Σαν άλλοθι οι λέξεις
Κι ο ποιητής υψώνει το σώμα του
Καιόμενος
Μα ούτε φθόγγος κραταιός
Μόνον ανάσες χνώτο προβάτου
Πριν απ’ τη σφαγή
Ή σαν νεφέλη απλωμένη
Στο σώμα στρατιώτη που ξεψύχησε
Βογκώντας όνειρα παιδικά.
Αποκεφαλισμένοι φθόγγοι
Τυμπανισμένοι ήχοι
Κραυγές αλυχτώντας
Σαν άλλοθι οι λέξεις
Γυρεύουν δικαίωση
Και φρύαξε η αυγή
Καθώς μας άνοιγαν τα σπλάχνα οι οβίδες
Και δεν μπορώ σου λέω να μη θυμάμαι
Και σκοτείνιασε μου λες
Τα κορίτσια μας κλειστά
Σαν άνθη και δεν έστερξαν το φως.
Η Μαίρη η Χρύσω κι η άλλη Μαίρη
Με τους λωτούς στα στήθη
Και σκοτείνιασε Κι ούτε που ξέρω
Πώς θα βγει και τούτη η νύχτα
Λοιπόν πώς εκλαμβάνεις
Τα όσα τεκταίνονται
Σιωπάς
Ωσάν να συνηγορείς μου φαίνεται
Και εκείνος ο Καρδιανός ο Θραξ
Πού έπεσε στα ανοιχτά του Κιτίου
Να πούμε πως δεν υπήρξε ποτέ
Άλλωστε με αρχαία φαντάσματα δεν πλάθεται η Ιστορία
Βέβαια παραμένει εκείνη η λευκή λήκυθος
Τοις εν Κύπρω πεσούσι
Μα και σ’αυτό θα δώσουμε απάντηση
Ναι πρόκειται περί ψευδεπιγράφου
Τώρα ως προς «τα κόκκαλα που λευκαίνονται
Στις ακτές μας» το ματωμένο πουκάμισο
Του τελευταίου στρατιώτη κλπ., κλπ
Ας το παραδεχθούμε πώς όλα υπήρξαν εν φαντασία
Είναι ρομαντικοί σου λέω οι ποιηταί
Πολύ ρομαντικοί
Να βαδίζεις ώρα μεσάνυχτα
Γυρτή η ματιά στους ώμους
Μια σκιά να πασχίζει λοξά
Τα λόγια που ακούς
Και να σέρνεις ένα βήχα
Στο στόμιο του φεγγαριού αργά
Τα βήματα σου ώρα μηδέν
Λόγος αντίφωνος
Στην όρχηση του μυαλού
Καθώς αρχινάς τον κανόνα
Ψαλμωδία μεσονύκτια
Εκεί που θροΐζουν φυλλωσιές
Και φιλήματα λάγνα
Τροπαιούχε ερωτικέ
Κανοναρχείς τη ζωή με το λόγο σου
Σαν άξαφνα ο πεπτωκώς μου φθόγγος
Ανοίγει τις φτερούγες του
Στο αιθέριο Σύμπαν
Σαν κάτι μια υποψία
Ψηλαφώντας αδιόρατους παλμούς
Και ήχους συριστικούς
Μιας ανάσας κεκαυμένης
Πώς όταν επέρχεται σκότος
Και μυριάδες θρύμματα
Του αντιρρόπου φωτός
Περιλούζουν το συμπαντικό κενό
Και μέσα σε όλα αυτά
Ασθμαίνει η εσωλέμβιος Μαρία
Τα έξω του κόσμου καταμετρώντας
Σαν κάτι μια υποψία
Το «αχ» που της έλαχε
Στα περίχωρα μιας νυκτωδίας
Και η αγωνία της να φθέγγεται
Καμπύλους υμεναίους
Στα άωρα μιας ευμέλειας
Ο ίσκιος της με τις ευθυτενείς προσδοκίες
Καθώς η Μαρία συρρικνώνεται υποδορίως
Μες στην ευρυχωρία του κάτι
.....................
Κι ο ποιητής υψώνει το σώμα του
Καιόμενος
Μα ούτε φθόγγος κραταιός
Μόνον ανάσες χνώτο προβάτου
Πριν απ’ τη σφαγή
Ή σαν νεφέλη απλωμένη
Στο σώμα στρατιώτη που ξεψύχησε
Βογκώντας όνειρα παιδικά.
Αποκεφαλισμένοι φθόγγοι
Τυμπανισμένοι ήχοι
Κραυγές αλυχτώντας
Σαν άλλοθι οι λέξεις
Γυρεύουν δικαίωση
Και φρύαξε η αυγή
Καθώς μας άνοιγαν τα σπλάχνα οι οβίδες
Και δεν μπορώ σου λέω να μη θυμάμαι
Και σκοτείνιασε μου λες
Τα κορίτσια μας κλειστά
Σαν άνθη και δεν έστερξαν το φως.
Η Μαίρη η Χρύσω κι η άλλη Μαίρη
Με τους λωτούς στα στήθη
Και σκοτείνιασε Κι ούτε που ξέρω
Πώς θα βγει και τούτη η νύχτα
Λοιπόν πώς εκλαμβάνεις
Τα όσα τεκταίνονται
Σιωπάς
Ωσάν να συνηγορείς μου φαίνεται
Και εκείνος ο Καρδιανός ο Θραξ
Πού έπεσε στα ανοιχτά του Κιτίου
Να πούμε πως δεν υπήρξε ποτέ
Άλλωστε με αρχαία φαντάσματα δεν πλάθεται η Ιστορία
Βέβαια παραμένει εκείνη η λευκή λήκυθος
Τοις εν Κύπρω πεσούσι
Μα και σ’αυτό θα δώσουμε απάντηση
Ναι πρόκειται περί ψευδεπιγράφου
Τώρα ως προς «τα κόκκαλα που λευκαίνονται
Στις ακτές μας» το ματωμένο πουκάμισο
Του τελευταίου στρατιώτη κλπ., κλπ
Ας το παραδεχθούμε πώς όλα υπήρξαν εν φαντασία
Είναι ρομαντικοί σου λέω οι ποιηταί
Πολύ ρομαντικοί
Να βαδίζεις ώρα μεσάνυχτα
Γυρτή η ματιά στους ώμους
Μια σκιά να πασχίζει λοξά
Τα λόγια που ακούς
Και να σέρνεις ένα βήχα
Στο στόμιο του φεγγαριού αργά
Τα βήματα σου ώρα μηδέν
Λόγος αντίφωνος
Στην όρχηση του μυαλού
Καθώς αρχινάς τον κανόνα
Ψαλμωδία μεσονύκτια
Εκεί που θροΐζουν φυλλωσιές
Και φιλήματα λάγνα
Τροπαιούχε ερωτικέ
Κανοναρχείς τη ζωή με το λόγο σου
Σαν άξαφνα ο πεπτωκώς μου φθόγγος
Ανοίγει τις φτερούγες του
Στο αιθέριο Σύμπαν
Σαν κάτι μια υποψία
Ψηλαφώντας αδιόρατους παλμούς
Και ήχους συριστικούς
Μιας ανάσας κεκαυμένης
Πώς όταν επέρχεται σκότος
Και μυριάδες θρύμματα
Του αντιρρόπου φωτός
Περιλούζουν το συμπαντικό κενό
Και μέσα σε όλα αυτά
Ασθμαίνει η εσωλέμβιος Μαρία
Τα έξω του κόσμου καταμετρώντας
Σαν κάτι μια υποψία
Το «αχ» που της έλαχε
Στα περίχωρα μιας νυκτωδίας
Και η αγωνία της να φθέγγεται
Καμπύλους υμεναίους
Στα άωρα μιας ευμέλειας
Ο ίσκιος της με τις ευθυτενείς προσδοκίες
Καθώς η Μαρία συρρικνώνεται υποδορίως
Μες στην ευρυχωρία του κάτι
.....................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου