Το ήξερε ο ήλιος από ψηλά ,και για τη μάνα που γιορτάζει,
Χαίρεται και χαμογελά, τα χρώματα του ετοιμάζει .
Το είπε αυτός στη θάλασσα, κι άμα το άκουσε εκείνη,
Τα κύματα σταμάτησαν και γίνηκε γαλήνη.
Το έμαθαν και τα πουλιά, και το είπαν στα λουλούδια,
Κι έγινε η πλάση μια αγκαλιά, με αρώματα τραγούδια.
Τ αγέρα η πνοή η παγερή, σταμάτησε ,δεν θα φυσήσει,
Κι έγινε αύρα δροσερή, την κουρασμένη μάνα να δροσίσει.
Το άκουσε η δυνατή βροχή, κι έγινε δροσούλα,
Και βάλσαμο μες τη ψυχή, στη δύστυχη μανούλα.
Και το γαλάζιο τ ουρανού, γέμισε χελιδόνια,
Κελαηδούν τη μάνα υμνούν ,μαζί με τ αηδόνια.
Όσα του κόσμου τα παιδιά δεν έχουν πια μητέρα,
Κρυώνουν σαν μικρά πουλιά στο φύσημα τα αγέρα.
Μάνες σ όλα τα χρώματα, του όλου κόσμου μητέρες,
Όποια κι αν έχετε ονόματα, γιορτάστε όλες τις μέρες.
Μάνα του αγνοούμενου, του ήρωα μητέρα,
Συ λιώνεις όπως το κερί, τη νύχτα και τη μέρα.
Μάνες σε τόπο μακρινό, που δεν ξαναγυρίζουν,
Κάνετε τους ένα μνημόσυνο, αυτές να μας θυμίζουν.
Δεν πρέπει να τη θυμόμαστε, το Μάη μια μέρα μόνο,
Αλλά να την σκεφτόμαστε, ολόκληρο το χρόνο.
Πόσο γλυκόλαλα χτυπά, χαρμόσυνα η καμπάνα,
Μεριάστε τώρα και περνά η ευλογημένη ΜΑΝΑ.