«Εκεί που όλοι τον εἶχαν ξεγραμμένο
τον εύχονταν για ξεγραμμένο
ερχόταν μόνος.
Μέσα από λοιμούς, λυγμούς
ισοπεδώσεις
εκχερσώσεις
επιχωματώσεις
αργά διέσχιζε το δρόμο κουτσαίνοντας.
Λάτρεις κρανοφόροι του μετάλλου τον παραμόνευαν.
Μελανηφοροι πεφυσιωμένοι επιβήτορες των μηχανών
επίβουλοι τον περίμεναν
βαθιά μέσα τους πονώντας για τη χαμένη ηδονή
―Νάτον θα πέσει!
Μέσα σε πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τον
περίμεναν.
περίμεναν.
Εκείνος προχωρούσε ανέγγιχτος
με χείλι μισάνοιχτο
γκριμάτσα πόνου ή χαμόγελο
κάπνιζε το τσιγάρο του
φρενοβλαβής, ίσως, και περήφανος.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου