Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατσιαντώνης Κυριάκος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατσιαντώνης Κυριάκος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

«Τζιίρος» / Κυριάκος (Ανδρέα) Κατσιαντώνης




.

Τζιίρος
-----
Έναν πρωίν, η Μαρουλλού,
λαλεί του Ττοουλή της,
με ύφος που θ’ αζουλευκεν
ακόμα τζι’ ο Ελύτης:
-----
Μ: «Αγάπη μου, θθυμάσαι χτές
που πήα στον γιατρόν μου
για να τσιεκκάρει τες τζιενγκιές
που τα στομάσια τρών’ μου;
-----
» Που μού ’φκαλεν τζιαι πόρισμαν,
ήσυχα αναπνέω,
άννοιξε τα αφτούθκια σου
τζι’ έχω σου έναν νέο!»
-----
Τα λόγια της αντίκοψεν,
ο Ττοουλής, με λύπην
τζι’ επολοήθην φωναχτά,
που τό ’σιει τούν’ τ’ αΐπιν:
-----
Τ: «Τζι’ εγιώ επήα σε γιατρόν,
που ’πόνουν, Μαρουλλού μου,
έχω τζι’ εγιώνι πόρισμαν
που ειδικόν, λαλούν μου.
-----
» Νέον πως έσιεις, είπες μου
τζι’ έχω τζι’ εγιώνι έναν,
μα πρώτα πολοήθου ’σού,
θάν’ ΠΙΟ καλόν που μέναν.»
-----
Μ: «Θα έσιεις, άντρα μου γλυτζιέ,
τζιίρον μέσ’ στην ζωήν σου:
Είπεν μου, είμαι έγκυος!
Γεννάω το παιδίν σου!»
-----
Τ: «Για τούν’ τον τζιίρον που λαλείς,
έχω αμφιβολίες,
αφού τα δκυό πορίσματα
έχουσιν δυσκολίες.
-----
» Π’ ανάθθεμάν τα, Μαρουλλού,
τζιέρρατον εν ο τζιίρος:
Εσούνι είσαι έγκυος,
μα ’γιώνι είμαι ... στείρος!»
-----
-----

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Το χωράφιν


 (Γιος:)

 Που να μέν πω! Ήρτεν πάλε … Τι θέλεις τωρά δαμέ;
Ρε πατέρα, πιον παρέτα, άστην τσάππαν τζιαχαμέ.

Είσαι γέρος, ενενήντα, έφας τα ψουμιά σου πιον!
Στο χωράφιν τι γυρέφκεις τζι’ έχω σε που πανωθκιόν;

 (Πατέρας:)

 Ά(φ)ησ’ με να σου τανίσω, γιε μου, τζιαι μεν παουρίζεις,
τα δεντρά να ξιχορτήσω με την τσάππαν, σαν ποτίζεις.

 (Γιος:)

Ούτε τσάππαν, ούτε φτζιάρι, ούτε τζιαι για χωραττά!
Πιάσε πάνταν τζιαι παρέτα, μέν πάθεις καναν χαττά.

Μιαν ζωήν μέσ’ τα χωράφκια, δεν τα εβαρέθηκες;
Τζ’ ήρτες πάλε να τανίσεις … Ίνταλως το σκέφτηκες;

Σαν τον σσιύλλον ούλλη μέρα μάχουμαι, σκοτώννουμαι,
γέννημαν με δύμμαν ήλιου με την γην τσακκώννουμαι …

… τζιαι βαρκούμαι πριν αρκέψω γιατ’ εν σκόρσον η δουλειά.
Ξέρω: πρέπει να τα κάμω τζι’ έν μ’ αρέσκ’ η ττεμπελιά.

Ούλλη μέρα βασανιούμαι, μ’ άν διαμαρτύρουμαι,
να ’ρτει η ώρα να σκολάσω τζιαι να φύω που δαμέ.

Έσσω μου να πά’ να πνάσω, την γεναίκαν μου να δω,
λλίον για να της συντύχω τζιαι να παίξω με τον γιό.

Πως τζι’ εγιώ πλάσμαν πως είμαι, να το νοιώσω νακκουρί,
στο κρεββάτιν να ξαπλώσω τζιαι να κόψω ’ναν κουρί
[1].

Δεν μπορώ να καταλάβω: Τι του βρίσκεις ρε πατέρα
τούντου χωραφκιού του μαύρου τζιαι βουράς το ούλλη μέρα;

(Πατέρας:)

Για να έρτω στο χωράφι, θα ’καμνα την γην πηγή!
Τα δεντρά εν’ τα παιθκιά μου τζιαι γεναίκα μου η γη.

Μέσα στες αναμεσιές τους άμαν πω να παρπατήσω,
νοιώθω πως μεσ’ τούν’ τον κόσμο σσιίλλιους γρόνους εννα ζήσω.

Τζιαι πως είμαι ενενήντα, ούτε που το σκέφτουμαι,
ούτε τζιαι τραβώ μαράζι, ούτε τζιαι παιδεύκουμαι.

Καρτερώ την ώραν τούτην στο χωράφιν να βρεθώ,
να αρπαξω τούν’ την τσάππαν, στην δουλειάν για να στρωθώ.

Ούλλη μέρα στο χωράφιν, αν εσού ποστέκεσαι,
εγιώ πνάζω, πίστεψέ με, σαν να τζι’ αναστέννεσαι!

Των ανθών η μυρωθκιά τους θκιά σου δύναμιν ψυσιής
τζιαι αν δεν το καταλάβεις, ευλογίαν δεν έσιεις.

Οσην ώραν πά’ στο χώμα στέκεσαι τζιαι παρπατάς,
ήντα ώρα είναι, γιέ μου, μέν σε νοιάζει, μέν ρωτάς.

Κρύψε τζιαι απόλαυσέ το, κάμε το να σου αρέσει!
Το χωράφιν εν γρουσάφιν, πιο πολύτιμον δεν έσιει!

Τζι’ αν την ώραν που γυρίζω μέσ’ τα δέντρα, στο χωράφι,
δώκει τον γυρόν του ο Χάρος τζι’ αντακώσει να με γράφει …

… στο δευτέριν του το μαύρον, πως για μέναν εν η ώρα
που το σιέριν να με πιάσει, να με πά’ στην Κάτω Χώρα, …

… φτάννει πού ’μουν στο χωράφιν, στα δεντρά τζιαι στους βραμούς[2] μου!
Θάνατον τέθκοιον ωραίον, αλλον δεν χωρεί ο νους μου!


Κυριάκος Κατσιαντώνης
24 Νοέμβρη,  2011
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)




[1] να κόψω ’ναν κουρί  = να πάρω έναν υπνάκο
[2] βραμός  = φραγμός, δόμη

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Η δύναμη της πέννας.





α. Η πέννα τζιαι το γράψιμον.

Η πέννα έσιει δύναμην σγιαν έσιει το πιστόλιν,
οι λέξεις πάνω στο χαρτίν εν σιείρου που το βόλιν.

Σηκώννει επανάστασες τζιαι ρίφκει κυβερνήσεις,
μιαν κλαμουρίζει, μιαν γελά τζι’ ’έν καμνει διακρίσεις.

Έσιει μεγάλην δύναμην, γράφει για την ουσίαν,
για τούτον την εφκάλασιν «Τέταρτην Εξουσίαν!»

Έσιει την ικανότηταν μυαλά να τα παιδεύκει,
να ξισσιεπάζει τες βρομιές τζιαι τ’ άδικα να φεύκει, ...

... σούζει καρέκλες, θεμελιούς τζιαι σαν την πόμπαν σούζει
τζι’ ας μεν σκοτώννει άμεσα, σε βάθος χρόνου κρούζει.


β. Το σιέριν τζιαι ο νους.

Οι συγγραφείς τζι’ οι ποιητές, άμαν την πένναν πιάσουν
τζιαι λογικήν τζιαι δίκαιον καλά-καλά ζυάσουν, ...

... βάλλουν τες σκέψεις στο χαρτίν, γιουτούν τζι’ αναορεύκουν,
φκάλλουσιν συμπεράσματα τζιαι το μυαλόν παιδεύκουν, ...

... τζι’ άμαν τους έρτει έμπνευση, βιώματα ή όϊ,
μπαίννουν που κά- στην κρίσην τους ένοχοι τζιαι αθώοι.

Με τούν’ τον τρόπον γράφουνται κείμενα μα τζιαι στίχοι,
λόγια καυτά τζιαι εύστοχα, μα τίποτε στην τύχη, ...

... σκέψεις ζωής τζιαι θάνατου, καΐσια τζιαι λαχτάρες,
πίσ’ ’όν μηνίσκει τίποτες τζιαι δεν γίνουνται χάρες.


γ. Τ’ αμμάτιν τζιαι η κρίση.

Εν τ’ αναγνώστη το γυρίν, άμαν τα μελετήσει,
ποιόν εν που ’ν  λάθος ή σωστόν, στον νουν να ξεχωρίσει, ...

... τζι’ άμαν στον ώριμον τον νουν το νόημαν αρπάξει,
διαφωνεί ή συφφωνεί τζι’ ανάλογα ’ννα πράξει.

Ας κρίνει, ο ακροατής, τζιαι λέξεις μα τζιαι πέννα
τζιαι να σσιαστεί το νόημαν πού ’χουσιν τα γραμμένα.

Ύστερα, με την λογική τζιαι αν υπάρχει λόγος,
κρώννεται, συμβουλεύκεται τζιαι πράττει αναλόγως ...

... τζι’ άμαν που ποίμαν, κείμενον, το νόημαν εγεύτην,
ας δείξει τσας εχτίμησην σ’ τζιείνον που τα εσκέφτην.



Κυριάκος Κατσιαντώνης
28 Νιόβρη, 2014
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Κυριάκος Κατσιαντώνης (βιογραφικά στοιχεία)


Ο Κυριάκος Κατσιαντώνης κατάγεται από την κατεχόμενη Μακράσυκα Αμμοχώστου. Γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου, 1964 και είναι το τρίτο από εννέα παιδιά του ζεύγους Ανδρέα και Παυλίνας Κατσιαντώνη. Το 1982 αποφοίτησε από το Λύκειο Αγίου Γεωργίου, στη Λάρνακα, στον Εμπορικό Κλάδο. Από την ηλικία των 16 χρόνων εργαζόταν ως μουσικός σε διάφορα κέντρα αναψυχής και ξενοδοχεία ανά την Κύπρο.  Το 1989 νυμφεύεται την Ιωάννα Βασιλειάδου, από την Αγία Μαρίνα Κελοκεδάρων της Πάφου και το 2007 αποκτούν τον γιο τους, Δαμιανό. Το 2003 απέκτησε Πτυχίο Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σήμερα εργάζεται ως Δημόσιος Υπάλληλος στο Τμήμα Εργασίας. Τα τελευταία χρόνια διαμένει στην ιδιόκτητή του κατοικία, στα Λειβάδια Λάρνακας.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση άρχισε το 1994. Επηρεασμένος από το επάγγελμα του μουσικού, είχε τότε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Στίχοι Που Ψάχνουν Μελωδία», με 12 ποιήματα στην ελληνική, δημοτική γλώσσα και με έντονο το λαϊκό στοιχείο. Το 2009 ξεκινά να γράφει κυπριακή ποίηση, τιμώντας έτσι τις καταβολές του (συγγένεια με Κυριάκο Καρνέρα από Ξυλοτύμπου και Κόκο του Μηνά από Μακράσυκα). Τα πρώτα του κυπριακά ποιήματα τα ένταξε στην προσωπική του συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες». Τον Φεβράρη του 2014 ξεκινά μια νέα συλλογή, παράλληλα με την προηγούμενη, με τίτλο: «Ανέκδοτα Διασκευασμένα Σε Κυπριακά Σατυρικά Ποιήματα». Στο παρόν στάδιο οι 2 τελευταίες συλλογές βρίσκονται στο στάδιο της επιμέλειας και όταν είναι έτοιμα θα εκδοθούν σε βιβλία.

Δουλειάν τζ’ υγείαν



Ένας κυπραίος Αλαντίν που ήβρεν το λυχνάρι,
του Ντζίνι μέσα πό ’φκηκεν, εζήτησέν του χάρη:

- Ντζίνιν, αντίς για χάρες τρεις, που μού ’πες να ζητήσω,
δκυό χάρες μόνον σου ζητώ, την μιάν θα την αφήσω.

Δεν θα ζητήσω, με γρουσόν, με μάλια, με αστέρκα,
μόνον να μ’ έσιεις υγιήν, νά ’χω τα δκυό μου σιέρκα,

τζιαι μιάν δουλειάν να μάχουμαι, νάν’ του μεροκαμάτου,
’φού τ’ άδρωπου το καθισιόν χαλά τον τζι’ ’έν φελά του.

Άδρωπον π’ ’όν έσιει δουλειάν, τρώει τον το σαράτζιν,
εν το βλαντζίν τ’ ολόμαυρον τζιαι στην καρκιάν φαρμάτζιν.

Μιάς τζι’ έτυχέν μου, Ντζίνιν μου, τζι’ επλάστηκες ομπρός μου,
να σιαίρεσαι τα γρόνια σου, δουλειάν τζ’ υγείαν δώσ’ μου!



Κυριάκος Κατσιαντώνης
05 Φεβράρη,  2014
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)

Ο Διατροφολόγος.

  
Κάποιαν φοράν που έτυχεν να πάω φαρμακείον,
είσιεν πολλές εις την σειράν, το φύλον γυναικείον.

Κάποια κυρία στρουμπουλή την ζυαρκάν εσσιάστην
τζιαι όπως την εσίνιαρα, να ζυαστεί εσάστην.

«Έννεν ανάγκη, σγιάν λαλώ, να ζυαστείς, κυρία,
είσ’ εβδομήντα  τζιαι μισόν, μέν έσιεις απορία!»

Έτσι της είπα, μά ’ν έπιαν τόπον η συμβουλή μου
τζιαι άμαν εζυάστηκεν, γυρίζει τζιαι λαλεί μου:

«(Δ)έν το πιστεύκω, κύριε, το βάρος μου εμέναν
που σύγκοψες ακρίβειαν, χωρίς να λείφκετ’ έναν!»

Την φάσην ούλλην εί(δ)εν την τζιαι μί-α σαν τον ταύρο(ν)
τζι’ αρώτησέν το βάρος της με μιαν μμαθκιάν αν θά ’βρω.

Λαλώ: «Εσού, κυρία μου, χωρίς δεύτερην σκέψη,
δηλώννω το με σιουρκάν, είσ’ ενενήντα έξι!»

Εί(δ)α την που τσουννιάστηκεν! Χωρίς τζιαιρόν να χάσει
αππήησεν στην ζυαρκάν, χαζίριν να την σπάσει.

Όσα εν πού ’πα έδειξεν! Γυρίζουν τζιαι θωρούν με,
οι δκυό κυρίες οι αδρές, τζι’ αμέσως αρωτούν με:

«Που σύγκοψες το βάρος μας, πε μας, ποιος εν ο λόγος;
Άμπα τζιαι είσαι, που λαλούν, ο Διατροφολόγος;»

«Δεν είμαι τούτον πού ’πετε, αφράτες μου κοπέλλες!
Εγιώ νιώννω τζιαι πουλώ ... δαμάλια τζιαι κατσέλλες!»



08 Γενάρη, 2015
(Από τη συλλογή: «Ανέκδοτα Διασκευασμένα Σε Κυπριακά Σατυρικά Ποιήματα»)