Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ / Ευριπίδης Κλεόπας


Στη Νίκη Μαραγκού
Κι ο Τούρκος που τον έφεραν
από τη χώρα που ανατέλλει ο ήλιος
συγνώμη, λέει που μένω στο σπίτι σας,
συγνώμη, αυτοί με φέρανε
από τη χώρα μου, που ανατέλλει ο ήλιος.
Και η παλιά Τουρκοκύπρια γειτόνισσα
-που έμενε τώρα στο σπίτι της Αντρούλας-
έλα Αντρούλα μου, φώναξε
έλα Αντρούλα να μείνεις σπίτιν σου
και ε να φύωμεν εμείς,
έλα κόρη μου…
και μόνον ο Άγγλος
ο κλεπταποδόχος, φωνάζει
στην διπρόσωπη γλώσσα του:
get out, of my house..




Ο Καημός της προσφυγιάς της πονεμένης Ρωμιοσύνης της προδομένης Κύπρου μας Ιούλιος του 1974 / Έλλη Α. Ιωάννου





 

Το εβδομήντατέσσερα
παμπόρκα αρματώσαν
τζιαί τους Αττίλες φόρτωσαν
τζιαί μας τους παραδώσαν

Στο πέντε μίλι φκήκασι
στου Καραβά το χώμα
τίποτε εν αφήκασι
το χώμα κλαίει ακόμα

Σφάξαν τζιαί ατιμάσασιν
το κρίμα να τους εύρει
τα πλάσματα που σφάξασιν
με ππάλες τζιαί μασσιαίρι

Σαν σίφφουνας επλάκωσαν
την μάνα μας Τζερύνεια
κοπέλλες εν που σκλάβωσαν
τίποτε εν αφήνναν

Τα μαύρα ελικόπτερα
θάνατον κατεβάζαν
ούλλα πιόν ολοφάνερα
φωθκιές παντού εβάζαν

Ακόμα αλεξιπτωτιστές
στη γη μας κατεβαίνναν
άγριοι βασανιστές
που δεν καταλαβαίνναν

Αεροπλάνα Τούρτζικα
σφυρίζαν τζιαί πετούσαν
πόμπες τζιαί πόμπες ρίφκασιν
σκοτώνναν τζιαί χαλούσαν

Τζιαί τα χωρκά εκλαίασιν
μέχρι τον Κορματζίτη
τζ’ οι πόμπες διπλοππέφτασιν
σούζετουν ο πλανήτης

Ούλλοι οι μιάλοι είδαν τα
μα όμως εβωβώσαν
τα μμάθκια τους εκλείσαν τα
την πόρτα τους κλειδώσαν

Τωρά όμως εν πούβρασιν
λόγια τζιαί συντυχάννουν
μπορίσαν τζιαί σκεφτήκασιν
τζιαί τα φιρμάνια κάμνουν

Γράφουν τζιαί ξαναγράφουσι
για τα δικά μας σπίθκια
παίζουσι με τον πόνο μας
του σατανά παιχνίθκια

Ας δώκουσι τα σπίθκια τους
τζιαί τα αρκοντικά τους
αν είναι τούτο δυνατό
τζι αν το λαλεί η καρκιά τους

Τόσα χρόνια βάσανα
τα μμάθκια μας βρεμένα
για τζιείνους ούλλο χάχχανα
για τζιείνους ούλλα ξένα

Στην Λάπηθο στον Καραβά
Άη Γιώρκη, Τζιερύνεια
Βασίλεια τζιαί στα Λιβερά
φωθκιές αφταίνναν σβύνναν

Τζιαί τα χωρκά μας Πάναγρα
Μύρτου τζιαί Κοντεμένος
στην Όρκα τζιαί στο Θκιόριος
κόσμος ήτουν χαμένος

Τζιαί της Λαπήθου ο Λάρνακας
δίπλα το Αγριδάτζι
τζι ο Άγιος Ερμόλαος
το γαίμα μας αυλάτζι

Οι πόμπες εν που ππέφτασι
τζιαί Κάρμι τζιαί Τριμύθθι
που τα βουνά βογγούσασι
με τες πληγές στα στήθη

Σούζεσουν Πενταδάχτυλε
αφταίνναν τα λαμπρά σου
στερέψασιν οι βρύσες σου
ξεράναν τα δεντρά σου

Χαχομηλιές κυκλάμινα
πούταν η φορεσιά σου
τα φκιόρα σου γίναν φωθκιά
τζιαί κάψαν την καρκιάν σου

Στον Κουτσοβέντη βάλλασι
καπάλιν τα κανόνια
τζιαί τα δεντρά εκάψασι
που ζιούσαν τόσα χρόνια

Εκλέψαν τζι αφανίσασιν
λεβέντες παλληκάρκα
τζιαί στην Τουρτζιάν τα πήρασιν
κλεισμένα μες τ’ αμπάρκα

Κλαιν οι μανάδες τζιαί παιθκιά
τζι ακόμα καρτερούσιν
εν πεθαμμένοι; εν ζωντανοί;
τους μιάλους αρωτούσιν;

Μα ούλλοι εκουφάνασιν
πόνον που δεν εξέρουν
παιθκιά που δεν εχάσασιν
πίσω για να τα φέρουν

Αγιά Ειρήνη εθάψασσε
τα Φτέρυχα εθρυνήσαν
τζιαί σεν’ Ελιά εκάψασσε
τζ’ οι Μότηδες δακρύσαν

Ακόμα τζι ο Παλιόσοφος
τζιαί το Κρινί πεθθούσι
τζι ο Βαβυλάς ο έρημος
εν μαύρα που φορόυσι

Στον Άγιο Επίκτητο
τζιαί Άγιο Αμβρόση
το κάθε πλάσμα χάννετουν
να πάει να γλυτώσει

Οι πόμπες λούκκους φκάλλασι
Καζάφανι τζιαί Χάρτζια
Κλεπίνη τζιαί στον Σύσκληπο
βουρούσαν που τ’ αυλάτζια

Ήτουν χαμός τζιαί θύελλα
η μπότα του Αττίλα
το Πέλλαπαϊς κούρσεψαν
κανένας εν εμίλα

Πκιόν η Τζερύνεια έκλαιε
εφώναζεν τζι εκτύπαν
κανένας εν την άκουε
τζι ο Αττίλας εξανακτύπαν

Χάρτζια, Βουνό, Ασώματο
Θέρμια τζιαί Καλογραία
Τράπεζα τζιαί Δίκωμο
υψώσαν τζιαί σημαία

Βουρούσασιν οι δαίμονες
να κλέψουν τζιαί να σφάξουν
τζι ούλα μας τα υπάρχοντα
σαν τους πελλούς ν’ αρπάξουν

Ληστέψασιν τες εκκλησιές
τζιαί σταύλους τες εκάμαν
στους τοίχους γράψασιν βρισιές
να πνίεσαι που τον θυμόν
τζιαί που το μαύρον κλάμαν

Άλλες εκάμασιν τζαμιά
τζι άλλες κάμαν μουσεία
με είσοδο χωρίς ζημιά
στην κάθε εκκλησία

Τους τάφους των παππούδων μας
πόκουππα τους αφήκαν
εσπάσασιν τζιαί τους σταυρούς
τζιαί δέν εσεβαστήκαν

Για τούτα ούλα τα κακά
διπλά τους ανταμείψαν
τα σπίθκια μας τους δώσασιν
τες πόρτες μας ανοίξαν

Κανένας εν τους εδίκασε
τζι ουτ’ εν να τους δικάσει
π’ άκουσεν κόσμος τζιαί τουνιάς
σ’ ούλη τη γη τζιαί πλάση

Κουρσέψαν τζι ερημώσασιν
τζιαί την Τζιυρκάν την Πόλη
που το νερό της χάθηκε
ξερόν εν το περβόλι

 
Σαρίσαν τζιαί τη Μεσαρκάν

τούτον το χώμαν κλαίει

πλακώσαν κάθε της μερκάν

χωρίς να αναπνέει


Του Καρπασιού τα πλάσματα

σταυρώννουν κάθε μέρα

γιατί φυλάουν χώματα

τζιαί νύχταν τζιαί ημέρα


Τζι ούλα της Μόρφου τα χωρκά
εν μαυροφορεμένα
τα πορτοκκάλια εν πικρά
τζιαί τα δεντρά εν κλαμένα

Κάθε μερκάν του Βαρωσιού
μαύρα πουλιά τζιοιτάζουν
στου δύστυχού μας του νησιού
γυρίζουσιν τζιαί κράζουν

Γυρεύκουσιν το δίκαιον
την Τζιύπρο μας να σώσουν
τζιαί τους Αγιούς παρακαλούν
την λευτερκάν να δώσουν

3 Ποιήματα για την Κερύνεια


Στιγμές της Εισβολής 

του Κώστα Μόντη 

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
 
Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει να αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε.
 
Σκέψου να μας γίνει βραχνάς η οροσειρά της Κερύνειας
σκέψου να την κοιτάμε με τρόμο,
σκέψου να την υποψιαζόμαστε,
σκέψου να τη μισάμε!
 
Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους.

**

Ένα Σάββατο 

του Μιχάλη Κακογιάννη 

Ένα Σαββάτο, Σαββάτο την αυγή
ξεκίνησε η κραυγή
απ’ την Κερύνεια κι έφτασε
στον Πόντο και στη Σμύρνη.
 
Ματώσανε οι θάλασσες
κι οι ουρανοί γεμίσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
 
Και ράγισαν τα μνήματα
τα δέντρα γονατίσαν
Χριστέ μου τόσα κρίματα
τα μάτια σου πώς τα ᾽δανε
και δεν τα σταματήσαν
 
Κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν

**

Κερύνεια 

του Νίκου Ορφανίδη 

Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που ξαγρυπνά ο θάνατος
και σκίζεται η πίκρα οριζόντια
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη
των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ
η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.

3 Ποιήματα για την Αμμόχωστο


Αμμόχωστος

                                                   της Αγγέλας Καιμακλιώτη 

Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ
**

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


                                                       της Νίκης Μαραγκού 
Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.

**

Όνομα Πόλης

                                               του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Now happiest loveliest in yon lovely Earth,
Whence sprang the Idea of Beauty» into birth.
Edgar Allan Poe

ΜΗΠΩΣ μιας πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη;
Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;
Χρόνος από άμμο ψιλοδουλεμένη
καθώς κοιτάζεις τους λευκούς μαστούς;
Ποιός 8α ‘λεγε το αντίθετο;
-Λησμόνησες τους πρόσφυγες
που στέκονται αντικρύ της και τη χαιρετάν.
ξέρουν να κλαίνε, την καρδιά τους να ραγίζουν
με βότσαλα της Θάλασσας, τη μηχανή τους έχουν
του αυτοκίνητου και του τρακτέρ ξεκινημένη
μετωπικά προς τα φυλάκια των Τουρκώνε,
στα τεθωρακισμένα των οχτρώνε.
Πώς ομιλείς – εσύ, δε 8α το πίστευα!-
γι’ αυτούς που είναι σαν φίλοι και αδελφοί.
Με παρεξήγησες, υποκριτή αναγνώστη.
Βλέπω μονάχα, την Αμμόχωστο ίσως, και αγαπώ
9α ζήσουμε μαζί ο θάνατος κι η ζωή,
το ξέρω, το πιστεύω, κάνω και γραμμάτιο.
Τι, δεν υπάρχει θάνατος μήτε κι οχτρός και πλάνη
γι αυτό την είπα ψεύτικη την πόλη,
την πόλη που γεννήθηκα σαράντα αιώνες τώρα.
Όμως, όταν κοιτάζω με τα κιάλια
την ανεπαίσθητη του στήθους της ρωγμή,
όταν απ’ τη μεθυστική πνοή της κρίνω πόσα
πλοία βουλιάξαν ή πετρώσανε κι ανθρώπους
βλέπω τριγύρω «να το σπίτι μου» εκφωνώντας,
τι να σου κάνω; Θλίβομαι, ακριβαίνω,
χειρίζομαι τη λέξη με βαριά καρφιά,
φωνάζω «εχθρός» αυξαίνοντας τη 8λίψη
της ουτοπίας – οι λέξεις σου με σφάζουνε
δυνάστη της Αγάπης, Κύριέ μου, τραπουλόχαρτο.
Ένυλη πλάση φέγγει γύρω στα μαλλιά σου.
Προσφέρουμε νερό, γλυκό και χάδι.
Όμως εσύ τι δίνεις, έ; Μια πόλη σου ζητάμε,
αν είναι αυτή που ζήσαμε τα ωραία μας χρόνια
ή που την παρατήσαμε στ’ αλώνια.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

ΧΑΪΚΟΥ φωτός της Ιωάννας Παπαντωνίου


Τιμητική Διάκριση 

στον Β΄ Πανελλήνιο 

Διαγωνισμό 

ποίησης Χαϊκού 

των Πνευματικών 

Οριζόντων 

Λεμεσού 2019


Ελαίου λίκνο,
ιερό της δέησης
ανασαίνεις φως!

Ηλιοτρόπια,
τους λύχνους του ουρανού,
εσύ σμιλεύεις…

Σελίδες γράφεις,
ημερολογιακές,
ζωής δρώμενα…

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

«ΟΤΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ». Παρουσίαση του βιβλίου διηγημάτων του Γιώργου Μολέσκη



Την Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2019, στις 8.00 το βράδυ, στο Πολιτιστικό Κέντρο «Παύλος Λιασίδης» στο Τσιακκιλερό στη Λάρνακα, θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου διηγημάτων του Γιώργου Μολέσκη «ΟΤΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ». Οργανώνεται από τον ΑΜΟΛ Λύσης. Θα μιλήσουν οι Λευτέρης Ππαπαλεοντίου και Γιώργος Φράγκος. Αποσπάσματα θα διαβάσει ο Χρίστος Αργυρού. 





Τα δεκαοχτώ διηγήματα της συλλογής Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο του Γιώργου Μολέσκη έχουν ως αφετηρία τους πραγματικές ιστορίες, που συνέβησαν στην Κύπρο και σε άλλα μέρη του κόσμου: Ελλάδα, Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Σουηδία, Γεωργία, Βέλγιο κ.λπ. Κάποιες αναφέρονται σ’ ένα μονάχα επεισόδιο, άλλες καλύπτουν μεγαλύτερες περιόδους της ζωής των ηρώων.
Οι ιστορίες αυτές είναι δοσμένες με περισσότερα ή λιγότερα στοιχεία φαντασίας και μυθοπλασίας. Παιδικές και εφηβικές μνήμες, ιστορίες από τη νεανική και ενήλικη ζωή που διαδραματίζονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και μιλούν για ανθρώπους της Κύπρου και του κόσμου και που παρά τη διαφορετική τους θεματική, συνδέονται στο τέλος μεταξύ τους ως μέρη μιας, με την ευρεία έννοια, αυτοβιογραφίας.
Μέσα από τα διηγήματα της συλλογής παρουσιάζονται άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, που ωστόσο έχουν κάτι το ιδιαίτερο στον χαρακτήρα ή στη συμπεριφορά τους ή που τους διακρίνει ένα ξεχωριστό πάθος, πράγματα για τα οποία έγιναν οι ήρωες κάποιας ιστορίας στο βιβλίο. Σε άλλα διηγήματα πάλι οι ήρωες απουσιάζουν εντελώς. Είναι μόνο το γεγονός, το τοπίο, η ατμόσφαιρα της στιγμής και ο συγγραφέας που τα παρακολουθεί, τα σχολιάζει και τα καταγράφει με μια ποιητική συχνά διάθεση.
**
O Γιώργος Μολέσκης εργάστηκε στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, όπου κατείχε τη θέση του Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού και διετέλεσε Εκτελεστικός Σύμβουλος του Ιδρύματος Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου. Την περίοδο 2013 – 2017 διετέλεσε Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Έχει τιμηθεί με Κρατικό Έπαινο και Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Κύπρο, καθώς και με το Μετάλλιο Πούσκιν της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων. Είναι, επίσης, επίτιμο μέλος της Κρατικής Ακαδημίας Σλαβικού Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Από το 1967 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει δεκατρείς ποιητικές συλλογές, δυο συγκεντρωτικούς τόμους ποιημάτων και πέντε βιβλία με μεταφράσεις ποίησης. Μερικά από τα βιβλία του είναι: Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι: Σύννεφο με παντελόνια, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, εκδόσεις Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1995, Ρώσοι ποιητές του 20ού αιώνα, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, εκδόσεις Μεσόγειος (Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ελληνικά Γράμματα), Αθήνα 2004, Αναμονή βροχής, ποιήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές. Απόπειρα επικοινωνίας, μετάφραση-επιμέλεια, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2010, Το ημιτελές ποίημα, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014, Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, διηγήματα, Αθήνα 2017,Κάθε Ιούλιο επιστρέφω, αφήγημα, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2019.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Στο Περιστέρι / («Ήλιος και Άνεμος», Αθηνά Τέμβριου)


Σαν σ’ άφησαν ελεύθερο, δεν συνέβη κάτι σπουδαίο.
Απλά, σε κυνήγησαν ως έδεσμα.
Σ’ άλλα μέρη σε αφανίζουν σταδιακά,
μην σκορπίσεις τον θάνατο, όπως τα τρωκτικά
σε άλλες εποχές κι εγώ που φοβόμουν, χάρηκα.
Κατά καιρούς σε αναμένουν
από συνήθεια, ελπίζοντας πως φτερουγίζεις
μαζί μ’ επιθυμίες κι ονείρατα.
Όπως όταν δένανε στα ισχνά σου πόδια
ανθρώπινο μήνυμα και ταξίδευες
ώρες και μέρες.
Τα Θεία μηνύματα πως τα μετέφερες
παραμένει μυστήριο
για απομυθοποίηση ή για έρευνα
διδακτορικού φοιτητή.
Τα λευκά περιστέρια μονάχα,
τα άλλα φέρουν κακούς οιωνούς.
Κρύβεις στο φτέρωμα σου πνεύμα θεού,
κι ας μη το γνωρίζεις.
Όταν οι άνθρωποι έγραφαν ιστορία
θα πετούσες αγέρωχο μες στο γαλάζιο
και σ’ αναγνώρισαν μονάχα αυτοί
που έβλεπαν μέσα απ’ τα σύννεφα.
Το κλαδί ελαίας, δίχως ανάσα,
το μεταφέρεις αδιαμαρτύρητα, να ανασάνει η γης.
Ο άνθρωπος το χρέος το κληροδοτεί στη φύση,
απλουστεύει το δύσβατο πέρασμα της ψυχής
και τις στιγμές που πεθαίνει, οραματίζεται
να φύγει ανάλαφρος ωσάν λευκό περιστέρι.