Κύκκου, Κύκκου
το βουνί μαναστήρι να γενεί
και χρουσή
Κυρά να μπει και ποττέ να μεν εβκεί.
Εκεί χαμαί
συνάχτηκαν καμπόσοι καλοήροι,
εχτίσασι μίαν
εκκλησιάν με ούλον κεραμίδι.
Και μιαν αΐαν
Κυρκακήν, δεσποτκήν ημέραν,
λαμπάδα της
επέμψασι της Δέσποινας που πέρα,
που πέρα που
την Βενετάν, που μέσ' την Εγγλιτέραν.*
Πιάννουν την
πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσασιν κ΄εβάλαν την μέσα στο μαναστήρι,
στέκουν την
και εν στέκεται, κρούζουν την* και εν αφταίννει*
επιάσαν κ΄
εκουμπίσαν την εις μίαν γωνιάν του τοίχου.
Είχεν ένα
μικρόν παιδίν, έναν καλοηρούιν.
Την νύχτα η
Κυρά μου πήε ρωμάτισέ το:*
«Ξύπνα, ξύπνα,
μικρόν παδίν, και μεν αροθυμήσεις.*
Γυιέ μου , πε
του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου,
γυιέ μου, πε
του δασκάλου σου να κάμει σαν σου λέω.
Λαμπάδα που
μου πέψασι μεν πιάσει και την κρούσει,
γιατ΄ αν την
κρούσει, κρούζεται* μέσα το μαναστήρι
και κρούζουν
ούλα τα κελιά κ ούλοι καλοήροι.
Λαμπάδα που
μου πέψασι να πιάσει να την λύσει,
να κάμει λαμπάδια
και κερκά όσα και αν μπορέσει,
να πάει πάνω
στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσει,
μήτε ψιλόν,
μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσει».
Σηκόννεται
μικρόν παιδίν, του ύπνου μαραμένον,
και τρέχει το
μικρόν παιδίν, στον δάσκαλο του πάει
και «ξύπνα,
ξύπνα, γέροντα, κ' έχω να σου μιλήσω:
Εμάνα η Κυρία
μου εψές ρωμάτισέ με·
λαμπάδα που
της πέψασι μεν πιάσεις και την κρούσεις
γιατ' αν την
κρούσεις κρούζεται μέσα το μαναστήρι,
κρούζουσιν
ούλα τα κελλιά κι ούλοι οι καλοήροι.
Λαμπάδα που
της πέψασι να πιάσεις να την λύσεις,
να κάμεις
λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορήσεις,
να πάεις πάνω
στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσεις,
μήτε ψιλόν,
μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσεις.
Εκείνος που
την έστειλεν ένι ένας Εβραίος,
κ' εκείνος που
την έφερεν εν μυροβαφτισμένος.
κ' εκείνος που
την έστειλεν ας εν' καταραμένος,
κ' εκείνος που
την έφερεν ας εν ευλοημένος.»
Σηκόννεται ο
γούμενος κι ό,τι του είπε κάμνει.
Πιάννουν την
πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσαν την κ'
εβκάλαν την που μεσ' το μαναστήρι.
Σαν πεύκον την
ερρίψασιν, δεντρόν την πελεκούσιν,
εβκάλασι που
μέσα της εννεά κάρτους καντρέθια*
και δεκαπέντε
πούρπουρην* κι οχτώ κάρτους κεσμέδες,*
και το κερίν
ελύσασιν κ' εκάμασιν λαμπάδια,
κ' εκάμαν και
κερκά ψιλά όσα κι αν ημπορούσαν,
κι επήαν πάνω
στα χωρκά ούλα και τα πουλούσαν.
μήτε ψιλόν,
μήτε χοντρόν, τίποτες εν αφήκαν.
Που το λαλεί
να χαίρεται, που τα λαλεί ν' αγιάσει,
και που το
συνερκάζεται χίλιους γρόνους να φτάσει.
Γλωσσάρι
κυπριακής διαλέκτου
1. Εγγλιτέραν
= Αγγλίαν
2. κρούζουν την = την ανάβουν
3. αφταίννει =
ανάβει
4. ρωμάτισέ το
= παρουσιάστηκε στ' όνειρό του
5. αροθυμήσεις
= φοβηθείς
6. κρούζεται =
καίγεται
7. καντρέθια =
σφαιρίδια
8. πούρπουρην
= μπαρούτι
9. κεσμέδες =
μέτρα για το μπαρούτι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου