ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
.
Πίσω από μένα,
πίσω από σένα,
πίσω από τον άλλο.
.
Πίσω από το μικροσκόπιο
της ματιάς σου,
τις μη μου άπτου απολήξεις
της αφής σου,
τ’ απειροελάχιστα ξύσματα
μιας νότας,
την πρώτη δειλή χειρονομία
ενός γιασεμιού,
πίσω από το υπόλοιπο έρωτα
στον κάλυκα μιας γλώσσας.
.
Κι ακόμη πιο πίσω,
πίσω-πίσω και πιο πίσω,
πίσω κι από την Έκρηξη τη Μεγάλη,
βαθύτερα κι απ’ το βαθύτερο βάθος του βάθους,
εκεί όπου όλα με το τίποτα αρχινούν
και στο τίποτα τελειώνουν.
.
Ναι, ναι, εκεί, εκεί
θα υπάρχει πάντα αυτό που αγνοώ’
.
και όσο αγνοώ ελπίζω.
.
ΚΡΑΥΓΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
.
Τώρα, που η πλάτη της μέρας
ακουμπάει στο πορτοκαλί
του ηλιοβασιλέματος,
εσύ τι νόημα βγάζεις;
Τα χρώματα συνεπή,
αύριο επιστρέφουν,
εσύ ποιούς υπότιτλους ψάχνεις
στον ουρανό;
.
Γέρνεις στο χώμα,
ακουμπάς το αυτί στη ζέστα της πέτρας,
άθελά σου παραβιάζεις
τα προσωπικά δεδομένα του ήλιου,
μα τις δικές σου θαμμένες πολιτείες
ποιός έστερξε ποτέ
να κρυφακούσει;
.
Κάποια κυρία ευέξαπτη Χλωροφύλλη
παραδίδει το διάταγμα έξωσης
στην αθωότητα μιας αυλής.
Ελλείψει επιχειρημάτων
η μοχθηρία της μούχλας
θα πεις.
Για πόσο όμως εσύ
θα αναδιπλώνεσαι βουβός,
δίπλα σ’ αυτό το γιασεμί
που εκλιπαρεί;
.
Τα ρυάκια της βροχής τι κουβαλάν;
Να ‘ναι όσα δεν τόλμησες κείνο το βράδυ
ή μήπως τη ζωή σου όλη
που σαλπάρει,
στις νηοπομπές των μυστικών;
Λιπόσαρκες λέξεις και πατικωμένα τρένα,
πάλι θα πεις,
έξω από τα υγρά κρεματόρια
της ιστορίας.
.
Ναι, ο καθείς και η ευκολία του.
Εντούτοις η πιο σύντομη πορεία
προς τ’ άστρα,
παραμένει η ανένταχτη κοτυληδόνα
μιας σκέψης.
.
Τη κραυγή της πεταλούδας ποιος θα την πει;
Μια μέρα,
και του ήλιου το αλφαβητάρι
κι αυτό θα κατασχεθεί!
Θα δεις!
.
Ο ΑΣΥΜΦΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΧ
.
Άργησα.
Την είδα να χάνεται
όπως γλυκάδα ομίχλης,
στη στροφή λίγο πριν την έξοδο
των βαριών διλημμάτων.
Την καταπλάκωσαν και πάλι
αργά τριαξονικά γιατί
.
Στον υπόγειο,
η επικερδής μου βιασύνη
προσπέρασε τον μουσικό του Μπαχ.
Οι νότες που άφησα πίσω,
με πολτοποίησαν στις ράγες.
Πέρασε κι από κει, θα λένε,
η βουβή αμαξοστοιχία
του μαύρου.
.
Τα χέρια,
που δεν κράτησα σφικτά,
ένιψαν τις ώρες
και βράδιασαν.
Όταν οι μεταμέλειες
θορυβούσαν ψες μέχρι το πρωί ψες,
σαν κάτι τρωκτικά
που ροκανίζουν το μαύρο,
.
και στους τοίχους φτερούγιζαν
οι σκιές
των μεγαλοπρεπών σου δισταγμών.
Να σ’ ακουμπά στον ώμο
λιπόθυμη συλλαβή
προσκυνητή,
.
και να τη σπρώχνεις εσύ,
κατακόμβες πόνου μετά,
στο αναπηρικό της δικής σου πνοής.
.
ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΙΙ
.
Και εισήλθε κι άλλο σκοτάδι
μέσα σε πιο βαθύ σκοτάδι.
.
Μέχρι που ένα πρωί η νοσταλγία,
έρποντας ανάμεσα στα κουφάρια
των μελλοντικών ποιητών,
με ανέλκυσε στο φως.
.
Ανέτρεψα τα εις βάρος μου δεδομένα,
διέσχισα εν τέλει
των ανεμόμυλων το δάσος,
μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.
.
Η γη λικνίζεται
πάνω στον γοφό μιας γυναίκας,
σκύβει, αναπηδά και περιφέρεται,
μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.
.
Το σύμπαν παράλληλο,
η ζωή του καθενός
μια εκδοχή,
μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.
***
Όταν στο έμπα της Άνοιξης
σε προλαβαίνουν
κάτι επίμονα ρήματα,
τα μόνα που δεν εντάχθηκαν
στις βροχές
των απαγγελμένων ποιημάτων.
Ατενίζοντας τ’ άστρα
εθίζεσαι στην ανυπαρξία
.
ατενίζοντας τ’ άστρα
εκτίθεσαι.