήματος για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη του Βάσσου Λυσσαρίδη

Δεν βρήκες, Ευαγόρα, της λευτεριάς
το μονοπάτι στα δεκαεφτά
Κι εμείς λαχανιασμένοι νοερά
σ’ ακολουθούμε έφηβε πατριάρχη
ν’ ανοίγεις λεωφόρους λεβεντιάς
στα μαρμαρένια αλώνια
με το θάνατο νεκρό.
Πώς να πεθάνεις, Ευαγόρα,
αφού δεν γέρασες ποτέ.

Ζωή / Λυσσαρίδης Βάσσος

Αυτοδιδάχθηκα πως ζωή είναι να δίνεις.

Τώρα δεν έχω πια κάτι καλό να δώσω.

Αυτό σημαίνει πως δεν έχω πια άλλη ζωή.

Νοσταλγία / Λυσσαρίδης Βάσσος

Ήρθες,

και η άνοιξη γονάτισε ευλαβικά,

μ’ αγάπη και με δέος.

Έφυγες, κι ο χειμώνας δεν μπόρεσε

την ομορφάδα να ξεγράψει

Ήρθες, και τα λουλούδια από τότε

αρνήθηκαν να κοιταχτούνε στον καθρέφτη.

Εγώ, τι να σου πω;

Aπλώς διαβάτης νοσταλγώ

την άνοιξη και τα λουλούδια.

Πενταδάκτυλος / Λυσσαρίδης Βάσσος







Λάθος. Eσύ δεν αναδύθηκες απ’ τον βυθό.

Ποτέ της θάλασσας το δροσερό νερό δεν ξέπλυνε το αγέρωχο στητό κορμί σου

Kομμάτι από την λάβα την καυτή καρφώθηκες μεσόκαμπα,

φρουρός ποιός ξέρει ποιάς αλήθειας.

Kι ήρθαν μερμύγκια οι άνθρωποι από παλιά

Σπηλιές τους φίλεψαν. Kι αυτοί

γρατσούνιζαν ανήμποροι

τη γρανιτένια σου αθάνατη άτρωτη σάρκα

Aρκάδες, Aχαιοί σ’ ορμήνεψαν γραφή, λαλιά. Kι εσύ

τους χάρισες θεούς, απάτητες κορφές

και πυρωμένη σκέψη.

Aλλόφωνοι σε πάτησαν για λίγο.

Στο ξύπνιο τους κατάπιε η

οργή σου στον ίδιο τον βυθό που βύζαξες παιδί.

Kι η ουμπλιέτ τους κράτησε νεκρές

σκιές στη ξεχασμένη πια σελίδα.

Όμως και τότε συντροφιά η γνώριμη λαλιά.

Kι ας ήτανε ο ουρανός μουγκός

κι η θάλασσα πικρή κι ο κάμπος χέρσος.

Tώρα σου κάρφωσαν πέτρινους

Ήλους. Σημαίες ξένες

και κακόφωνη λαλιά

πασχίζουν να φιμώσουν την αρχαία

γραφή και να ξεγράψουν μόνιμα

τοπολαλιές και μνήμη

Mερμύγγια οι άνθρωποι δουλεύουν του αφέντη το τροχό.

Mόνη φρικτή παλληκαριά ένα τραγούδι που κι αν αντρίκια ακούεται

μυρίζει μοιρολόϊ.

M’ άδειες ψυχές και δυνατές φωνές

μακρυά από μάχη, αλάργα απ’ τον εχθρό απόσεισε

φωνάζουν Πενταδάκτυλε απόδιωξε τους.

Mα θέλει η λευτεριά δουλειά πολλή.

Xέρια και σκέψη και μυαλό και αίμα.

Aυτή η κραυγή νεκρή ακούεται

γιατί νεκρές ψυχές τη διαφεντεύουν.

Eσένα Πενταδάκτυλε να

ξεριζώσουν δεν μπορούν.

Eμάς δυό μέτρα συρματόπλεγμα

δυό μπαταριές και μια βρισιά γιατί μας αποδιώχνουν.

Σ’ ακούω που πασχίζεις φωνή

στον άλαλο το βράχο να δανείσεις.

Σ’ ακούω που σαρκάζεις όταν ακούς να αναμετρούν

στρατούς με το τραγούδι.

Ξέρουν πως χέρια στο γρανίτη δεν υπάρχουν.

Kαι τα κακόφωνα μερμύγκια διαφεντεύουν κυκλάμινα, λεμονανθους και κρίνα.

Πούναι ο στρατός τραγουδιστές και ποιητές του ανέμου.

Πούναι το ηφαίστειο της λεβεντιάς που γέννησε τον βράχο.

H Pωμιοσυνη εννά χαθεί όντας το πάθος λείψει.

Eγώ...δεν έχω άλλο να σου πω.

Eγώ τη λίγη πνοή δεν σπαταλώ κραυγάζοντας τραγούδια.

Eγώ και μόνος θενά πορευτώ

όσο μπορώ κι όπως μπορώ

τους ήλους να ξηλώσω.

Kι αν το γλυκό της θάλασσας νερό δεν σούπλυνε το μούτρο

Tο αίμα μου χρωστώ να σου δανείσω

δροσιά στην αφιλόξενη σου συντροφιά.

Να πεθάνω χωρίς να γονατίσω. / Λυσσαρίδης Βάσσος


    Όχι! Δεν δέχομαι να γονατίσω.
    Όχι! Με καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα
    κι οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο. Όχι!
    Να πεθάνω ναι! Να γονατίσω όχι!
    Βεβαίως, με το θάνατο έχει λύσει τους λογαριασμούς του προ πολλού. Δεν τον φοβάται. Τον συνάντησε πολλές φορές και θα πει γι’ αυτόν:
    Η μάσκα του γελοία κι όχι φοβερή
    κι εγώ ακόμα νιος δεν του’ στρεψα την πλάτη
    αυτός δειλός έχασε την τρομαχτική θωριά
    και φυγομάχησε.
  

Αγνοούμενος / Λυσσαρίδης Βάσσος


Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν’ αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.
Ποιητική Συλλογή: «Κραυγές» 2010

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΗΣ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ / Μιχαηλίδου Λίλη

Στην Άννη μου
*
Τη μέρα που κατέβηκα στη Βαρκελώνη
ο ουρανός προμήνυε καλοκαιρία κι ο αέρας
έπαιρνε τις κωδωνοκρουσίες μακριά, έξω από την πόλη.
Όταν αργότερα μπήκα στον Καθεδρικό ναό ανακάλυψα
πως είχε μπει πολύ πριν από μένα η τεχνολογία
και πήρε τη θέση των κεριών.
Μ’ ένα κουμπί, ανάβει το ηλεκτρικό κερί 
που διαρκεί ανάλογα με την εισφορά και την πίστη.
*
Στο μουσείο Πικάσο
οι αίθουσες ήταν χωρισμένες σε περιόδους
και οι φωτογραφίες απαγορεύονταν.
Ο ζωγράφος όμως μας φωτογράφιζε
κοιτάζοντάς μας καχύποπτα.
Οι πινελιές κατά το τέλος της ζωής του ήταν εκκεντρικές
κι η έκφραση στα πρόσωπα των γυναικών που αγάπησε
ήταν διχασμένη.
Να χαμογελάσουν ή να κλάψουν;
*
Με σηκωμένο γιακά διέσχιζε τη λεωφόρο
με τα ψηλά πλατάνια πουλιά.
Τα μαλλιά του ανέμιζαν καθώς και το μακρύ κασκόλ.
Οι σκιές των φύλλων έπαιζαν στο πρόσωπό του.
Αυθεντική χορογραφία.
Βήμα σε ρυθμό δευτερολέπτων. Στοιχειωμένο βήμα.
Ένα χαμόγελο. Κατάκτηση.
Τον ακολούθησα με το βλέμμα.
Απομακρυνόταν σαν σύννεφο αλλάζοντας σχήματα 
στο αόριστο του ορίζοντα.
Όλα τα κτίρια είχαν ανοιχτά τα παράθυρα.
*
Στην αρένα. Χωρίς ταύρους, ταυρομαχίες και όλε, όλεεε.
Η μάνητα της εποχής.
Στο χώρο της αρένας ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο.
Γέμισαν τα υπόγεια και όλους τους ορόφους
καταστήματα και εστιατόρια. 
Η αρένα είναι πάλι ενεργή.
Μόνο που τους ταύρους αντικατάστησαν οι άνθρωποι 
και τους ταυρομάχους οι πολυεθνικές.
*
Στο τρένο από το Colonia Güell.
Κάθονται δίπλα μας, στολισμένες για έξοδο.
Η μια στα άσπρα, δαντελένια σαν πεταλούδα
η άλλη στα κοκκινόμαυρα σαν παπαρούνα.
Δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέ που οδηγούν γύρω από το λαιμό
μάτια βαμμένα χείλη, ρουζ στα μάγουλα τονίζοντας
την επιθυμία για φίλημα.
Οι ψεύτικες οδοντοστοιχίες προσπαθούν να υποτάξουν
την τσίχλα που ανεβοκατεβαίνει στο στόμα τους.
Μιλούν ακατάπαυστα και γελούν σαν μικρά κορίτσια.
Ένα είναι σίγουρο. προσθέτοντας τα χρόνια τους 
ξεπερνούν ενάμιση αιώνα.
Στο τρένο προς τη Βαρκελώνη.
Φόρεσαν όλα τα εφόδια για μια επίσημη έξοδο.
Δαχτυλικά αποτυπώματα, ταυτότητα, ηλικία
φουσκωμένες φλέβες έτοιμες να σκάσουν, νύχια χρωματιστά
αραιά μαλλιά στερεωμένα στα κεφάλια τους με χτένες.
Τα τραντάγματα κάνουν τις κινήσεις τους πιο εύθραυστες
όπως και τις μνήμες που κουβαλούν στις τσάντες τους.
Το τρένο σταματά.
Σηκώνονται, διορθώνουν τα φτερά τους
έτοιμες να αποβιβαστούν και να πετάξουν.
Ιούνιος, 2013