Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανωνύμων Κυπρίων Ποιητών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανωνύμων Κυπρίων Ποιητών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

2 τετράστιχα αγνώστου Κυπρίου στιχοπλόκου

1. 

Τζείνον που μπαίνει τζιέν λαλεί 
με γεια σας με καλώς τον
στο παναήριν έπαρτον 
τζιόσα σου δώκουν δόστον.


2. 

Τζιαι τζείνον που τον σιερετάς
τζαι δεν σου πολοέται
στο παναήριν χάριστον
αν δεις πως εν πουλιέται

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Ποίημα για την Αμμόχωστο

 Από τα παιδιά της Α΄ 2 


Αμμόχωστος γλυκιά, 
είσαι τώρα στη σκλαβιά, 
να ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ 
και περιμένω να σε δω. 

Οι Τούρκοι ακόμα σε κρατάνε, 
σίγουρα δε σε αγαπάνε, 
όπως σε αγαπώ εγώ, 
που κάθε μέρα σε λησμονώ.

Η Κύπρος μας



Την Κύπρο κι αν σκλαβώσανε, 
οι Τούρκοι με τα όπλα, 
εμείς θα πολεμήσουμε, 
για τα μέρη μας όλα. 

Η Κύπρος κι αν μοιράστηκε 
στις καρδιές μας πάντα είναι, 
καιρός να διεκδικήσουμε 
και τους Τούρκους να νικήσουμε

Α΄Δημοτικό σχολείο Τσερίου (σχολική χρονια 2013-2014) Από τα παιδιά της Α΄ 1

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Το τραγούδι της Παναγίας του Κύκκου




Άστραψεν η Ανατολή κι εβρόντησεν  η Δύσι
κι εχαμηλοπουμπούρισεν* η Πέτρα του Λιμνίτη·
απόχει ευχαρίστησιν, ας έρτει ν' αγροικήσει,*
να κάμω τ' αμματάκια του να τρέξουν σαν την βρύσιν,
γοιάν*  τα νερά τα τραξιμιά, που δεν έχουσιν στήσιν,
την Δέσποιναν και τον Χριστόν για να δοξολογήσει·
Τέτοιαν Κυράν και Δέσποιναν ποιός το 'λέγεν να φύγει,
να πάει κάτω στον γιαλόν να κάμει αρκόν ταξίδιν!*
Πάνω στου Κύκκου το βουνίν κτίζουν της μοναστήριν,
κτίζουν την εκκλησίαν της με ούλον κεραμίδιν·
αππέσω κτίζουν τα κελλιά κι αππέξω σιμιντήριν,*
αππέσω μαζευτήκασιν κάμποσοι καλοήροι·
ακόμ', αν δεν πιστεύγετε, οι πεύκοι 'ν γονατισμένοι,
που διάβαιννεν η Δέσποινα, τέτοια χαριτωμένη.
Στους τόπους, απού διάβαιννεν, τα δέντρη ούλα τρίζαν,
και σείζουνταν οι μούττες τους, χαμαί στην γην εγγίζαν,
δίχως στραπές, δίχως βροντές πως μυλλοψιχαδίζαν*
τα νέφη πα* στους ουρανούς, μαζίν της εγυρίζαν!
Ούλες κυράδες τες λαλούν, ούλες κυράδες είναι,
μα, σαν του Κύκκου την Κυράν, άλλην κυράν δεν έχει,
πρώτον διαβαίνν' η χάρις της και ταπισόν ηβρέχει.
Όντας θελήσ' η Δέσποινα να βγει να διακινήσει,
ούλος ο κόσμος τρέμει την, π' Ανατολήν ως Δύσιν·
όντας θελήσ' η δέσποινα να βγει που το θρονίν της,
οι αρχαγγέλοι παίρνουν την εις τον μονογενή της·
Αννοίξαν οι εφτά ουρανοί να μπ' Κυρά του κόσμου.
Που την θωρεί ο γυιούλλης της, επροσηκώθηκέν της,
στον θρόνο που εκάθετουν, εκεί εκάθισέν την.
«Καλώς την την μητέρα μου με τα καλά του κόσμου,
και να μου π' η μητέρα μου ίντα καλά έχει ο κόσμος.»
Τετάρτην και Παρασκευήν ζυμώννουν και φουρνίζουν,
το γείρμαν του μεσομεριού σαρίζουν* και καπνίζουν,*
Κυριακήν που το πωρνόν πλυννίσκουν* και ραντίζουν
πιάννουν τα ποφρουκάλιδα* και την αυλήν παστρίζουν.*
Το Σάββατον που το πωρνόν λαμπάδες αγοράζουν,
Κυριακήν αφταίνουν* τες και κλαίσιν και φωνάζουν,
ψάλλουν το «Κύρι' ελέησον», εσέν κι εμέν φωνάζουν.
Και μίαν Κυριακήν πρωίν, προτού την Λειτουργίαν,
λαμπάδαν της εστείλασιν κανίσσιν* απού πέρα,
κείνη λαμπάδα δεν ήταν, μονόν ωσάν νεφρίδιν·
πιάννουσιν τρεις και τέσσερεις και πέντε καλογήροι,
στηννουν την δεν ηστήννεται, κρούζουν την δεν αφταίνει.
Η Δέσποινα αρωμάτισεν έναν καλογεράκιν
που τόστειλεν η μάνα του εις την Μονήν σκλαβάκι.*
«Γυιέ μου, πε* του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου
λαμπάδα που μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν, μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει, κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σωκώθην το καλοηρίν του ύπνου μαραμμένον,
εφόρησεν τα ράσα του, γοιάν ήταν μαθημένον,
ενίφτην κι εσφογγίστηκεν και πάει στον γουμένον:
Και καλημέρα δάσκαλε και πρώτε των γερόντων,
κρόστου με*, αφέντη δάσκαλε, και ό,τι σου πω να ποίσεις,
εψές είδα έναν όρωμαν και να μου το διαλύσεις·
εμέναν η Κυρία μας αναρωμάτισέν με,
σαν εκοιμούμουν όμορφα, ήρτεν κι εξύπνισέν με.
«Γυιέ μου, πε* του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε το γουμένου
λαμπάδα που μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν, μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει, κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σηκώθην καθηγούμενος, χαμαί την εξαπλώννει,
εννιά βαρέλλες έφερεν, παρούτην τες γεμώννει,
και όση επερίσσεψεν χαμαί την εσσιονώννει.
Κάτω στο Στρουμποπόλεμον* κτίζουν της το μετόχιν,
έχει και το κουπάιν* της, έχει και τον βοσκό της.
Κάνεναν πράμαν δεν έχει σαν την Κυράν του Κύκκου
βασίλισσαν την έχομεν δα μέσα, πον η Κύπρου.
Εις την Αγίαν της Μονήν βάλλει βουλήν να πάσιν,
Άγιον Φώτην, στον Στατόν, Γαλαταριάν, Κοιλίνειαν
οι Παναγιώτες τ' άκουσαν, βγαίνουν που τα καμίνια,
ετρέξαν εις την χάριν της να πάσιν να την δούσιν,
γιατ΄ είναι βασταγάρηδες κι αλλού δεν πολεμούσιν.
Απού το ξέρει να το πει τρεις φορές την μέραν,
ππέφτει λαμπρόν* δεν κάφκεται, με ποταμός τον πέρνει,
στην κρίσιν, που κρινούμαστεν, εκείνος δεν πηγαίννει,
Στο Άγιον Όρος να βρεθεί, να μην αροθυμήσει,
την ώρα του θανάτου του εννά την αγρωνίσει,
άγγελος που τον ουρανόν εννά τον βοηθήσει·
τ' Άγια Πάθη του Χριστού να πα να προσκυνήσει,
και πάλε να μεταστραφεί κι εμάς να χαιρετίσει.
Εκείνος απού το 'βγαλε όμορφα ποίησέν το
και αναμπροστά της Δέσποινας αναζωγράφησέν το.
Πάνω στα δένδρη τα ψηλά, πουλλάκια, κιλαδάτε,
ζωήν και χρόνια να ΄χετε όσοι κι αν αγροικάτε,
Δέσποινας πρέπει δόξασι κι εμέναν τ' ως πολλά 'τε.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

01. εχαμηλοπουμπούρισεν = βρόντηξε χαμηλά
02. αγροικήσει = ακούσει
03. γοιάν = σαν
04. αρκόν = ταξίδι που αργεί, μεγάλο ταξίδι
05. σιμιντήριν = ψηλός πετρόκτιστος τοίχος
06. μυλλοψιχαδίζαν = ψιχαδίζαν λίγο. Από τη λέξη μυλλόν = μήτε βρεγμένο μήτε στεγνό
07. πα = πάνω
08. ιλιώ = λιώνω
09. σαρίζουν =σκουπίζουν
 10. καπνίζουν = θυμιατίζουν
11. πλυννίσκουν = πλένουν
12. ποφρουκάλιδα = μικρές φρουκαλιές
13. την αυλήν παστρίζουν =  κάνουν την αυλή πεντακάθαρη
14. αφταίνουν = ανάβουν
15. κανίσσιν = δώρο
16. σκλαβάκι = υπηρέτης
17. πε = πες
18.άψει = ανάψει
19 κάφκεται = καίγεται
20. κρούζουσιν = πέρνουν φωτιά
22. αγιολέος = άγιον έλεος
23. (α)κρόστου με = άκουσε με
24. Στρουμποπόλεμον = τα χωριά Στρουμπί και Πολέμι
25. κουπάιν = κοπάδι

26. λαμπρόν = φωτιά


Άσμα της Μονής του Κύκκου



Κύκκου, Κύκκου το βουνί μαναστήρι να γενεί
και χρουσή Κυρά να μπει και ποττέ να μεν εβκεί.
Εκεί χαμαί συνάχτηκαν καμπόσοι καλοήροι,
εχτίσασι μίαν εκκλησιάν με ούλον κεραμίδι.
Και μιαν αΐαν Κυρκακήν, δεσποτκήν ημέραν,
λαμπάδα της επέμψασι της Δέσποινας που πέρα,
που πέρα που την Βενετάν, που μέσ' την Εγγλιτέραν.*
Πιάννουν την πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσασιν  κ΄εβάλαν την μέσα στο μαναστήρι,
στέκουν την και εν στέκεται, κρούζουν την* και εν αφταίννει*
επιάσαν κ΄ εκουμπίσαν την εις μίαν γωνιάν του τοίχου.
Είχεν ένα μικρόν παιδίν, έναν καλοηρούιν.
Την νύχτα η Κυρά μου πήε ρωμάτισέ το:*
«Ξύπνα, ξύπνα, μικρόν παδίν, και μεν αροθυμήσεις.*
Γυιέ μου , πε του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου,
γυιέ μου, πε του δασκάλου σου να κάμει σαν σου λέω.
Λαμπάδα που μου πέψασι μεν πιάσει και την κρούσει,
γιατ΄ αν την κρούσει, κρούζεται* μέσα  το μαναστήρι
και κρούζουν ούλα τα κελιά κ ούλοι καλοήροι.
Λαμπάδα που μου πέψασι να πιάσει να την λύσει,
να κάμει λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορέσει,
να πάει πάνω στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσει,
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσει».
Σηκόννεται μικρόν παιδίν, του ύπνου μαραμένον,
και τρέχει το μικρόν παιδίν, στον δάσκαλο του πάει
και «ξύπνα, ξύπνα, γέροντα, κ' έχω να σου μιλήσω:
Εμάνα η Κυρία μου εψές ρωμάτισέ με·
λαμπάδα που της πέψασι μεν πιάσεις και την κρούσεις
γιατ' αν την κρούσεις κρούζεται μέσα το μαναστήρι,
κρούζουσιν ούλα τα κελλιά κι ούλοι οι καλοήροι.
Λαμπάδα που της πέψασι να πιάσεις να την λύσεις,
να κάμεις λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορήσεις,
να πάεις πάνω στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσεις,
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσεις.
Εκείνος που την έστειλεν ένι ένας Εβραίος,
κ' εκείνος που την έφερεν  εν μυροβαφτισμένος.
κ' εκείνος που την έστειλεν ας εν' καταραμένος,
κ' εκείνος που την έφερεν ας εν ευλοημένος.»
Σηκόννεται ο γούμενος κι ό,τι του είπε κάμνει.
Πιάννουν την πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσαν την κ' εβκάλαν την που μεσ' το μαναστήρι.
Σαν πεύκον την ερρίψασιν, δεντρόν την πελεκούσιν,
εβκάλασι που μέσα της εννεά κάρτους καντρέθια*
και δεκαπέντε πούρπουρην* κι οχτώ κάρτους κεσμέδες,*
και το κερίν ελύσασιν κ' εκάμασιν λαμπάδια,
κ' εκάμαν και κερκά ψιλά όσα κι αν ημπορούσαν,
κι επήαν πάνω στα χωρκά ούλα και τα πουλούσαν.
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν, τίποτες εν αφήκαν.
Που το λαλεί να χαίρεται, που τα λαλεί ν' αγιάσει,
και που το συνερκάζεται χίλιους γρόνους να φτάσει.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

1. Εγγλιτέραν = Αγγλίαν
2.  κρούζουν την = την ανάβουν
3. αφταίννει = ανάβει
4. ρωμάτισέ το = παρουσιάστηκε στ' όνειρό του
5. αροθυμήσεις = φοβηθείς
6. κρούζεται = καίγεται
7. καντρέθια = σφαιρίδια
8. πούρπουρην = μπαρούτι

9. κεσμέδες = μέτρα για το μπαρούτι


[Ο πόθος όσα ζουν στον κόσμο σώννει]

Ο πόθος όσα ζουν στον κόσμο σώννει
και κάμνει την αγάπη να γνωρίζουν
τ' άγρια φαρμακερά χτηνά μερώννει
και κάμνει τα μ' αγάπην να γυρίζουν.
Μόνον σ' αυτόν σου σέναν δεν ξορτώννει
να δείξει τα λαμπρά του αμμέ χιονίζουν
ω κακιωμένη της φιλιάς και φύσης
λοιπόν την ομορφιάν τίντα να ποίσης;

[Πάγω...]



Κοντεύγ' η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου,
που μέλλει να μισέψω από ξαυτόν σου,
όμως αφήννω* δα στον ορισμόν σου
όλον τον εμαυτόν μου, αγγέλισσά μου.

Μηδέ απορείς, αν εμπορώ, θεά μου,
μισεύγοντα ν' αφήσω εμέν σ' αυτόν σου:
μισεύγω αμμ' όπου πάγω, γοιον δικός σου,
μένουσιν μετά σεν τα πνεύματά μου.

Πάγω, κι αν ένωσες ποτέ σ' εσέναν
πάθος αγάπης, βλέπε την καρδιάμ μου
πας και το σώμαν πιον δεν σε βιγλίσει.

Αν πει κανένας κι άλλην παρά σέναν
αγάπησα ποτέ, πε αχ την μεριάμ μου:
με δίχως την καρδιάν, πώς ν' αγαπήσει;

[Απόδοση στη νεοελληνική]


Κοντεύει η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου, που θα πρέπει να φύγω από κοντά σου, όμως, άγγελε μου, αφήνω εδώ στους ορισμούς σου όλο τον εαυτό μου.

Και μην απορείς, θεά μου, πώς θα μπορέσω φεύγοντας ν' αφήσω τον εαυτό μου σ' εσένα· φεύγω, αλλά όπου κι αν πάω, σαν δικός σου [που είμαι], μένουν μαζί σου οι σκέψεις μου.

Φεύγω, κι αν κάποτε ένιωσες μέσα σου πάθος αγάπης, φύλαγε την καρδιά μου, γιατί ίσως το σώμα μου δε θα μπορέσει να σε αντικρίσει πια.

Κι αν κάποιος σου πει πως αγάπησα ποτέ κάποιαν άλλη, εκτός από σένα, πες του από μέρους μου: χωρίς την καρδιά του, πώς ήταν δυνατό ν' αγαπήσει;


* Στην κυπριακή διάλεκτο, τα δύο όμοια σύμφωνα προφέρονται και τα δύο.


από: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α' Γενικού Λυκείου)

[Τι με βουλεύγεις]

Τι με βουλεύγεις, Πόθε, στην πικριάμ μου;
Το τέλος θεν να πιάσω
γιατί τόσον δεν ήθελα να ζήσω
με την κυράν μου ' χάσα την καρδιάμ μου
κι αθ θέν να την εφτάσω,
τα χρόνια τούτα χρειά ' ναι να τ ' άφήσω
γιατί να την βιγλίσω
πιον δεν θαρ ' ώδε και να πομεινίσκω
ανάπαψην δεν βρίσκω
γιατί στο μίσεμάν της εσηκώθην
πάσα χαρά κ' η πλήξη μου πιντώθη.

[Ξεύρεις γιατί ’ν’ ο πόθος φτερωμένος]

Ξεύρεις γιατί ’ν’ ο πόθος φτερωμένος
και με τα πλουμιστά φτερά γυρίζει;
Γιατί κανένας π’ αγαπά σιγίζει
ουδέ ποτέ ο νους του σιγισμένος.
[...]
Ξεύρεις γιατί έν γυμνός; Γιατί χοχλάζουν
με στο κουφάριν όλοι που ποθούσιν
κι αξάφτουν όσ’ είν’ να ’ν’ στην δούλεψήν του.

Δοξιότην ξεύρεις γιάντα τον λαλούσιν;
Γιατί πληγώνει ’που μακρά το δειν του
τούς αγαπούν και κάμνει τους και βάζουν.

Μωρόν παιδίν το φτιάζουν,
γοιον τον θωρείς εδά ζωγραφισμένον
γιατ’ οι ποθούν έχουν τον νουν χαμένον.


                Από:  Κώστα Μόντη, Ανδρέα Χριστοφίδη, Κυπριακή ανθολογία,  1965.