Αυτή η λεύκα
στη ρεματιά
που λέει «όχι»
και λέει «ναι»
και λυγίζει
και δε λυγίζει
και γυρνά
εδώθε και μας κλείνει το μάτι για τον άνεμο,
και γυρνά στον
άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας
και κυματίζει
τρία πράσινα κρόσια1
στη θάλασσα,
και κυματίζει
τρία πράσινα κρόσια στις βουνοκορφές
κι ερωτεύεται
και γαργαλιέται
και σπαρταρά
απ’ τα γέλια
που λες θα της
πέσουν τα φύλλα,
κι
αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια2
και γέρνει
πίσω και κάνει χωνάκι
«ελάτε τώρα,
ελάτε τώρα»!
Αυτή η τρελή
λεύκα
που θα
κρεμαστεί το χειμώνα απάνω της η ελπίδα
της χαράδρας,
αυτή η τρελή
λεύκα
που θ’
απογυμνωθεί το χειμώνα
για να μπορεί
να λέει «όχι» στους χιονιάδες του Τροόδους,
που θ’
αποβάλει τον έρωτα και τα συναφή
και θα μείνει
γυμνή ψυχή,
και θα μείνει
γυμνή κάθετη ψυχή
για να πει τ’
«όχι»
τώρα που είν’
ανάγκη να το πει,
τώρα που δεν
υπάρχουν πια περιθώρια για παιγνίδισμα,
για να πει τ’
«όχι»
τώρα που το
χρειάζεται η χαράδρα.
Κώστας Μόντης,
Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω, Λευκωσία 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου